Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από την εποχή της ανέγερσης του Ζαππείου Μεγάρου, ήταν έκδηλη η ανάγκη για εμπλουτισμό του κήπου και των ελεύθερων χώρων με γλυπτά μνημειακών διαστάσεων, όπως ανδριάντες, προτομές, διακοσμητικές μορφές και δευτερεύουσες μαρμάρινες συνθέσεις[1]. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα σύνολο που αφορά στη νεότερη γλυπτική τέχνη και αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, το οποίο διαφυλάχθηκε με επιμέλεια από την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων. Ιδιαίτερα επιτυχής υπήρξε η διαχρονική χωροθέτηση των γλυπτών, γεγονός που συνέβαλε αφενός στην ανάδειξή τους και αφετέρου στην αποφυγή βανδαλισμών. Παρά το γεγονός ότι οι κήποι του Ζαππείου λειτουργούν και ως υπαίθρια γλυπτοθήκη, σειρά ανακριβειών μεταφέρονται επί δεκαετίες και από δημοσίευμα σε δημοσίευμα για τους χρόνους δημιουργίας και τοποθέτησης των διάφορων γλυπτών στην περιοχή του Ζαππείου, γεγονός το οποίο μάλλον οφείλεται στις δυσπρόσιτες πηγές.
Είναι μακρά η ιστορία των γλυπτών που φιλοξενούνται στην όμορφη και εμβληματική αυτή περιοχή των Αθηνών. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στις περιπέτειες του «Μικρού Ψαρρά», του γλυπτού που βρίσκεται τοποθετημένο σε γωνιακό σημείο ανάμεσα στον Εθνικό Κήπο και τη ΝΔ γωνία του Ζαππείου Μεγάρου. Για τον καλύτερο συμβολισμό του έργου ακριβώς μπροστά του έχει δημιουργηθεί μικρό σιντριβάνι. Έχει κι αυτό την δική του διαδρομή στο χρόνο και είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο αφού πρόκειται για αντίγραφο του πρωτοτύπου! Η αρχική διακοσμητική σύνθεση, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον Δ. Φιλιππότη το 1874, εκτέθηκε στα Ολύμπια του επομένου έτους (1875). Ίσως, πρόθεση του καλλιτέχνη μέσω της συμμετοχής του με το συγκεκριμένο γλυπτό στα Ολύμπια εκείνης της χρονιάς, να ήταν κάποια γνωριμία του με τα μέλη της Επιτροπής και η γνωστοποίηση του ονόματός του στους καλλιτεχνικούς κύκλους του καιρού του. Εξάλλου, τον Ιούλιο 1875 ο Φιλιππότης και ο Βιδάλης έκαναν αίτηση προς την Επιτροπή, για να αναλάβουν τη φιλοτέχνηση έργων γλυπτικής.
Μέχρι τώρα πιστευόταν πως ο «Μικρός Ψαρράς» είχε αγοραστεί από τον Βασιλιά Γεώργιο το 1875 όταν επισκέφτηκε την Έκθεση των Ολυμπίων. Στην πραγματικότητα το γλυπτό είχε αγοραστεί από τον Ζακ Νεγρεπόντη και είχε μεταφερθεί στο Παρίσι. Όταν απεβίωσε ο Νεγρεπόντης, οι κληρονόμοι του αποφάσισαν να το πωλήσουν, οπότε παρενέβη ο γλύπτης Κώστας Δημητριάδης, ο οποίος φρόντισε να αγοραστεί από το Δημόσιο και να καταλήξει, ως δώρο, στο βασιλικό Τατόι[2]. Το 1928, η σύνθεση «Ο Μικρός Ψαράς», που βρισκόταν πλέον στο Τατόι, παραχωρήθηκε από την Αεροπορική Άμυνα, για να τοποθετηθεί στον Κήπο του Ζαππείου[3].
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια και αφού ο «Μικρός Ψαράς» είχε δεχτεί πλήθος βανδαλισμών, τα οποία καυτηρίαζε και ο Τύπος[4], προέκυψε ζήτημα επιστροφής του γλυπτού στον ιδιοκτήτη του, δηλαδή στον βασιλιά. Οι συζητήσεις φούντωσαν και οι διαμαρτυρίες για την κακομεταχείριση του γλυπτού το έφεραν ακόμη και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Μέχρι και καλάμι φέρεται ότι προσέθεσαν στο χέρι του άμοιρου μικρού ψαρά! Δημοσιογράφοι, τεχνοκριτικοί, γλύπτες, εκπρόσωποι του Ζαππείου έγραφαν τις απόψεις τους για το έργο, την θέση και τους βανδαλισμούς. Ακόμη και διάλεξη έδωσε στον «Παρνασσό» ο γλύπτης Θωμόπουλος κάνοντας λόγο ακόμη και για «σκάνδαλο». Φαίνεται λοιπόν πως η Επιτροπή Ολυμπίων βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.
Προκειμένου να αποφύγει δυσμενή σχόλια, αποφάσισε να παραγγείλει αντίγραφο, έναντι αμοιβής που θα καταβαλλόταν από το Υπουργείο Οικονομικών. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής και κατέληξε στον συνεργάτη του Φιλιππότη, Ιωάννη Κουλούρη, που είχε και το αρχικό πρόπλασμα[5]. Τελικά, το αντίγραφο έγινε από τον αντιγραφέα μαρμαρογλύπτη Ελ. Πανούση, ο οποίος εργάστηκε με μάρμαρο Πεντέλης από τα λατομεία του Κοκκιναρά[6]. Το αντίγραφο παρελήφθη και τοποθετήθηκε το 1962[7] και για την ιστορία της Τέχνης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι λεπτομέρειες που σχετίζονται με την διακίνηση και τοποθέτηση των γλυπτών στην πόλη, τις συζητήσεις για τα ποσά και τα υλικά κ.ά.
Ως προς την τεχνοτροπία του, το γλυπτό ανήκει στην ίδια κατηγορία έργων του Φιλιππότη, όπου μικρά γυμνά παιδιά ασχολούνται με αγροτικές εργασίες της υπαίθρου. Ο μικρός Ψαράς, εικονίζεται καθιστός σ’ έναν βράχο με τα πόδια του διασταυρωμένα σε συνήθη για έναν καθήμενο σε βράχο άνθρωπο. Μόλις έχει ψαρέψει ένα μεγάλο ψάρι και για το λόγο αυτόν έχει ακουμπήσει στα δεξιά του το καλάμι του, προκειμένου να το ξαγκιστρώσει από τον γάντζο. Στη βάση της σύνθεσης εικονίζεται ένα καβούρι. Προσωπογραφικά, ο μικρός ψαράς έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, που παρουσιάζουν όλα τα έργα του Φιλιππότη. Στρογγυλό πρόσωπο, λιπόσαρκο σώμα, βοστρυχωτά μαλλιά, αυστηρή έκφραση. Το έργο δεν φέρει υπογραφή ούτε του καλλιτέχνη, ούτε του αντιγραφέα.