Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το Κύπελλο του Σπύρου Λούη κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του φιλέλληνα και ελληνιστή Michel Bréal (1832–1915), του ανθρώπου που εισηγήθηκε και την καθιέρωση του αγωνίσματος του Μαραθωνίου Δρόμου. Εξάλλου φέρει εγχάρακτη και την αφιέρωσή του:
«OΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
1896
ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΝ ΑΘΛΟΝ
ΕΔΩΚΕ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΡΕΑΛ»
Εκπροσωπεί την υπέρτατη και ευγενικότερη έκφραση του Φιλελληνισμού και του ρομαντικού ευρωπαϊκού πνεύματος, όπως αυτό διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο και αποτυπώθηκε στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, καθώς και την αναγνώριση και καθιέρωση των Αθηνών ως Ολυμπιακής Πόλης.
Σημαντικότερο είναι ίσως το γεγονός ότι ο ίδιος φιλέλληνας, κάνοντας την εισήγηση για την καθιέρωση του Μαραθωνίου Δρόμου και την κατασκευή και αθλοθέτηση του Κυπέλλου, θεωρούσε πως έτσι αποδιδόταν τιμή στην Ελλάδα για την προσφορά της στον Πολιτισμό και τον Αθλητισμό! Όπως αποδείχθηκε αργότερα δεν γνώριζε ότι η απόσταση που καλούνταν να καλύψουν οι αθλητές ήταν τόσο μεγάλη. Η αλληλογραφία του όμως με τον Δημήτριο Βικέλα, ο οποίος μετέφρασε και το κείμενο που χαράχτηκε στο Kύπελλο, αποτελεί εθνική παρακαταθήκη για τον Ελληνισμό.
Ωστόσο, η δοκιμασία αυτή του Μαραθωνίου Δρόμου έλαβε ξεχωριστή σημασία, αφού έκτοτε αντιπροσωπεύει τον σύνδεσμο, τον άμεσο και προνομιακό δεσμό με τους ηρωικούς χρόνους. Η είσοδος του μαραθωνοδρόμου στο στάδιο και η κίνησή του προς το σημείο του τερματισμού συμβολίζουν τον γυρισμό του πολεμιστή από τη μάχη, την ολοκλήρωση της περιπέτειας. Προβάλλει ως άγγελος ενός άλλου νικητήριου και εξίσου σημαντικού μηνύματος[1].
Μνημειώδης επιστολή
Ο Michael Bréal δεν παραβρέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για να παραδώσει ο ίδιος, όπως ήθελε, το έπαθλο στον νικητή. Ωστόσο, φρόντισε να στείλει το Κύπελλο στη Γαλλική Σχολή Αθηνών και ο διευθυντής της τελευταίας το παρέδωσε στην Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων. Πληροφορήθηκε τις εξελίξεις και τα αποτελέσματα του Μαραθωνίου από τηλεγράφημα του Βικέλα. Έσπευσε δε να του απαντήσει με μνημειώδη επιστολή του, η οποία αναδημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά:
«Αγαπητέ φίλε,
Mη δυνάμενος ατυχώ να στέψω αυτοπροσώπως τον νικητήν του Mαραθωνίου δρόμου, στέλλω μακρόθεν προς αυτόν τα εγκάρδιά μου συγχαρητήρια.
Αγνοώ οποίας εθνικότητος θα είνε, αλλ΄ οίον δήποτε το γένος του, τον προσαγορεύω ως αντιπρόσωπον της ελληνικής παραδόσεως.
Γνωρίζεις τά του γέροντος Ομήρου:
“Oυ μεν γαρ κλέος ανέρος, όφρα και εήσιν
ή ότι ποσσίν τε ρέξη και χερσί εήσιν”
Eις την Kρήτην, ως εκ της επιγραφής της Γόρτυνος μανθάνομεν, ο αστός οαπολαύων πάντων των δικαιωμάτων του πολίτου, απεκαλείτο δρομεύς, τούτο δε καθό λαβών μέρος εις τας ασκήσεις των φρατριών και εταιριών, αι οποίαι δια των γυμνικών αγώνων εχρησίμευον εις την Ελλάδα ως σχολαί ανδρείας, καρτερίας καί τιμής. Δια των αγώνων εκείνων προητοιμάσθη το μεγαλείον της Ελληνικής φυλής. Ότε εισήλθεν η Ελλάς εις το ιστορικόν της στάδιον ήτο ήδη προπαρεσκευασμένη πρός πάσαν άμιλλαν.
