Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τον ζωγράφισαν οι σπουδαιότεροι Έλληνες ζωγράφοι, όπως οι Νικόλαος Γύζης, Γιώργος Ιακωβίδης και Νικηφόρος Λύτρας, ο περίφημος Ι. Βιτσάρης έφτιαξε την προτομή του, ενώ οι σημαντικότεροι στιχοπλόκοι ασχολήθηκαν με την αφεντιά του. Τα έργα που τον απεικονίζουν κοστίζουν πολλές δεκάδες χιλιάδες ευρώ στις διεθνείς αγορές τέχνης, αλλά κανείς δεν δημοσίευσε επαρκή βιογραφικά στοιχεία για τον «Χρήστο τον Αράπη». Και όμως είχε βαφτιστεί χριστιανός ορθόδοξος, το ονοματεπώνυμό του ήταν Χρήστος Μοναστηριώτης, ήταν γεννημένος το 1826, είχε αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια και ήταν δημότης Αθηναίων. Ήταν κατάμαυρος και καλοκάγαθος. Παιδί ακόμη ξέπεσε, με άγνωστο τρόπο, στην Αττική γη, μόνος και μαύρος μεταξύ λευκών.
Χωρίς κανέναν συγγενή, παντέρημος, όταν τον κορόιδευαν, τον κυνηγούσαν ή τον χτυπούσαν φώναζε ότι ήταν «ελεύθερο Έλληνος» και ψήφιζε, οπότε κανείς δεν είχε δικαίωμα να τον πειράζει. Είχε πλήρως εγκλιματιστεί στην ελληνική πραγματικότητα, χρησιμοποιούσε συχνά το σύνθημα «λευτερία – κλεφτερία», υπονοώντας με τις κατάλληλες χειρονομίες χρηματικές καταχρήσεις. Ζούσε πλανόδιος και άστεγος, για μικρά χρονικά διαστήματα είχε προσληφθεί από το δημόσιο στο Λοιμοκαθαρτήριο και γνώριζε τους Αθηναίους έναν – έναν ονομαστικά. Πήγαινε ανθοδέσμες σε γάμους και γιορτές, εισπράττοντας φιλοδωρήματα, ενώ λόγω του χρώματός του υπήρξε ιδανικό μοντέλο και ποζάριζε για γλύπτες και ζωγράφους. Φιλούσε τα μικρά παιδιά, μετά από προτροπή των προληπτικών μητέρων τους, για να μη ματιάζονται, ενώ τα νήπια τρόμαζαν με την όψη και το χαμόγελό του όταν τον συναντούσαν στη δενδροστοιχία της λεωφόρου Αμαλίας.
Εξασφάλιζε τα προς το ζην κάνοντας θελήματα. Δεν είχε εχθρούς, μισούσε όμως με πάθος μόνον τους Άγγλους και την Αγγλία. Το μίσος του οφειλόταν στο γεγονός ότι Άγγλοι τον είχαν δείρει ανηλεώς το 1854, όταν πιάστηκε στα πράσα -παρά την απαγόρευση- να προμηθεύει συμπατριώτες του στρατιώτες με κονιάκ και ούζο Τυρνάβου. Διατηρούσε ωστόσο τις σχέσεις του με την πρεσβεία, όπως με όλες τις διπλωματικές αποστολές στην Αθήνα. Γνώριζε τις εθνικές γιορτές κάθε κράτους και «Η Αυτού Εξοχότης Χρήστος ο Αράπης» φρόντιζε για τις σχετικές ευχές, αναμένοντας βεβαίως ως αντάλλαγμα το σχετικό χαρτζιλίκι.
Την πιο σημαντική ίσως προσωπογραφία του φιλοτέχνησε ο Νικόλαος Γύζης, αποσπώντας και χρυσό βραβείο δευτέρας τάξεως στην «Έκθεση Τέχνης και Βιομηχανίας» που πραγματοποιήθηκε το 1876, στο περίφημο Glas Palast του Μονάχου. Ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων στο Μόναχο, περιγράφοντας το έργο, σημείωνε πως ο Χρήστος εμφανιζόταν να «γελά με το σύνηθες αυτώ βλακώδες εκείνο γέλοιον, ένεκα του οποίου υπανοιγόμενον το στόμα αφήνει να βλέπηται η άτακτος και τήδε κακείσε κενή σειρά των υπολεύκων αυτού οδόντων»!
Η τέχνη ανακατευόταν με τη γραφικότητα παρουσιάζοντας κείμενα απολαυστικά, όπως ότι «οι οφθαλμοί αυτού είναι εκφραστικοί, χωρίς να εκφράζωσι τι, σε ατενίζουσιν ασκαρδαμυκτί, τα δε χείλη αυτού νομίζεις, ότι ψυθυρίζουν ακόμη την φράσιν “Αφέντη ένα δεκάρα δώσεις”»!
Εν πάση περιπτώσει, το έργο αυτό έφτασε στα χέρια Έλληνα συλλέκτη, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, έναντι του ποσού των 127.000 ευρώ.
Μια ζωή μέσα στους δρόμους
Όσο για τον «Χρήστο τον Αράπη» πέρασε όλη τη ζωή του στους δρόμους των Αθηνών και του Πειραιώς, δεν μίλησε ποτέ σωστά τα ελληνικά, είχε αδυναμία στις όμορφες υπάρξεις και πλήθος θρύλων συνόδευσαν τον θάνατό του. Έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιουλίου 1886 «εξ οξέος εντερικού κατάρρου» και σε ηλικία 60 ετών, όπως ανέφερε η επίσημη ιατρική πράξη. Άφησε την τελευταία πνοή του στο δημοτικό νοσοκομείο Αθηνών, το οποίο ελλείψει συγγενών και λόγω απορίας ανέλαβε και τα έξοδα της κηδείας του.