Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο πάνδημος χαρακτήρας που πήρε η υποδοχή των πρώτων τραυματιών του πολέμου του 1940 εντυπωσίασε τους Έλληνες και τους ξένους ανταποκριτές. Ποτέ άλλοτε οι δρόμοι της Αθήνας δεν είδαν τόσο κόσμο, από τις χιλιάδες που ξεχύθηκαν για να προϋπαντήσουν, να ζητωκραυγάσουν και να ενθαρρύνουν τα πρώτα παλικάρια που έφταναν στην ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν 18 Νοεμβρίου 1940, όταν έφθανε στον Σταθμό Λαρίσης το πρώτο νοσοκομειακό τρένο.
Ήταν ειδικά διασκευασμένο για τη μεταφορά τραυματιών. Συνέβη τότε το ελληνικότατο και απρόσμενο. Δεκάδες χιλιάδες λαού στήθηκαν κατά μήκος των οδών απ’ όπου θα περνούσε η πομπή των ασθενοφόρων. Οι ανθοπώλες της Ομόνοιας και του Συντάγματος μοίραζαν δωρεάν τα λουλούδια τους στον κόσμο και σ’ όλη τη διαδρομή τα αυτοκίνητα με τους τραυματίες «ερραίνοντο μια άνθινη βροχή»[1].
Πρωτοφανής κινητοποίηση
«Άρατε πύλας, καταφθάνουν εις την πρωτεύουσαν νικηταί και τροπαιούχοι οι τραυματίαι της εποποιίας της Πίνδου, της Μοράβας και του Ιβάν», έγραφαν οι εφημερίδες και οι επίσημοι που προσπαθούσαν να φτάσουν στον Σταθμό, απορούσαν πώς κινητοποιήθηκε τόσος κόσμος. Δεν το είχαν γράψει οι εφημερίδες και δεν είχε ανακοινωθεί από το ραδιόφωνο έως το μεσημέρι. Η είδηση κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και συγκλόνισε τους πάντες μετά τις τρεις το απόγευμα. Παρέμεινε δε μυστήριο πώς κυκλοφόρησε παντού η φράση «φτάνουν οι λαβωμένοι»[2]. Γέροντες, νέοι, γερόντισσες, κορίτσια και παιδιά. Ο άμαχος πληθυσμός. Από τη μια γιόρταζαν τις ευχάριστες ειδήσεις για επέλαση των ελληνικών στρατευμάτων προς την Κορυτσά και από την άλλη, έτρεχαν να συμπαρασταθούν στα πρώτα παλικάρια που έφταναν πληγωμένα από το μέτωπο. Στις τέσσερις το απόγευμα η οδός Δηλιγιάννη και τα υψώματα μπροστά από τον Σταθμό πλημμύρισαν. Απόλυτη και ευλαβική σιγή επικράτησε για λίγα λεπτά για να ακολουθήσει ένα ασυγκράτητο παραλήρημα.
Η ψυχολογία του ελληνικού λαού
Αλλά η ανθρωποπλημμύρα απλώθηκε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, έφτασε στην Ομόνοια, γέμισε την οδό Σταδίου και από εκεί, μέσω της πλατείας Συντάγματος, έφτανε αδιάσπαστη μέχρι τα στρατιωτικά νοσοκομεία στους Αμπελοκήπους και στον Ερυθρό Σταυρό. Ήταν πρωτοφανές το θέαμα. Όσα ασθενοφόρα διέθετε η πρωτεύουσα, ο Πειραιάς, οι γύρω δήμοι και οι κοινότητες σχημάτισαν μια μεγάλη ουρά, ένα καραβάνι, προσπαθώντας να διασχίσουν την οδό Σταδίου που ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος ζητωκραύγαζε με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Ξαφνικά άρχισαν να πετάγονται υπάλληλοι και καταστηματάρχες ρίχνοντας στα οχήματα και στον κόσμο γλυκίσματα, τσιγάρα και κουφέτα. Τα συγκινητικά στιγμιότυπα, με γέρους να αδειάζουν τις τσέπες τους μέσα στα αυτοκίνητα, γριές να ψάλλουν εκκλησιαστικούς ύμνους και σχεδόν όλους να επικαλούνται τη βοήθεια της Παναγίας για την υγεία των τραυματιών, καταγράφηκαν στον Τύπο με κάθε λεπτομέρεια.
Η ψυχολογία του ελληνικού λαού τέθηκε στο μικροσκόπιο. Ποιος ήταν όλος αυτός ο κόσμος, στο μέτωπο και στα μετόπισθεν, που φούντωνε από υπερηφάνεια, σκαρφάλωνε στο ύψωμα του Ιβάν, όταν οι Ιταλοί έριχναν καταιγιστικά πυρά ή έψαχνε λόγο για να πεταχτεί στον δρόμο και να γκρεμίσει τα τείχη για να υποδεχτεί τους ήρωές του; Την απάντηση έδωσε τις ίδιες ημέρες ο Π. Παλαιολόγος: «Είναι αυτός που γνωρίσαμε σε ειρηνικούς καιρούς με τις μικροπονηρίες, με τις αγαθότητες, με τις κακίες, με τις κομπίνες, ο καταφερτζής, ο συντηρητικός, ο μετρημένος, ο άνθρωπος του ένα κι ένα δύο, ο φιλισταίος, ο σκυφτός, ο γκρινιάρης. Αυτός είναι ο πρωταθλητής της μεγάλης εποποιίας»! Καλούσε δε με πρωτοσέλιδό του δημοσίευμα τους κρατούντες: «Βγάλτε λοιπόν το καπέλο σας κύριοι “μεγάλοι” και στρώστε τους δρόμους με κλωνάρια δάφνης για να περάσει ο μέσος Έλλην από πάνω τους»[3].