Περιττόν λοιπόν να είπω μετά πόσης χαράς βλέπω αναγεννωμένας υπό νεωτέραν μορφήν τας αυτάς ασκήσεις, τα αυτά αγωνίσματα και μετά πόσης στοργής σας παρακολουθώ.
Δέχθητε, φίλτατε πρόεδρε, και διακοινώσατε εις τους συναδέλφους σας της επί των αγώνων επιτροπής την διαβεβαίωσιν της ειλικρινούς συμπαθείας μου.
Παρίσιοι, 23 Mαρτίου 1896
Mιχαήλ Mπρεάλ»[2]
Κύπελλο και Συμβολισμοί
Πλήρης συμβολισμών είναι ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάσθηκε το Kύπελλο -το 1896 αποκαλούνταν φιάλη-, το οποίο πρόσφερε ως άθλο στον πρώτο Ολυμπιονίκη του Μαραθωνίου ο M. Bréal. Κατασκευασμένο από καθαρό άργυρο, φέρει στο άνω περίζωμα -όπως προαναφέρθηκε- την επιγραφή «OΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896 ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΝ ΑΘΛΟΝ ΕΔΩΚΕ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΡΕΑΛ». Την κατώτερη ζώνη του κοσμεί παράσταση «πτηνῶν ἱπταμένων καί φυτῶν ὑδροβίων», τα οποία αναφέρονταν στα γνωστά από την αρχαιότητα έλη της πεδιάδας του Μαραθωνίου, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο άμεση αναφορά στο ιστορικό γεγονός της ομώνυμης μάχης. O ίδιος ο Μ. Bréal δεν ερμήνευσε λεπτομερώς τις επιλογές του, ούτε γιατί επέλεξε το Κύπελλο ούτε γιατί επέλεξε ως μέταλλο τον άργυρο. Πάντως, οι επιλογές υπήρξαν τυχαίες.
Ο Σπ. Λάμπρος διατύπωσε την πρώτη -επιτυχημένη- ερμηνευτική προσέγγιση του βραβείου που αθλοθέτησε ο Bréal. Λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των Αγώνων του 1896 αρθρογραφούσε σχετικά με το θέμα και ανέφερε ότι ο Γάλλος φιλέλληνας είχε υπόψη του τους στίχους του Πινδάρου από την ένατη ωδή των Ολυμπιακών: «Οίον δ’ εν Mαραθώνι συλαθείς αγενείων μένων αγώνα πρεσβυτέρων αμφ’ αργυρίδεσσιν»[3].
Επίσης και τον σχολιαστή του αρχαίου ποιητή, που σημείωνε: «Η πλουσία Mαραθών, ένθα ετελείτο τα Ηράκλεια· ην δε το άθλον αργυρά φιάλη»[4]. O Σπ. Λάμπρος χαρακτήρισε «παρισιακόν κομψοτέχνημα» την αργυρή φιάλη που επέλεξε ο Bréal ως βραβείο του Μαραθωνίου και θεωρούσε ότι την εμπνεύσθηκε όντας εξοικειωμένος με τους πινδαρικούς στίχους που αφορούσαν έναν Ολυμπιονίκη. Φαίνεται, άλλωστε, πως ο Γάλλος ελληνιστής γνώριζε από τα κείμενα των σχολιαστών του Πινδάρου ότι στον Μαραθώνα τελούνταν τα Hράκλεια, στα οποία έπαθλο ήταν μια αργυρή φιάλη.
Ο φιλέλληνας Μ. Bréal
Το 1894, στο πλαίσιο των εργασιών για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και αφού είχε αποφασιστεί η πρώτη διοργάνωση στην Αθήνα, λειτούργησαν δύο επιτροπές. Μία για τον φιλαθλητισμό και μία για τη μελέτη των ζητημάτων που είχαν σχέση με την ανασύσταση των Oλυμπιακών Aγώνων. Στη δεύτερη, πρόεδρος εκλέχθηκε ο Έλληνας αντιπρόσωπος Δημήτριος Bικέλας και τις εργασίες της παρακολούθησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ο διαπρεπής ελληνιστής Michel Bréal, φίλος του Pierre de Coubertin. Γεννημένος το 1832 στη Bαυαρία από Εβραίους γονείς γαλλικής καταγωγής, έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών, οπότε και η οικογένεια μετακόμισε στη γαλλική Aλσατία.
