Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα τα πάντα γύρω από το βάψιμο των μαλλιών και των μουστακιών κινδύνευαν να ανατραπούν και ο περίφημος Μποτσαράκος με την «καραμπογιά» του να χάσει την αίγλη του. Εξάλλου, η Πολιτεία παρενέβαινε και με εγκυκλίους της προσπαθούσε να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κουρείων. Πλέον ο κουρέας και οι τυχόν υπάλληλοι έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά άσπρες μπλούζες, οι οποίες -όπως τονιζόταν- έπρεπε να είναι επιδεκτικές στο πλύσιμο! Επίσης, «ο κουρεύς και εν γένει πας υπάλληλος κουρείου οφείλει να έχη τας χείρας του τελείως καθαράς και τους όνυχας βαθέως κεκομμένους» [1] και έπρεπε απαραιτήτως πριν ξεκινήσει την περιποίηση του πελάτη να πλύνει τα χέρια του «διά μετουσιωμένου οινοπνεύματος ή κολώνιας, ή δι’ ύδατος αφθόνου και σάπωνος».
Όσο για το βάψιμο των μαλλιών, μία υγειονομική διάταξη προσπαθούσε να τερματίσει τη χρήση της περίφημης μαντέκας και των μουστακοδετών! «Απαγορεύεται απολύτως η χρησιμοποίησις μαντέκας διά την στίλβωσιν του μύστακος πελατών ως και η χρησιμοποίησις μουστακωδετών» [2], ανέφερε η εγκύκλιος. Εν πάση περιπτώσει, αν χρησιμοποιούνταν μεταλλικός «μουστακοδέτης», έπρεπε να απολυμαίνεται με οινόπνευμα ή να απολυμαίνεται με φλόγα. Όσο για τις πετσέτες για το σκούπισμα των προσώπων και των χεριών μετά το ξύρισμα και το μανικιούρ, έπρεπε να χρησιμοποιούνται για έναν και μόνον πελάτη.
Αλλά το γεγονός που συντάραξε την Αθήνα το 1913 ήταν η νέα ανακάλυψη που άκουγε στο όνομα πιγμεντίνη. Ήταν η εποχή κατά την οποία, πέραν της σύνδεσης του ασπρίσματος των μαλλιών με τα γηρατειά, θεωρείτο πλέον ότι επρόκειτο για ασθένεια. Οφειλόταν δε στην παρουσία στην τρίχα «κακοποιών μικροβίων», των «πιγμεντοφάγων», που κατέστρεφαν το χρώμα των τριχών.
Τα γένια
Έτσι ανακαλύφθηκε η «πιγμεντίνη», που φόνευε τους κακούς «πιγμεντοφάγους» και λειτουργούσε με αποτελεσματικότητα στα μαλλιά και τα γένια παρέχοντας φυσικό χρώμα στις τρίχες. «Ας ελπίσωμεν ότι κατόπιν τούτων θα παύσωμεν μετ’ ολίγον καιρόν να βλέπομεν λευκοπώγωνα γεροντίδια και ότι αι λευκαί τρίχες εις το εξής θα θεωρούνται ασθένεια», έγραφε ο Γεώργιος Πωπ ξεσηκώνοντας τα πλήθη.
Ακολούθησαν βαθυστόχαστες αναλύσεις επί αναλύσεων και οι πρωτοσέλιδες αναφορές έδιναν κι έπαιρναν. Δεν έλειψαν και οι κοινωνιολογικές αναλύσεις που ανέφεραν ότι ο άνθρωπος αποκτούσε λευκές τρίχες νωρίτερα , διότι άρχιζε την πάλη της ζωής από την εφηβική ηλικία, οπότε τον γερνούσαν πρόωρα και του άσπριζαν τα μαλλιά οι μέριμνες για την απόκτηση περιουσίας. Όταν ο άνδρας έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά αλλά σφριγηλός και πεπειραμένος αναζητούσε εργασία, «του την αρνείται πας τις ασπλάχνως».
Όσο για τις γυναίκες, «η εμφάνισις των πρώτων λευκών τριχών εις την κόμην των δηλητηριάζει την ζωήν των και προ παντός εις τας ωραιοτέρας αίτινες βλέπουσι χανόμενα τα θέλγητρα και καταρρέουσαν την ωραιότητά των»! Οπότε η «πιγμεντίνη» θα αναλάμβανε να αποκαταστήσει τα πράγματα. Ουσιαστικά επρόκειτο για φυσική χρωστική ουσία (pigment = χρωστική), αλλά η υπόθεση των «πιγμεντοφάγων» προβλημάτισε πολλούς. Ορισμένοι πρότειναν το ξύρισμα των μαλλιών, ώστε να καταστρέφονται τα φθονερά και αόρατα μικρόβια που έτρωγαν τη νιότη, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που χρησιμοποίησαν διάφορα μικροβιοκτόνα προκαλώντας σοβαρές βλάβες στο τριχωτό της κεφαλής τους.
Η παρέμβαση του Υγειονομικού
Μπορεί οι σχετικές διαφημιστικές καταχωρίσεις να επικαλούνταν ανακοινώσεις που είχαν γίνει στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών από τον «ιατρό Κατέρς Γκλάσκου, έναν των περιφημότερων σοφών του Ινστιτούτου Παστέρ», αλλά στην Αθήνα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στα αόρατα ζουζούνια που υποτίθεται ότι λεύκαιναν τις τρίχες και η παρέμβαση των υγειονομικών Αρχών φαίνεται πως απέτρεψε την κυκλοφορία του προϊόντος πριν γίνουν κασίδηδες οι μισοί Αθηναίοι.