Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένας από τους γνωστούς και ευρείς δρόμους των Αθηνών φέρει δύο ιστορικές ονομασίες: Καλλιρόης και Χαμοστέρνας. Ξεκινά ως Καλλιρρόης από τις παρυφές του Αρδηττού, ακολουθεί με ακρίβεια την διαδρομή του, καλυμμένου πλέον, ομώνυμου πανάρχαιου ρέματος για να φθάσει και να διασχίσει την λεωφόρο Συγγρού και συνεχίζοντας την διαδρομή του, φτάνει έως το ύψος των Πετραλώνων (οδός Θεσσαλονίκης). Από εκεί μετονομάζεται σε Χαμοστέρνας και ο δρόμος συνεχίζει το διάβα του μέχρι να βρει τα «σίδερα», δηλαδή την λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως. Είναι από τις περιπτώσεις που το όνομα ενός δρόμου διατηρεί στην επικαιρότητα πλήθος γνωστών και άγνωστων ιστορικών στοιχείων.
Διότι στην περιοχή αυτή υπήρχε πράγματι η Χάμω Στέρνα, μια ανοικτή υδατοδεξαμενή που βρισκόταν στην περιοχή και δεχόταν νερό από υδραγωγείο του Βουνού. Υπήρχε λοιπόν και βουνό στην περιοχή αυτή, αλλά με το πέρασμα των χρόνων έχασε την ακμή και το ύψος του. Θυσιάστηκαν και ισοπεδώθηκαν τα πάντα για να φιλοξενηθούν κοινωφελείς εγκαταστάσεις (σχολεία, παιδικός σταθμός, ΙΚΑ και πράσινο). Το τοπωνύμιο ωστόσο, έμεινε και αναφέρεται στα συμβόλαια για να ορίζει μεγαλύτερη περιοχή του Ταύρου. Πέραν των Φυλακών Συγγρού που είχαν ανεγερθεί στην περιοχή αυτή και για τις οποίες γράψαμε άλλοτε, η ευρύτερη περιοχή της Χαμοστέρνας άλλαξε όψη. Ήδη, το 1928, κυριαρχούσε η χρήση των σφαγείων που επηρέαζε την εικόνα και τη λειτουργία της.
Παλαιά Σφαγεία
Το τοπωνύμιο «Νέα Σφαγεία» είχε καθιερωθεί στην καθημερινή χρήση. Μία ακόμη λευκή σελίδα στην ιστορία της πρωτεύουσας. Η απαρχή ιδρύσεως σφαγείων στην ελεύθερη Αθήνα ανάγεται στην εποχή της δημαρχίας Δημητρίου Καλλιφρονά. Εκείνος εγκατέστησε το πρώτο υποτυπώδες σφαγείο στην απόμερη περιοχή του Αστεροσκοπείου. Το 1856, επί δημαρχίας Κ. Γαλάτη, η δραστηριότητα μεταφέρεται πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, προς τον αδικοχαμένο λόφο Σικελίας. Εκεί θα παραμείνει μέχρι την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνος, δηλαδή μέχρι τη μεταφορά στα νέα Σφαγεία της οδού Πειραιώς.
Στην περιοχή εγκαθίσταται προσφυγικός συνοικισμός, ο οποίος θα κρατήσει σε χρήση το τοπωνύμιο «Παλαιά Σφαγεία», μέχρι την επίσημη αλλαγή του σε «Σικελία» από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καλλιθέας, στον οποίο υπήχθη η περιοχή. Τα φτωχόσπιτα της συνοικίας, τα οποία ανεγείροντο αυθαιρέτως στις όχθες του ρέματος παρουσίαζαν μια μοναδική ιδιομορφία. Εξαφανίζοντο συχνά, συνήθως χειμώνες, όταν… θύμωνε το ρέμα και ξεχείλιζε, για να κατασκευασθούν εκ νέου υπομονετικά έως την επόμενη καταστροφή!
Νέα Σφαγεία
Η ίδρυσις σύγχρονων Δημοτικών Σφαγείων συζητείτο επί πολλές δεκαετίες αλλά το κόστος ήταν αποτρεπτικό. Επί δημαρχίας Εμμανουήλ Μπενάκη σχεδιάσθηκαν τα πρώτα υπερσύγχρονα σφαγεία πάνω σε γερμανικά πρότυπα. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκε η περιοχή του Ταύρου. Ήταν έρημη, βρισκόταν κοντά στο κέντρο της πόλης και διέθετε τον άξονα της οδού Πειραιώς. Εξάλλου, εκεί το δημόσιο είχε δική του γη. Λόγω οικονομικής στενότητας εγκαταλείφθηκαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τα νέα προσαρμόστηκαν στις οικονομικές δυνατότητες της εποχής. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε από τον Εμμανουήλ Μπενάκη (Μάρτιος 1916) αλλά λόγω των ιδιαίτερων εθνικών και πολεμικών συνθηκών που επικράτησαν το έργο ολοκληρώθηκε από τον δήμαρχο Σπυρίδων Πάτση το 1920.