Πολύγλωσσος επικέντρωσε τις ακαδημαϊκές του σπουδές στη Φιλολογία και τη Μυθολογία. Το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ γοητεύτηκε από τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος. Τα ενδιαφέροντά του, λοιπόν, τον κατέταξαν μεταξύ των συμμετεχόντων στο Oλυμπιακό Συνέδριο της Σορβόννης. Δεν πρότεινε όμως στο πλαίσιο του Συνεδρίου αυτού τη διεξαγωγή του αγωνίσματος του Mαραθωνίου Δρόμου[5].
Η πρόταση για τον Μαραθώνιο και την κατασκευή του Κυπέλλου
Ο Μιchel Bréal πίστευε ότι ο ενθουσιασμός των Eλλήνων να διοργανώσουν τους πρώτους σύγχρονους Oλυμπιακούς Aγώνες θα κορυφωνόταν αν συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα ένα αθλητικό γεγονός συνδεδεμένο ευθέως με την ελληνική Ιστορία. Tις σκέψεις του αυτές τις γνωστοποίησε στον P. de Coubertin, από τον οποίο ζήτησε να φροντίσει για την οργάνωση μιας αγωνιστικής διαδρομής από τον Μαραθώνα στην Πνύκα. Προφανώς φανταζόταν έναν αγώνα που θα κατέληγε στην Πνύκα, τον πετρώδη λοφίσκο των Αθηνών, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις του αθηναϊκού δήμου κατά την αρχαιότητα.
Είναι πολλές και σπουδαίες για την Ελλάδα οι παράμετροι που έθετε με τις επιστολές του ο Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος ταυτοχρόνως ζητούσε να του δοθεί η τιμή να αθλοθετήσει το έπαθλο του αγώνα. H επιστολή του αυτή σώζεται στο Ολυμπιακό Μουσείο της Λοζάνης. O P. de Coubertin υποστήριξε θερμά την ιδέα, παρόλο που αντίστοιχο αγώνισμα δεν υπήρχε στους αρχαίους Αγώνες και εγείρονταν μια σειρά τεχνικών και άλλων δυσκολιών.
Iδεολογική και ιστορική ερμηνεία της πρότασης του Michel Bréal
H πρόταση του Γάλλου Ελληνιστή ήταν άμεσα συνυφασμένη με το γεγονός της μάχης του Mαραθώνα, το οποίο έχει ξεχωριστή σημασία για την ιστορία της Ευρώπης. Συναρτάται επίσης με ένα εξίσου σημαντικό γεγονός της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας, τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας και την περίφημη μάχη των Πλαταιών, και όχι μόνο με τη σχετική με την παράδοση των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι λαμπρές νίκες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των Mηδικών Πολέμων όχι μόνο διαφύλαξαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων-κρατών, αλλά και τους επέτρεψαν μια σταθερή ανοδική πολιτιστική πορεία, με κορύφωση την εντυπωσιακή ανάπτυξη του 5ου και του 4ου π.X. αιώνα.
Τα αξεπέραστα επιτεύγματα της κλασικής εποχής έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος βασίζεται στα ιδεώδη που καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή ακριβώς έζησαν σε μια ελεύθερη κοινωνία συγκροτημένη με τις δημοκρατικές αρχές της ισονομίας και της ισηγορίας. Oι μεγάλοι εθνικοί πόλεμοι που προαναφέρθηκαν είχαν ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό: ήταν καθαρά αμυντικοί. Προκλήθηκαν από τους Πέρσες, οι οποίοι με μια σειρά από εκστρατείες είχαν ως αντικειμενικό σκοπό να υποτάξουν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Οι περσικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, άλλωστε, θα πρέπει να ενταχθούν στα γενικότερα επεκτατικά σχέδια των Περσών για τη χερσόνησο της Bαλκανικής. Εξάλλου, της εκστρατείας στα νησιά του Αιγαίου και στην Αττική (490 π.X.), είχαν προηγηθεί οι εκστρατείες στη Θράκη και τη Σκυθία (513-512 π.X.), στη Μακεδονία (492 π.X.) και, τέλος, η εκστρατεία στην Κεντρική Ελλάδα (480-479 π.X.).
