Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τη θαυματουργό εικόνα της Θεοτόκου, γνωστή με το θρυλικό όνομα «Άξιον Εστί», υποδέχεται η πρωτεύουσα. Το σπάνιο αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας, που φυλάσσεται στον ναό του Πρωτάτου των Καρυών, συνοδεύεται από αντιπροσωπεία μοναχών του και θα παραμείνει προς προσκύνηση των πιστών στη Μητρόπολη των Αθηνών από την 3η έως τη 15η Μαΐου. Η εικόνα σπάνια εξέρχεται από τον Άθω και μόνο σε μερικές περιπτώσεις. Για πρώτη φορά βρέθηκε μακριά από το ασκητικό περιβάλλον της θεόπνευστης ευσέβειας τον Απρίλιο του 1963, όταν εορταζόταν η πρώτη χιλιετία του Αγίου Όρους.
Περιγραφή εικόνας
Η ασημοποικιλμένη εικόνα παριστάνει την Παναγία κρατούσα το Θείον Βρέφος. Στο πλαίσιό της υπάρχουν ανάγλυφες στο ασήμι οι σφραγίδες των είκοσι μοναστηριών του Αγίου Όρους, διότι η Παναγία θεωρείται προστάτης όλης της ασκητικής ζωής του Άθω. Επρόκειτο για μια παλιά εικόνα ιστορημένη με τη βυζαντινή παράδοση των μοναχών.
Οι αιώνες, που μαύρισαν το ξύλο της, δεν έσβησαν τη λαμπρότητα των χρωμάτων και την κατανυκτική έκφραση της μορφής. Τα πολύτιμα πετράδια, που πρόσθεσαν οι πιστοί, προσδίδουν μια υπερκόσμια λάμψη στο κειμήλιο.[1] Θαυματουργές εικόνες υπάρχουν πολλές στο Άγιον Όρος, αλλά οι περισσότερες είναι εικόνες της ενθρόνου βρεφοκρατούσας Θεοτόκου, η οποία ως «Κυρία του Όρους» τιμάται κατ’ εξοχή στον Άθω.
Η ιδιαίτερη λατρεία των Αγιορειτών μοναχών προς την Παναγία οφειλόταν στο γεγονός ότι Εκείνη υποσχέθηκε σε όσους θα μόναζαν στο Όρος τα ακόλουθα: «Προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς… Συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».
Μυριάδες κόσμου
Η περίφημη όμως αυτή εικόνα είναι κοινή εφέστιος εικόνα ολόκληρου του Άθω και ένα από τα ανεκτίμητα αριστουργήματα τέχνης τα οποία απαυγάζουν από τα βάθη των αιώνων το ανέσπερο φως της πίστεώς μας. Αναγόμενη στον 10ο αιώνα, η παράδοση και η ιστορία της ήταν συνδεδεμένη με τον πασίγνωστο και ωραιότατο ύμνο της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος αρχίζει με το «Άξιον Εστί», όπως μας πληροφορεί με ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό της η «Εστία» το οποίο δημοσιεύθηκε την 22 Απριλίου 1963.
Άξιο μνείας είναι, επίσης, ότι ενώπιον του θαυματουργού αυτού κειμηλίου υπεγράφη το 1913 από την εκτάκτως συνελθούσα γενική συνέλευση του Αγιωνύμου Όρους η ένωση με την Ελλάδα[2]. Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, η μεταφορά της αγίας εικόνας το 1963 στην Αθήνα προσέλαβε μεγαλοπρέπεια ανάλογη με τους βυζαντινούς θρησκευτικούς εορτασμούς. Οι εκπρόσωποι του Αγίου Όρους, οι ηγούμενοι των είκοσι μονών του, που επί χρόνια τηρούσαν αλώβητο τον Κανόνα της Ορθοδοξίας, καθώς και ο «πρωτοεπιστάτης» της μοναστικής πολιτείας εγκατέλειψαν τον Άθω και ήλθαν στον «κόσμο» κομίζοντας το ιερό κειμήλιο.
Ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός. Χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στους δρόμους από όπου πέρασε η ιερά πομπή και ψάλλοντας ύμνους υποδέχθηκαν με συγκίνηση την εικόνα[3]. Άλλωστε από πάντα ο βαθύτατα θρησκευόμενος ελληνικός λαός τιμούσε τη μητέρα του Λυτρωτή, την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον βίο του, όχι μόνο τον ιδιωτικό, αλλά και τον εθνικό. Ανάμεσα σε αυτούς που έσπευσαν να προσκυνήσουν γονυπετείς τη θεομητορική εικόνα, που τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου, παραπλεύρως της Μητρόπολης, ήταν και ο βασιλιάς Παύλος.[4]