«Μία ευχάριστος είδησις διά την Ελληνικήν τέχνην: Το Ωδείον ηγόρασεν εις την Γερμανίαν την περίφημον «Αρμονίαν» του Νικολάου Γύζη, την οποίαν οι Αθηναίοι εγνώριζαν απλώς από το εξώφυλλον του προγράμματος των Συμφωνικών Συναυλιών, ενώ το πρωτότυπον ευρίσκετο μέχρι τούδε έξω της Ελλάδος.
Ως γνωστόν, δύο από τα ευγενέστερα και ωραιότερα έργα του Γύζη, η «Ιστορία» και η «Αρμονία» εχρησίμευσαν εξ αρχής ως διαφημιστικαί πινακίδες. Η μεν πρώτη εφιλοτεχνήθη κατ’ αντιγραφήν πίνακος δωρηθέντος προς τον Πρίγκιπα – Αντιβασιλέα της Βαυαρίας και απετέλεσε το σήμα της Ενώσεως των Καλλιτεχνών του Μονάχου· η δε «Αρμονία» σταλείσα υπό την συνθηματικήν λέξιν Accord εις τον διαγωνισμόν που είχε προκηρυχθή υπό του μεγάλου μουσικού οίκου της Γερμανίας Ιbach διά την εκατονταετηρίδα του (1894) έλαβε το πρώτον βραβείον και εχρησιμοποιείτο έκτοτε εις τας θαυμασίως τυπωμένας διαφημίσεις των πιάνων του. Το πρωτότυπον έμενεν ανηρτημένον εις την έδραν του οίκου εν Μπάρμεν· και μόνον κατ’ ευγενή παραχώρησιν του ιδιοκτήτου είχε δοθή εις το Ωδείον η άδεια να χρησιμοποιή την ωραίαν εικόνα εις τα προγράμματά του.
Από όλα τα έργα της λεγομένης «κλασικής» περιόδου του Γύζη – η οποία και κυριώτερον μας ενδιαφέρει ως Έλληνας- η Αρμονία είνε ίσως το Ελληνικώτερον εις σύλληψιν και εις εκτέλεσιν. Η θαυμασία αλληγορική μορφή, διά την οποίαν εποζάρισεν η ωραία Πολωνίς αριστοκράτις και μαθήτρια του Γύζη, κόμησσα Γκρατσέφσκα, έχει την μεγαλειώδη γαλήνην και το αυστηρόν κάλλος των αρχαίων Ελληνικών αγαλμάτων· και επί πλέον, ο συνδυασμός των χρωμάτων είνε τόσον αρμονικός, ώστε, ευθύς εκ πρώτης όψεως, ο θεατής να μένη με την εντύπωσιν, ότι έτσι και όχι άλλως θα είχαν προσωποποιήσει οι αρχαίοι μας πρόγονοι την θείαν εκείνην αρμονίαν που απετέλει την βασικήν αρετήν της Τέχνης των.
Διά τους λόγους αυτούς, η Ελλάς που δεν είνε και τόσον πλουσία εις έργα νεωτέρας τέχνης, έπρεπε με κάθε τρόπον ν’ αποκτήση το χαρακτηριστικόν έργον του Γύζη· και αποτελεί ένα ακόμη τίτλον τιμής διά τον αείμνηστον Γεώργιον Νάζον, ότι ολίγας μόλις εβδομάδας προ του θανάτου του, έλαβε και την πρωτοβουλίαν αυτήν, σκεπτόμενος, ότι από τον Ναόν της Μουσικής που ωνειρεύετο διά το Ωδείον, δεν θα έπρεπε να λείπε το αριστούργημα του Έλληνος ζωγράφου. Πράγματι δε, ο κ. Ίμπαχ, κατόπιν εμμέσων ενεργειών, εδέχθη χάριν του σκοπού αυτού να παραχωρήση την «Αρμονίαν», αντί μικρούς σχετικώς ποσού· και έτσι πλέον το έργον που εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρώμεν ως «σήμα κατατεθέν» των συναυλιών του Ωδείου, θα αναρτηθή προσεχώς εις τας Αθήνας και εις το φυσικόν του περιβάλλον –εν αναμονή πάντοτε της ανεγέρσεως του μελλοντικού κτιρίου του Ωδείου.
Λέγουν συνήθως, ότι την χειροτέραν μουσικήν ακούει κανείς εις τα ατελιέ των ζωγράφων και ότι τα χειρότερα ζωγραφικά έργα θα τα ιδήτε εις τα σπίτια των μουσικών. Το Ωδείον, εν τούτοις, κάμνει εξαίρεσιν του κανόνος αυτού· και εις την αίθουσάν του όπου είνε από δεκαετηρίδων ήδη ανηρτημένα τα δύο καλλίτερα πορτραίτα των Αθηνών –του άρχοντος Αριστάρχη* και της συζύγου του- θα προστεθή, ως μία επί πλέον απόδειξις, η «Αρμονία», έργον Ελληνικόν αυτήν την φοράν, με θέμα καθαρώς Ελληνικόν και από Έλληνα ζωγράφο φιλοτεχνημένον».
*Ο αναφερόμενος άρχοντας Αριστάρχης, στο άρθρο του Αχιλλέως Αδ. Κύρου που αναδημοσιεύουμε, είναι ο Φαναριώτης Ιωάννης Αριστάρχης (1811-1897), υιός του Σταυράκη, Μέγα Δραγουμάνου (Διερμηνέως) της Υψηλής Πύλης. Ο Ι. Αριστάρχης, επί πολλά έτη, πρεσβευτής της Τουρκίας στο Βερολίνο, κληροδότησε την περιουσία του στο Ωδείο Αθηνών.