Η εγκατάσταση περιτειχίστηκε και περιελάμβανε διάφορα οικήματα (διεύθυνσης, εισπράκτορα, αστυκτηνίατρου, αστυνόμου, φύλακα, σταθμού χωροφυλακής), ένα καφενείο και τρία υπόστεγα. Η πρόσοψίς τους σώζεται ακέραια μέχρι σήμερα, δίπλα από το Δημαρχείο Ταύρου. Πάντως, όταν ανεγέρθηκαν, εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες ο πρωτοποριακός κλίβανος, όπου καταστρέφονταν οι υγρές ουσίες και το πλούσιο φρέαρ με το άφθονο νερό και την δεξαμενή του. Παραπλεύρως, και γύρω από τα Δημοτικά Σφαγεία, συγκεντρώθηκαν –όπως ήταν αναμενόμενο– πρόχειρα παραπήγματα και παράγκες που ανήγειραν έμποροι και χρησίμευαν ως αποθήκες ζώων αλλά και ως χώροι κατεργασίας των εντέρων και των δερμάτων των ζώων. Σε μικρά καφενεία σύχναζαν τσέλιγκες και ζωέμποροι, μετρώντας τις χάντρες των κομπολογιών τους. Πωλούσαν, αγόραζαν, συνεννοούνταν με τους κρεοπώλες και κανόνιζαν τις τιμές. Είχε δημιουργηθεί ένα είδος χρηματιστηρίου των ζώων όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και της Αλβανίας και όλων των βαλκανικών χωρών.
Δυσώδη Εντεροκομεία
Μεταξύ των Σφαγείων και των Φυλακών Συγγρού, ανάμεσα στον κάμπο, λειτουργούσαν τέσσερα «εντεροκομεία», τα κοινώς αποκαλούμενα «αντεράδικα». Ιδιοκτήτες οι Π. Λάσκαρης, Κατσιάνος και ο Φέλτμαν (Ρώσοι). Μικρές και άσχημες παράγκες, με πρωτόγονες εγκαταστάσεις. Η βαριά μυρωδιά απλωνόταν σ’ όλη την περιοχή προκαλώντας συχνά διαμαρτυρίες. Η βιομηχανία επεξεργασίας εντέρων στην Ελλάδα αναπτύχθηκε την δεκαετία 1920 και με την εγκατάσταση τριών εργοστασίων στην περιοχή αρκετοί ξένοι αλλαντοποιοί είχαν στρέψει το βλέμμα τους στην Αθήνα. Ήταν τέτοια η παραγωγή ώστε πραγματοποιούνταν και εξαγωγές σε Αμερική, Γερμανία και Τσεχοσλοβακία.
Ο Μιχ. Ροδάς γράφοντας για την κατάσταση που προκαλούσαν τα εντεροκομεία, συμπλήρωνε πως σε αυτήν ερχόταν να προστεθεί και το πέλαγος του ακάθαρτου πολτού, η «βρωμερή λίμνη» που σχημάτιζε η πάλαι ποτέ ακμάζουσα στέρνα, η «χάμω στέρνα»! Εκεί έβρισκαν να αδειάζουν τα βυτία τους οι επιχειρηματίες εκκενώσεως των βόθρων. Στη θέση «Χαμοστέρνα» λοιπόν, στο παλαιό τουρκικό υδραγωγείο, πίσω ακριβώς από τις Φυλακές Συγγρού έδιναν το ραντεβού τους ο δάγκειος, ο τύφος και κάθε ασθένεια που ξεκινούσε από εκεί για να απλωθεί στην πόλη. Το σκηνικό αυτό, σε συνδυασμό με την χρήση των φυλακών και τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, καθόριζαν και τη φυσιογνωμία της κατά τα προπολεμικά χρόνια.
Αρχειομαρξιστές και «Μις Σφαγεία»!
Τα Σφαγεία στην περιοχή του Ταύρου αποτελούσαν προπολεμικά το… θέατρο όπου λάμβαναν χώρα περίεργες σκηνές. Εκεί είχαν αποφασίσει να εγκαταστήσουν και το δικό τους «σχολείο» οι εξτρεμιστές αρχειομαρξιστές. Έχοντας ως πρότυπο αρχικώς τον ρωσικό μπολσεβικισμό, η οργάνωση αυτή ταυτίστηκε επί πολλά χρόνια με τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, πατέρα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου εκ των ηγετικών στελεχών της δολοφονικής οργανώσεως οργανώσεως «17 Νοέμβρη». Σε μια παράγκα της περιοχής των Σφαγείων είχαν εγκαταστήσει τη «γιάφκα» τους οι αρχειομαρξιστές, οι οποίοι φρόντιζαν να μυήσουν στην οργάνωση αμούστακούς και φτωχούς νέους μαθητές και εργάτες και στην συνέχεια να τους ποτίσουν με μίσος για το αστικό καθεστώς. Αλλά τότε η Ασφάλεια δεν αστειευόταν. Ήταν το 1925 όταν με επιχείρηση αστραπή συνέλαβαν τους πρωτεργάτες, οι οποίοι δικάσθηκαν αυθημερόν και μοιράσθηκαν ποινές φυλακίσεως και εκτοπίσεις. Εκείνο το πλήγμα ήταν καίριο για την οργάνωση των αρχειομαρξιστών.
Αλλά οι σκηνές στα Σφαγεία ήταν συνεχείς. Την περιοχή προτιμούσαν και οι πάσης φύσεως απεργοί για να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους, υποστηριζόμενοι από τους εκδοροσφαγείς. Οπότε, συχνά ήταν τα επεισόδια με την Αστυνομία, οι άνδρες της οποίας πυροβολούσαν στον αέρα όταν οι απεργοί τους λιθοβολούσαν ταμπουρωμένοι στα καφενεία της περιοχής. Σχεδόν καθημερινά το αστυνομικό δελτίο περιείχε ειδήσεις από την περιοχή των σφαγείων για εγκλήματα τιμής, συρράξεις παρανόμων, φόνους, μαχαιρώματα και τραυματισμούς. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην ίδια περιοχή εγκαταστάθηκε και μεγάλος αριθμός προσφύγων καταλαμβάνοντας δημοτικά οικόπεδα. Η παρουσία τους έδωσε μια διαφορετική νότα στην κοινωνική σύνθεση, ενώ από το 1932 εκλεγόταν και η «μις Σφαγεία»!