H θεατροδέσποινα Άννα Συνοδινού

Ίδρυσε το «Θέατρον Λυκαβηττού»

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Επιβλητική παρουσία, χαρισματική προσωπικότητα, λόγος όμορφος αυστηρός και προσεγμένος, ευγενική, χαμογελαστή και ευχάριστη φυσιογνωμία με διάχυτη αρχοντιά. Αυτά ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της Άννας Συνοδινού, της Κυρίας του Θεάτρου και της Πολιτικής που έφυγε από τη ζωή στις 7 Ιανουαρίου 2016. Η κορυφαία δραματική ηθοποιός προσέφερε τα μέγιστα στην ερμηνεία της αρχαίας τραγωδίας και στα πολιτικά ήθη της μεταπολίτευσης.

Πρώτη εμφάνιση

Γεννήθηκε στο Λουτράκι το 1927. Ο πατέρας της, ο Ιωάννης Συνοδινός, καταγόταν από την Αμοργό και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 14 ετών, το 1899. Παντρεύτηκε την Ιταλίδα Ιωάννα Λουίζο Πιστόνο και κατοίκησαν στην οδό Αγχέσμου, όπως ήταν η προηγούμενη ονομασία της οδού Βουκουρεστίου, στο σπίτι της βαρόνης Ράινεκ. Ασχολούνταν με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και απόκτησαν οκτώ παιδιά.

Η Άννα Συνοδινού εισήλθε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 20 ετών, το 1947. Θα αποφοιτήσει τρία χρόνια αργότερα, έχοντας ενστερνιστεί τις ελληνικές Αρχές της υποκριτικής τέχνης, όπως τις δίδασκαν οι Δημήτριος Ροντήρης και Άγγελος Τερζάκης. Το 1950 θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου Κοτοπούλη, πλάι στον Ντίνο Ηλιόπουλο στο έργο «Τα παιδιά του Εδουάρδου».

Ασυμβίβαστη

Στην αρχή διακρίθηκε σε χαρακτήρες ενζενί και νέας σουμπρέτας, μέχρι το καλοκαίρι του 1955, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Επίδαυρο, ενσαρκώνοντας την Πολυξένη δίπλα στην Κατίνα Παξινού, τον Θάνο Κωστόπουλο και τον Αλέξη Μινωτή. Το 1956 θα παντρευτεί τον πιστό σύντροφο της ζωής της, καπνέμπορο και πρωταθλητή Γιώργο Μαρινάκη. Από την ίδια χρονιά και για μία ολόκληρη 9ετία (1956-1964) πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο.

Ερμήνευσε δεκάδες ρόλους του αρχαίου και νεότερου κλασικού ρεπερτορίου. Ασυμβίβαστη και δυναμική παραιτήθηκε ξαφνικά το καλοκαίρι του 1964 από το Εθνικό Θέατρο διαφωνώντας με τη νέα διοίκησή του. Παρά το γεγονός ότι παρενέβη ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος την κάλεσε στο Καστρί, η Άννα Συνοδινού δεν επέστρεψε. Προτίμησε να ξεδιπλώσει το δικό της όνειρο που ήταν η εξασφάλιση μιας «θεατρικής κόγχης» στην περιοχή της πρωτεύουσας.

«Ελληνική Σκηνή»

Εξασφάλισε την παραχώρηση για μία 20ετία του νταμαριού του Λυκαβηττού, φιλοδοξώντας να το μετατρέψει σε ότι πιο σύγχρονο και τελειότερο θα διέθετε η χώρα μας. Ο ΕΟΤ αναλάμβανε να ανεγείρει το θέατρο και η Άννα Συνοδινού που θα το χρησιμοποιούσε, αναλάμβανε να εξοφλήσει τη δαπάνη με τον αναλογούντα τόκο. Δεν έδωσε το όνομά της στο θέατρο, αλλά προτίμησε την επωνυμία «Θέατρον Λυκαβηττού» το δε καλλιτεχνικό της συγκρότημα ονόμασε «Ελληνική Σκηνή».

«Σκοπός της δημιουργίας του συγκροτήματος αυτού είναι να υπηρετήσει ότι είναι ελληνικό», δήλωνε η μεγάλη πρωταγωνίστρια. Τη μελέτη του θεάτρου, χωρητικότητας 3.000 θέσεων και του έργου γενικότερα ανέλαβαν ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος και ο πολιτικός μηχανικός και μεταπολιτευτικά αντιδήμαρχος Αθηναίων Ηλίας Σκαλαίος. Η μελέτη τους θεωρήθηκε πρότυπη και ευρηματική και δημοσιεύθηκε σε πλήθος ειδικών βιβλίων του θεάτρου και της αρχιτεκτονικής.

