Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στη νεότερη ιστορία μας πολλές και σημαντικές ήταν οι γυναίκες οι οποίες προσέφεραν τα πάντα στην πατρίδα και στην κοινωνία, αλλά δεν απόλαυσαν την ανάλογη αναγνώριση. Οι περισσότερες έζησαν στο πλευρό των συζύγων τους, διαδραματίζοντας τον ρόλο ηγεριών. Υπήρξαν ακούραστες και οι πράξεις τους αποτελούσαν έναν ύμνο στο αγαθό και στο ευγενές. Ανάμεσά τους διακεκριμένη θέση κατέχει η αρχόντισσα Ρωξάνη Τυπάλδου Κοζάκη (1839-1907). Ήταν εγγονή του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου και θυγατέρα του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Ιωάννη Σούτσου. Παντρεύτηκε τον ευπατρίδη πολιτικό Γεώργιο Τυπάλδο Κοζάκη και αδελφή της ήταν η πανέμορφη Φρόσω Σούτσου, η κοπέλα που ερωτεύθηκε όταν ήλθε στην Αθήνα, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄.

Ρωξάνη Κοζάκη-Τυπάλδου, έργο Παύλου Μαθιόπουλου (1876-1956). Κρητιδογραφία από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Το ζεύγος του Γεωργίου Τυπάλδου και της Ρωξάνης δημιούργησε στη λεωφόρο Αμαλίας 14 το αρχοντικό του. Ένα από τα πρώτα «σαλόνια» των Αθηνών. Εκεί επί μία ολόκληρη τεσσαρακονταετία πέρασε ότι καλύτερο υπήρχε στη διπλωματική, την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας και ότι ωραιότερο είχε να επιδείξει η Αθήνα στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Όσοι περνούσαν το κατώφλι του Μεγάρου της Δενδροστοιχίας, όπως αποκαλούσαν τη λεωφόρο Αμαλίας, αισθάνονταν την ευγένεια της ψυχής της. Όπως ο Γεώργιος Τσοκόπουλος που μας παρέδωσε θαυμάσια περιγραφή του εσωτερικού του μικρού εκείνου μεγάρου[1].
Ενός μεγάρου το οποίο εξωτερικά έμοιαζε σαν αφελής και κουρασμένος μεσαιωνικός πύργος, ενώ έκρυβε μέσα του θησαυρούς τέχνης και θησαυρούς ψυχής. Στους τοίχους πορτραίτα αυστηρών φυσιογνωμιών, προσώπων που προετοίμασαν την ανάσταση του γένους και ύστερα οδήγησαν τα πρώτα βήματά του. Ήταν οι παλαιοί Σούτσοι, ηγεμόνες των τόπων όπου απλώθηκε φωτεινό το ελληνικό πνεύμα και οι Τυπάλδοι, οι δυνατοί νησιώτες που ήταν βαπτισμένοι στην ελληνική ιδέα. Όπλα, οικόσημα, παλαιά αγγεία, λεπτουργήματα και κομψοτεχνήματα, παλαιό βενετικό χρυσάφι και επεξεργασμένο φίλντισι.
Σε αυτό το περιβάλλον έζησε το ζεύγος. Ο τελευταίος απόγονος των Τυπάλδων και μία από τις τελευταίες απογόνους των Σούτσων, ζωντανές ιστορίες ευγένειας και καταγωγής, τύποι γνήσιου ελληνικής ψυχής. Ο σύζυγος έφυγε από τη ζωή το 1899, σε ηλικία 65 ετών. Απέμεινε η Ρωξάνη, η οποία τον ακολούθησε οκτώ χρόνια αργότερα, στις 4 Ιουνίου 1907. Έσβησε με το χαμόγελο στα χείλη, αφού προηγουμένως φρόντισε να σφραγίσει με την αρχοντιά και την αγάπη της την πατρίδα. Αντιθέτως προς όσα έχουν γραφεί η Ρωξάνη Τυπάλδου Κοζάκη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, πριν ακόμη αισθανθεί τα γηρατειά να την κυρτώνουν και να την βαρύνουν[2]. Ήταν γεμάτη από ζωή, διαθέτοντας τον χρόνο της σε δραστηριότητες φιλανθρωπίας. Εντυπωσιασμένοι λίγες ημέρες αργότερα διάβαζαν οι Έλληνες πως με τη διαθήκη της είχε διαθέσει την περιουσία της.
Πρώτα φρόντισε να διασωθούν τα οικογενειακά κειμήλια σε συγγενείς, διέθεσε σημαντικά ποσά σε όλα τα ιδρύματα της πρωτευούσης. Από το Άσυλο Ανιάτων και το Φθισιατρείο μέχρι το Δρομοκαϊτειο Φρενοκομείο και το Λαϊκό Νηπιαγωγείο της Ενώσεως Ελληνίδων. Το μέγαρό της το άφησε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία και τα σπουδαία έργα τέχνης που κατείχε στο Ίδρυμα του εξαδέλφου της Αλέξανδρου Σούτσου (Εθνική Πινακοθήκη). Μακρά σειρά σπουδαίων χειρογράφων δώρισε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη μνήμη του πεθερού της Γεώργιου Τυπάλδου Κοζάκη που είχε διατελέσει έφορός της. Αλλά όπως μυθική ήταν η περιουσία της, έτσι μυθικές ήταν και οι δωρεές που όρισε με τη διαθήκη της. Άφησε ποσά στον Ερυθρό Σταυρό, του οποίου πρόεδρος υπήρξε ο σύζυγός της, στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, του οποίου έφορος υπήρξε η ίδια, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» κ.ά[3].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 30 Μαΐου 2017