Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ελάχιστα γνωστές είναι οι ιστορικές πτυχές της μετατόπισης των δεικτών των ρολογιών κατά μία ώρα πίσω τον χειμώνα και μία ώρα μπροστά το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μέτρο των τελευταίων ετών. Όμως οι πρώτες μνείες για την ανάγκη εφαρμογής του μέτρου, το οποίο ήδη ίσχυε σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και στην Αμερική, σημειώθηκαν το 1925! Όπως ήταν φυσικό έγιναν και συζητήσεις στην Ελλάδα αλλά το μέτρο δεν εφαρμόστηκε λόγω των αντιρρήσεων που πρόβαλε ο υπεύθυνος επιστήμονας.
Αντιρρήσεις Δ. Αιγινήτου
Ήταν ο καθηγητής Μετεωρολογίας και Αστρονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Αιγινήτης (1862-1934). Υπήρξε ο βασικός παράγων υιοθέτησης από την Ελλάδα του παγκόσμιου συστήματος αναφοράς χρόνου, του αποκαλούμενου «παγκοσμίου χρόνου» ή «αστρονομικού χρόνου». Εξάλλου, ο ίδιος είχε πρωταγωνιστήσει και στην επίσημη υιοθέτηση εκ μέρους της
Ελλάδας του Γρηγοριανού (Νέου) Ημερολογίου σε αντικατάσταση του Ιουλιανού (Παλαιού).
Όταν ανακινήθηκε το ζήτημα της θερινής ώρας, το οποίο ήδη ίσχυε σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία κ.α., ο Δ. Αιγινήτης έσπευσε να δημοσιεύσει τις αντιρρήσεις του[1]. Αποκάλυψε πως επανειλημμένως μέχρι τότε η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ζητήσει την γνώμη του, η οποία ωστόσο ήταν αρνητική. Εξηγούσε, παραθέτοντας λεπτομέρειες πως με δική του εισήγηση, περίπου μία δεκαετία νωρίτερα και με Διάταγμα, η χώρα μας είχε αποδεχθεί τον διεθνή χρόνο του συστήματος των ωριαίων ατράκτων (fuseaux horaires) αντί του ισχύοντος μέχρι τότε εθνικού μέσου χρόνου.
Οι διαφορές
Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρον επιστημονικό κείμενο το οποίο αναλύει τις εισηγήσεις του και τεκμηριώνει τις απόψεις του. Δεν απέφυγε να αναφερθεί και στις ιδιαιτερότητες του κλίματός μας σημειώνοντας ότι λόγω του συστήματος που ίσχυε, αν προσέθεταν μία ώρα την θερμή περίοδο του έτους θα προέκυπταν σημαντικές αποκλίσεις. Με την διαφορά μεταξύ του μέσου τοπικού χρόνου και του εν χρήσει, το καλοκαίρι θα ανερχόταν στην Κέρκυρα σε 1 ώρα και 40 λεπτά περίπου, στην Αθήνα 1 ώρα και 25 λεπτά και στη Θεσσαλονίκη 1 ώρα και 28 λεπτά.
Εν ολίγοις επισήμαινε ο Δ. Αιγινήτης, πως την ώρα που τα ρολόγια θα έδειχναν και οι κώδωνες των εκκλησιών θα σήμαιναν μεσημέρι, οπότε οι εργάτες θα διέκοπταν την εργασία τους, τότε στην πραγματικότητα η ώρα στην Κέρκυρα θα ήταν 10:20 π.μ., στην Αθήνα 10:25 π.μ. και στη Θεσσαλονίκη 10:32 π.μ. Θεωρούσε λοιπόν κάτι τέτοιο υπερβολικό, άσκοπο και επιβλαβές, μεταξύ άλλων διότι μετατοπιζόταν η εργασία στις ώρες της μέγιστης θερμοκρασίας. Εν τέλει ο Δ. Αιγινήτης υποστήριζε πως η Ελλάς έπρεπε να διατηρήσει μίαν και μόνον ώρα, αυτή της Ανατολικής Ευρώπης[2].
Η εφαρμογή
Βεβαίως ακόμη και ο φιλικός προς τον καθηγητή Τύπος που πρόβαλε τις απόψεις του, άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται. Καλές και άξιες πολλής προσοχής οι επισημάνσεις του καθηγητή, αλλά η απόφαση έπρεπε να ληφθεί από την Κυβέρνηση αφού θα στάθμιζε τα οφέλη. Το ζήτημα περιστρεφόταν στην οικονομία. Εάν συνέφερε οικονομικά την πατρίδα, θα μπορούσαν με κατάλληλους συνδυασμούς να κανονίσουν και το ζήτημα των εργασίμων ωρών με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαττωθεί σημαντικά το μειονέκτημα των πρώτων μεταμεσημβρινών ωρών. Πράγματι, έτσι έγινε. Η πρώτη δειλή εφαρμογή του συστήματος, αρχικώς στα ωράρια των καταστημάτων, ξεκίνησε το 1927.