Αντιδράσεις

Μεταξύ των άλλων συμφωνιών που προέβλεπε η σύμβαση, την οποία υπέγραψε η Άννα Συνοδινού, ήταν ότι αποδεσμευόταν από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει εάν ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, μετά πάροδο πενταετίας, δεν μονιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις του θεάτρου. Όπως συνήθως, η διαδρομή που ακολούθησε η Άννα Συνοδινού δεν ήταν στρωμένη με δάφνες. Δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις, κυρίως από ανθρώπους του θεάτρου, που έκαναν λόγο για μεροληπτική και σκανδαλώδη μεταχείρισή της. Ακόμη περισσότερο διότι τόσο ο θίασος όσο και παραστάσεις της συμπεριλήφθηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Ωστόσο η ατσαλένια θέλησή της δεν υπέκυψε στις δυσκολίες. Η Άννα Συνοδινού με τον θίασό της εμφανίσθηκαν στο θέατρο Λυκαβηττού τη θερινή περίοδο 1965 και 1966. Εντωμεταξύ το θέατρο χρησιμοποιούνταν και για πρόβες των διαφόρων συγκροτημάτων που πραγματοποιούσαν εμφανίσεις στο Ηρώδειο. Πρώτη παράσταση που ανέβηκε στο θέατρο ήταν η Αντιγόνη του Σοφοκλέους, σε μετάφραση των Γιάννη Ρίτσου και Τάσου Λιγνάδη, σκηνοθεσία Γ. Σεβαστίκογλου, σκηνικά και κοστούμια του Α. Τάσσου, μουσική Γ. Σισιλιάνου και χορογραφία της Ε. Μίληση. Η δεύτερη παράσταση που ανέβηκε, πάντα με την «Ελληνική σκηνή» της Άννας Συνοδινού, ήταν οι «Εκκλησιάζουσες», με την πρωταγωνίστρια να υποδύεται τον ρόλο της Πραξαγόρας.

Παραστάσεις και συναυλίες

Ταυτοχρόνως με τη χρήση του θεάτρου από την Άννα Συνοδινού και με τη δική της συναίνεση  δόθηκαν και παραστάσεις που δεν καταγράφονται από τους μελετητές. Όπως μία παράσταση που έδωσε τον Αύγουστο 1965 ο Ελληνικός Οργανισμός Ορχηστρικής Εκπαιδεύσεως με τη χορογραφική σύνθεση «Όρχηση». Είχε προηγηθεί επιτυχής παρουσίαση στη Γενεύη στο πλαίσιο Συνεδρίου για την εκατονταετηρίδα του Ελβετού συνθέτη, μουσικού και εκπαιδευτικού Εμίλ Ζακ Νταλκρόζ (1865-1950). Το θέμα ήταν της Κούλας Πράτσικα, η χορογραφία της Ζουζούς Νικολούδη, η μουσική του Νικηφόρου Ρώτα και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.

Από τα αξιοσημείωτα επίσης γεγονότα που παραλείπονται είναι ότι τέλη Αυγούστου 1966, στο θέατρο Λυκαβηττού οργανώθηκε και η «Α’ Εβδομάδα Λαϊκής Μουσικής». Δόθηκαν επτά συναυλίες που καθιέρωσαν τον χώρο στην συνείδηση του κοινού. Ένδεκα ερμηνευτές παρουσίασαν στο κοινό 160  τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολου Καλδάρα, Γιώργου Μητσάκη, Σταύρου Ξαρχάκου κ.ά. Μεταξύ των λαϊκών ερμηνευτών συναντάμε τους Γρηγόρη Μπιθικώτση. Γιάννη Πουλόπουλο, Μπάμπη Τσετίνη, Δημήτρη Μητροπάνο, Μαρινέλλα, Ελένη Ροδά κ.ά. Την πρώτη συναυλία διηύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ήθος

Διαφωνώντας με το στρατιωτικό καθεστώς, σταμάτησε τις παραστάσεις στον Λυκαβηττό στα τέλη 1967. Η τελευταία της παράσταση ήταν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους. Το 1970 ανταποκρίθηκε σε αίτημα του ΕΟΤ και παρέδωσε το θέατρο. Λανθασμένα αναφέρεται συνήθως ότι εκείνο το έτος πυρκαγιά έπληξε τις εξέδρες του θεάτρου. Αυτό συνέβη τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο 1974.

Εν τω μεταξύ δόθηκαν αρκετές παραστάσεις το 1967, ενώ το 1972 η Άννα Συνοδινού εμφανίστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού ερμηνεύοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με τους Θ. Κωτσόπουλο και Αλ. Αλεξανδράκη. Έως το 1974 θα πραγματοποιήσει σπουδαίες εμφανίσεις ενώ στη μεταπολίτευση θα ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική. Εκλεγόταν βουλευτής Αθηνών διαρκώς από το 1974 έως το 1990, όταν παραιτήθηκε διαφωνώντας με τον ξεπεσμό των κοινοβουλευτικών ηθών.

Αφορμής δοθείσης από πανό που σήκωσε η βουλευτής Μαρίνα Δίζη εντός του κοινοβουλίου, αποχώρησε διά παντός από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικής Προνοίας και δημοτική σύμβουλος επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ. Αφοσιώθηκε δε στην ανακούφιση γερόντων, αναπήρων και φτωχών. Στη Βουλή υπερασπίστηκε με ζήλο θέματα γλώσσας, καλλιτεχνικής παιδείας και πολιτισμού. Το 1987 επανεμφανίστηκε στην Επίδαυρο στην τραγωδία του Ευριπίδη, Εκάβη με σκηνοθέτη τον Αλ. Σολομό. Τιμήθηκε με σημαντικές ελληνικές και ξένες διακρίσεις και υπήρξε ευεργέτης του Συλλόγου των Αθηναίων.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», 23 Απριλίου 2020.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«ΑΘΗΝΑΙΟΝ»: Η γοητευτική ιστορία του ιστορικού θεάτρου που κατεδαφίζεται

ΘΕΑΤΡΟ

Μεταβείτε στο άρθρο: «ΑΘΗΝΑΙΟΝ»: Η γοητευτική ιστορία του ιστορικού θεάτρου που κατεδαφίζεται

Από την Εσμέ Χανούμ στη γέννηση του Κινηματοθεάτρου «ΑΤΤΙΚΟΝ»

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Από την Εσμέ Χανούμ στη γέννηση του Κινηματοθεάτρου «ΑΤΤΙΚΟΝ»