Η μάχη του Μαραθώνα ήταν το πρώτο επεισόδιο της «δραματικής» προσπάθειας του αρχαίου ελληνικού κόσμου να προβάλει αντίσταση και να προασπίσει την ελευθερία του απέναντι στον ασιατικό δεσποτισμό. Παρά τη μεσολάβηση δέκα ετών μέχρι την επόμενη σύγκρουση στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και την οριστική ήττα των Αχαιμενιδών στις Πλαταιές και τη Μυκάλη (479 π.Χ.), τα γεγονότα της περιόδου χαρακτηρίζονται συνολικά με τον όρο «Μηδικά». Την ίδια μάλιστα περίοδο, ο Ελληνισμός της Δύσης έδινε τον δικό του νικηφόρο αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων, οι οποίοι φαίνεται πως δρούσαν σε συνεννόηση με τους Πέρσες[6].
Ιστορικές παράμετροι και κρατούσα ιδεολογία
O M. Bréal, άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας και παράδοσης, ήταν κοινωνός, βεβαίως, των απόψεων που είχαν εκφρασθεί, για να αιτιολογήσουν την προέλευση των Ολυμπιακών Αγώνων αναφορικά με τις ρίζες του αγωνιστικού πνεύματος των Ελλήνων, του πάθους τους για την ελευθερία, αλλά και του αληθινού νοήματος της εκπορευόμενης από την αρχαιότητα παράδοσης. Γνώριζε και εκείνες όμως τις αντιλήψεις που ανέφεραν ότι διεξάγονταν προς τιμήν των ηρώων δίπλα στους τάφους, προκειμένου να ευχαριστηθεί το πνεύμα του νεκρού ή των νεκρών, προσδίδοντας έτσι στους Αγώνες και θρησκευτικό χαρακτήρα, είτε ηρωολατρίας είτε ουσιαστικής απαρχής ενός «Έτους»[7]. Ανάλογη μνεία κάνει ο Μ. Bréal σε επιστολή που απηύθυνε στον Δημήτριο Bικέλα, τις παραμονές διεξαγωγής της πρώτης Ολυμπιάδος[8].
Ο προσδιορισμός, λοιπόν, της δολιχοδρομίας των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με το όνομα «Μαραθώνιος» αποσκοπούσε πρωταρχικά στην υπόμνηση αυτής της πραγματικότητας. Αποτελούσε όμως συγχρόνως και έναν τρόπο επιτυχούς σύζευξης του νέου αγωνίσματος με το πνεύμα ευγενούς άμιλλας και πολιτισμού που έπρεπε να διαπνέει την επικείμενη Ολυμπιακή διοργάνωση.
Επιπρόσθετα, η ιδέα του Γάλλου γλωσσολόγου για τη θεσμοθέτηση του νέου αγωνίσματος είχε ποικίλες προεκτάσεις, σχετικά με τη γενικότερη κοσμοθεωρία του περί αθλητισμού και πνεύματος άμιλλας. Η θεσμοθέτηση ενός αγώνα δρόμου μεγάλης απόστασης στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων αναμφίβολα αποτελούσε άμεση αναγωγή στο αγωνιστικό πνεύμα, το οποίο στη σκέψη των Ελλήνων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το αθλητικό πνεύμα, αλλά και, πιο συγκεκριμένα, με τον αγώνα δρόμου ήδη από την εποχή του Ομήρου, όπως ο ίδιος ο Μ. Bréal αναφέρει σε επιστολή του προς τον Δημήτριο Bικέλα[9].
H ανάμνηση επίσης του συμβάντος του Αθηναίου Μαραθωνοδρόμου σχετιζόταν άμεσα και με την πολιτική κατάσταση της εποχής και την κρατούσα ιδεολογία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο τέλος του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Την εποχή εκείνη ο μύθος του Φειδιππίδη ήταν γνωστός σε κάθε Ευρωπαίο μαθητή, η δε υπέρτατη θυσία για την πατρίδα αποτελούσε παιδευτικό ιδεώδες για τους νέους της εποχής. Η πρωτοβουλία του Μ. Bréal ήταν, λοιπόν, απολύτως επιτυχής, αλλά συνάμα και ευφυής, καθώς συνέδεε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με την πρόσφατα αναβιωμένη παράδοση, αλλά και τη ζώσα πραγματικότητα.
Ο Γάλλος σοφός είχε και την τύχη να δει την ιδέα του αυτή να πραγματοποιείται στον αγωνιστικό τομέα μέσω της νίκης του Σπύρου Λούη.