Η πλήρης εφαρμογή του μέτρου, με τη μορφή που το γνωρίζουμε στις ημέρες μας, έγινε στις 6 Ιουλίου 1932, και με αφορμή τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Σκοπός η εξοικονόμηση ενέργειας, κυρίως ηλεκτρικού ρεύματος. Για την ενημέρωση του κοινού εκδόθηκε ανακοίνωση του υπουργικού συμβουλίου που ανέφερε ότι «κατόπιν εντολής των αρμοδίων υπουργείων προς απάσας τας υπηρεσίας του κράτους, το παρελθόν μεσονύκτιον τα ωρολόγια επροχώρησαν κατά μίαν ώραν. Η θερινή ώρα ισχύει δι’ όλην εν γένει την ζωήν του τόπου, αύτη δε λαμβάνεται υπ’ όψιν δι’ όλας τας υπό των νόμων, διαταγμάτων κ.λπ. οριζομένας περιπτώσεις».
Οι οδηγίες που εκδόθηκαν ήταν ιδιαίτερα αναλυτικές για τα καταστήματα, τα γραφεία, τα δημόσια καταστήματα, τα εργοστάσια, τις εταιρείες, ενώ στην εφαρμογή ενεπλάκη ενεργά και το Αστεροσκοπείο Αθηνών[3].
«Πανηγύρι» χρονογράφων
Όπως ήταν φυσικό το θέμα προσφερόταν για σχολιασμό. Στήθηκε ένα πραγματικό… πανηγύρι από τους χρονογράφους όλων των εφημερίδων. Γράφτηκαν από εύθυμα μέχρι απίστευτα πράγματα, τα οποία αν συγκεντρωθούν θα συγκροτήσουν ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό ανάγνωσμα. Ο Νικόλαος Πετιμεζάς Λαύρας έγραφε[4] πως «πολλοί ευρίσκονται, από της στιγμής που ανηγγέλθη η μεταβολή της ώρας, εις αναστάτωσιν», τονίζοντας πως οι Έλληνες «παρ’ όλην την φυσικήν ευφυίαν τους εις παντός είδους μικροδουλειές και κατεργαριές» είχαν ιδιαίτερη αποστροφή στα μαθηματικά και τους υπολογισμούς.
Οι περισσότεροι ήταν αδύνατον να παρακολουθήσουν τους συλλογισμούς των μετεωρολόγων και έπλεκαν σενάρια. Όπως για κάθε απόφαση της διοίκησης έτσι και στην περίπτωση της μετάθεσης πίστευαν πως κάτι… ύποπτο κρυβόταν πίσω από την αλλαγή. Μία αόρατη ανησυχία κατέλαβε ιδιαιτέρως τους ημερομίσθιους. Ωστόσο υπήρχαν και εκείνοι που δεν ανησυχούσαν. «Υπάρχουν πάρα πολλαί αλλαγαί και μεταβολαί, ώστε να είναι αστειότης η αλλαγή μιας ώρας», έγραφε ο Λαύρας προσθέτοντας και το καυστικό σχόλιο πως «οι Έλληνες ιδίως αλλάζουν τα πάντα και το μόνον που δεν αλλάζουν, είναι ότι δεν αλλάζουν συχνότερα το θέρος»!
Παύλος Νιρβάνας
Ο Π. Νιρβάνας με δύο χρονογραφήματά του[5]. θα δώσει τον δικό του τόνο στη νέα συνήθεια που κλήθηκαν να ενστερνιστούν οι Έλληνες. Στο πρώτο εξ αυτών υπό τον τίτλο «Η Ώρα» έγραφε πως «τα ωρολόγια έγιναν για τον άνθρωπον και όχι ο άνθρωπος για τα ωρολόγια». Κατέγραφε ορισμένες από τις καθημερινές συνήθειες των Ελλήνων, όπως το να βάζουν το ρολόι τους μια ώρα μπροστά προκειμένου να είναι πάντα… μπροστά. Ή γνώριζε κάποιον υπάλληλο ο οποίος… πείραζε το ρολόι του γραφείου του ώστε να φεύγει νωρίτερα!
Τρεις ημέρες αργότερα, δηλαδή την ημέρα που εφαρμοζόταν το μέτρο, στις 6 Ιουλίου 1932, ο Π. Νιρβάνας επανήλθε με νέο χρονογράφημά του υπό τον τίτλο «Ώρα κατ’ αρέσκειαν», γεγονός που δείχνει ότι το ζήτημα της ώρας απασχολούσε το κοινό. «Εκείνο που δεν καταλαβαίνω μόνον είναι γιατί γίνεται τόση φασαρία τώρα με την αλλαγήν της ώρας. Ώρα αστρονομική δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα. Κάθε Έλλην είχε τη δική του ώρα»! Χαριτωμένες σκηνές, όπως με την μικρή υπηρέτρια να βγαίνει στο δρόμο και να ρωτά την ώρα ώστε να ενημερώσει την κυρία της, διανθίζουν το χρονογράφημα του Π. Νιρβάνα.
Η τελική εφαρμογή
Το μέτρο λειτούργησε επί διετία για να ατονήσει σταδιακά και να επανεμφανιστεί στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Μεταπολεμικά το μέτρο επανήλθε στην επικαιρότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συγκεκριμένα εφαρμόσθηκε το 1952, χωρίς ωστόσο να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα εξοικονόμησης ενέργειας, σύμφωνα με τις μελέτες της Ηλεκτρικής Εταιρείας (:αργότερα ΔΕΗ)[6]. Το μέτρο ατόνησε και πάλι για να εισαχθεί εκ νέου, με λακωνική κυβερνητική ανακοίνωση, στις 13 Απριλίου 1975, όταν η Ελλάδα εναρμονίστηκε με τα ισχύοντα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες[7].