Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν γεννημένη το 1912 στην Οδησσό από οικογένεια Ελλήνων της διασποράς και με ρίζες από την Κάλυμνο των Δωδεκανήσων. Έμελλε να γίνει ένας από τους θρύλους του πενταγράμμου στα χρόνια του Μεσοπολέμου και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο λόγος για την Κάκια Μένδρη, η οποία έφτασε με την οικογένειά της στην Αθήνα σε ηλικία πέντε ετών, ως προσφυγοπούλα, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Εργάστηκε ως εσωτερική δασκάλα σε οικογένεια πλουσίων ώσπου η καλή της τύχη ήθελε να την ανακαλύψει ο Αττίκ και να την κάνει πρωταγωνίστρια στη Μάντρα του[1].
Ύφος αυστηρό, χαρακτηριστικά έντονα, μαλλιά μαζεμένα, χωρίστρα στη μέση και πουλόβερ κλειστά ήταν η γνώριμη εμφάνισή της. Εικόνα αρρενωπή, ολότελα διαφορετική από τις ανάλαφρες τραγουδίστριες της εποχής της, όπως έχει πει ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Ο Αττίκ την πήρε στη Μάντρα του το 1935 και την παρουσίαζε ως τη «βασίλισσα των δίσκων». Μια ντιζέζ που είχε τα πρωτεία σε ηχογραφήσεις δίσκων. Έγινε η μούσα του και εκείνη, η οποία είχε κάνει μαθήματα τραγουδιού με την Μάγκυ Καρατζά, εκτοξεύτηκε χρησιμοποιώντας τη μεστή φωνή και την κιθάρα της.
Όπως ήταν φυσικό, το ταλέντο της προσέλκυσε προτάσεις οι οποίες κατέληξαν σε μεγάλες επιτυχίες. Γίνεται η αγαπημένη τραγουδίστρια της Κολούμπια και μεταπολεμικά της Οντεόν. «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», «Παπαρούνα», «Να ζει κανείς ή να μη ζει» του Αττίκ, «Γλυκιά Μαράτα» του Λέο Ραπίτη, «Ακόμα ένα ποτηράκι» της Σωτηρίας Ιατρίδου[2]. Η μία επιτυχία μετά την άλλη, με την πάντα σοβαρή Μένδρη να παραμένει ανεπηρέαστη και επαγγελματίας. «Η ζωή ξαναρχίζει για μας με τραγούδια» του Ανδρέα Πόγκη, «Έχασα τα μάτια που αγαπούσα» και «Ήρθες αργά στον δρόμο της ζωής μου» του Γιάννη Βέλλα.
Μεσουράνησε περίπου δύο δεκαετίες και έπαυσε να ηχογραφεί γύρω στο 1950, σε ακμαία ηλικία. Ήταν όμως εποχή, κατά την οποία είχε αρχίσει να ξεφτίζει η μόδα του παλαιού αισθηματικού τραγουδιού. Ωστόσο η φωνή της ήταν πάνω από εποχικές μόδες. Στις αρχές της δεκαετίας 1950 θα πραγματοποιήσει επιλεγμένες εμφανίσεις σε κοσμικά κέντρα όπως η «Παληά Αθήνα» του Μοστρού στην Πλάκα και η «Σπηλιά Παρασκευά» στην Καστέλα. Το 1955 θα βρει το καλλιτεχνικό της ταίρι, τη Ροζίνα Τζινιώλη και θα αποτελέσουν ένα θαυμάσιο ντουέτο. Επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, έως το 1967, κυριολεκτικά θα αλωνίσουν τον κόσμο κρατώντας ζεστές τις μνήμες των έξοχων τραγουδιών των δύο τελευταίων προπολεμικών δεκαετιών[3]. Τραγούδια που ενθουσίαζαν ιδιαίτερα τους Έλληνες του εξωτερικού.
Μία αξιοπρεπής, αλλά και μορφωμένη ερμηνεύτρια
Η Κάκια Μένδρη υπήρξε μία αξιοπρεπής αλλά και ιδιαιτέρως μορφωμένη ερμηνεύτρια. Τη δεκαετία 1960 προτιμούσε τις καλλιτεχνικές περιοδείες στο εξωτερικό, οι οποίες διαρκούσαν ακόμη και τρεις μήνες. Μόνον στο Ισραήλ μετακλήθηκε τουλάχιστον έξι φορές σημειώνοντας πάντα μεγάλες επιτυχίες. Εκτελούσε δικό της πρόγραμμα αποδίδοντας παλαιά και νέα τραγούδια σε επτά γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά και εβραϊκά! Η ποικιλία του προγράμματός της και η θερμή φωνή της άρεσαν ιδιαίτερα στο κοινό του Ισραήλ, το οποίο συνέρρεε να την ακούσει στα κέντρα που εμφανιζόταν. Το 1972 ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος την επανέφερε στην επιφάνεια χρησιμοποιώντας στο έργο του «Μέρες του ’36» τη φωνή της και το τραγούδι που πρώτο είχε ερμηνεύσει σε δίσκο και ήταν το «Μην περιμένεις»[4]. Από τότε εμφανιζόταν πολύ αραιά στην τηλεόραση διατηρώντας το κύρος και την αξιοπρέπειά της. Έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο 1994 αποτραβηγμένη από κάθε δραστηριότητα, πικραμένη μόνη και εγκαταλελειμμένη στο Γηροκομείου Αθηνών, όπου μόνη παρέα της είχε την Ροζίνα Τζινιώλη.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 24 Φεβρουαρίου 2020