Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το 1955 στο θέατρο Κυβέλης ανέβαινε η επιθεώρηση «Ομόνοια πλας», χαρακτηρίζοντας μια ολόκληρη εποχή και απεικονίζοντας την άλλη Αθήνα. «Σαν την Πλας Πιγκάλ από χρόνια / μια πλατεία πολύ κεντρική, / στην Αθήνα μας είν’ η Ομόνοια / πουν’ η φήμη της ιστορική». Η Ρένα Βλαχοπούλου πλημμύριζε αγαλλίαση και κέφι τις ψυχές των θεατών. Στο φινάλε της επιθεωρήσεως που εκτυλισσόταν στην πλατεία Ομονοίας, με το ανάλογο σκηνικό, όλος ο θίασος εμφανιζόταν στην σκηνή ενσαρκώνοντας τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο τραγούδι. Μαρίκα Κρεββατά, Σπεράντζα Βρανά, Πόπη Αλβα, Σοφία Βερώνη, Λιάνα Ορφανού, Κώστας Χατζηχρήστος, Κούλης Στολίγκας και το χορευτικό ζευγάρι Γιάννης Φλερύ και Λίντα Άλμα.
Η πλατεία Ομονοίας της επιθεώρησης ήταν όπως είχε διαμορφωθεί από το 1930, όταν δέχθηκε στα σπλάχνα της τον σταθμό του ηλεκτρικού. Ο πάντα γλαφυρός Τσιφόρος έγραψε πως ύστερα δέχτηκε τις μάλλον αντιαισθητικές και κακότυχες Μούσες αλλά πιο ύστερα έστρωσε σε μορφή και φιλοξένησε τα λουλούδια και τους απροσγείωτους επαρχιώτες. Ο πολύτιμος αθηναιογράφος Κώστας Χατζιώτης, στο εξαίρετο πόνημά του «Πλατεία Ομονοίας»[1], μας ενημερώνει ότι η δεκαετία του ’50 τη βρήκε να ασφυκτιά από τις αναρίθμητες αφετηρίες λεωφορείων και τραμ.
Την πλατεία αυτή περιγράφει το «Ομόνοια πλας», «μια πλατεία παλιά όλο χάρη, / όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς τα εκεί, / και μαζεύονται κι οι φαντάροι / το απόγευμα την Κυριακή». Η επιτυχία λανθασμένα αποδίδεται στην τριάδα των σπουδαίων συγγραφέων Γιώργου Ασημακόπουλου, Βασίλη Σπυρόπουλου και Παναγιώτη Παπαδούκα οι οποίοι είχαν γράψει την επιτυχία της προηγούμενης χρονιάς «Το τραγούδι της Αθήνας» (1954)[2]. Την επιθεώρηση «Ομόνοια πλας» και τη ρεβύ της που παρουσιάστηκαν το 1955, έγραψε μια άλλη, εξίσου σπουδαία τριάδα, οι Ναπολέων Ελευθερίου, Κώστας Νικολαΐδης και Ηλίας Λυμπερόπουλος, ενώ τη μουσική συνέθεσε ο Μενέλαος Θεοφανίδης.
Αποτέλεσε δε, το «Ομόνοια πλας», το κύκνειο άσμα της πλατείας που χανόταν. Τον επόμενο χρόνο (1956), ο υπουργός Δημοσίων Έργων Γεώργιος Ράλλης, έχοντας στο πλάι του πολλούς νέους τεχνικούς, ανακοίνωνε πως το κέντρο της πρωτεύουσας θα έπαυε πλέον να παρουσιάζει όψη επαρχιακής πόλης. Στο επίκεντρο των αλλαγών βρισκόταν η πλατεία Ομονοίας, η οποία σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργού θα έπαιρνε «εντελώς κυκλική μορφή». «Και τ’ ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία, / τριάντα περίπτερα πλάι, / κι από κάτω μετρό που περνάει», τραγουδούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά τα ανθοπωλεία με τις αλλαγές μετακόμιζαν πλέον στην πλατεία Κοτζιά και τα περίπτερα ξηλώθηκαν[3].
Οι τροποποιήσεις αποτέλεσαν για τους Αθηναίους μια κοσμογονία και κατακρίθηκαν με σφοδρότητα. Ο Τσιφόρος έγραψε πως «τώρα πια είναι μια πλατεία όπως όλες οι πλατείες που πρέπει να την περνάμε βιαστικοί, χωρίς το δικαίωμα να χαζεύουμε στα πεζοδρόμιά της» και ότι «θα βλαστημάνε όσοι υποχρεώνονται ν’ ανεβοκατεβαίνουν στα σκαλοπάτια των υπογείων της διαβάσεων». Και ο Κ. Χατζιώτης, πιο εμβριθής και εύστοχος επικέντρωσε στην άμετρη και αλόγιστη ανοικοδόμηση που αλλοίωσε τον ορίζοντα με τα πολυώροφα οικοδομικά μεγαθήρια.
Όσο για το «Ομόνοια πλας», γνώρισε μεγάλες δόξες και επιτυχημένες διασκευές. Μία εξ αυτών γνωρίσαμε το 1988-89 στο θέατρο Καλουτά και στην επιθεώρηση «Οι τελευταίοι ΠΑΣΟΚάτορες» του Γιώργου Κωνσταντίνου. Η Ρένα Βλαχοπούλου, 33 χρόνια αργότερα, παρουσίαζε τη νέα εικόνα της πλατείας: «Σε κάθε γωνία επτά καφενεία / γεμάτη η πλατεία αλητεία / τραβεστί, τεμπελιά κι ανεργία»[4]! Αλλά και τον Ιούνιο 2006, στο Ηρώδειο, η Λίνα Νικολακοπούλου θα σχολιάσει εμμέτρως και η Χάρις Αλεξίου θα τραγουδήσει «Πάει έφυγε και του Μπακάκου. / Μην κοιτάς μπας και σου ‘ρθει νταμπλάς / Να η Ομόνοια Πλας»!