Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια (1824-2024) από τον θάνατο του ρομαντικού ύψιστου φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνος και το Υπουργείο Πολιτισμού, διά στόματος της υπουργού κ. Λίνας Μενδώνη, κήρυξε το 2024 ως «Αφιερωματικό Έτος στον Λόρδο Βύρωνα». Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές εκδηλώσεις, ενώ έχουν προγραμματιστεί και άλλες μέχρι το τέλος του έτους.
Επανεκτιμώνται ο βίος και η παρουσία του Λόρδου Βύρωνα στα ελληνικά πράγματα, ελέγχεται ο ρόλος που διαδραμάτισε στις εξελίξεις, η πάσης φύσεως πνευματική παραγωγή του αλλά και η καταλυτική επίδραση που είχε διεθνώς ο θάνατός του για την ελληνική υπόθεση.
Δράττοντας την ευκαιρία επιλέγουμε να ασχοληθούμε με μία δημοφιλή πτυχή από τη ζωή του ωραίου ανθρώπου, του γενναίου, του αφιλοκερδή υπερέλληνα φιλέλληνα, του μελαγχολικού Λόρδου Βύρωνα. Πρόκειται για τη γνωριμία του με την «Κόρη των Αθηνών», η οποία, αφού πέρασε από το πάθος του ποιητή, παραδόθηκε στην αιωνιότητα ως σύμβολο.
Για εκείνον δεν ήταν παρά μια ευκαιρία να υμνήσει την ωραιότητα, φθάνοντάς την στο ύψος της θεότητος. Υπάρχουν όμως οι πεζές πτυχές της μικροϊστορίας αυτής που συγκίνησε εκατομμύρια ανθρώπους. Ο τόπος, τα πρόσωπα και ο χαρακτήρας τους, τα πραγματικά γεγονότα. Μα υπάρχουν ακόμη αθησαύριστες πληροφορίες; Βεβαίως και υπάρχουν.
Πώς ήταν και τι απέγινε το σπίτι της οικογένειας Μακρή όπου κατέλυσε ο Λόρδος Βύρων όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα; Πόσοι γνωρίζουν ότι συνέγραψαν και εξέδωσαν Λεξικό οι τρεις αδελφές Μακρή; Τελικά απεβίωσε πτωχή και μόνη σε απόμερο σημείο η Θηρεσία Μακρή; Ποια ήταν η γενεαλογία της οικογένειάς της;
«Ζωή μου σ’ αγαπώ»
«Ενταύθα ίστατο η Οικία της Κόρης των Αθηνών Θηρεσίας Μακρή 1810»: «Η πλαξ αύτη ετέθη υπό του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου κατά την Εκατονταετηρίδα του θανάτου του Βύρωνος 1924». Αυτά ανέφερε η αναμνηστική πλάκα που εντοιχίσθηκε στο άδικα κατεδαφισμένο δίπατο κτίριο στην οδό Αγίας Θέκλας, στη συμβολή της με τη μικρή οδό Παπανικολή, στην περιοχή Ψυρρή. Στη αθηναϊκή αυτή γωνιά γράφτηκαν λίγες αλλά ρομαντικές σελίδες από τη ζωή του Λόρδου Βύρωνος και γεννήθηκε ο θρύλος. Ένας θρύλος που παραδόθηκε με τη μορφή του ποιήματος «Η Κόρη των Αθηνών». Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε το ποίημα σε μετάφραση που έγινε από τον Ιωάννη Πολέμη για την «Εστία» και μελοποιημένο ακούστηκε στις εορτές του 1924:
Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ[1]
Τώρα που σ’ αφήνω γειά
δός μου πίσω την καρδιά⋅
μ’ αφού πειά δεν την ορίζω.
κράτησέ την, στη χαρίζω⋅
με τον όρκο που θα πω:
Αχ! ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Μα τ’ ανάστατα μαλλιά
με της αύρας τα φιλιά⋅
μα τα ωραία ματόκλαδά σου
που γλυστρούν στα μάγουλά σου
μα τα μάτια σου τα δυό,
Άχ! ζωή μου σ’ αγαπώ!
Μα τα χείλη τ’ ανθηρά
που η ψυχή μου λαχταρά⋅
μα τη μέση τη λιγνή σου,
την αγάπη τη δική σου,
της αγάπης τον καϋμό,
Αχ! ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Κόρη της Αθήνας, μη
με ξεχνάς ούτε στιγμή!
Τι κι’ αν φεύγω και σ’ αφήνω;
Στη Σταμπούλ κι’ αν πάω να μείνω,
η καρδιά μου θάν’ εδώ.
Αχ! ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Οικογένεια Μακρή
Σε μία από τις χαριτωμένες επιστολές του ο Λόρδος Βύρων αναφέρει πως «ελησμόνησα να προσθέσω ότι πεθαίνω από τον έρωτα προς τρεις Ελληνίδας αδελφάς, των οποίων καμμία δεν υπερβαίνει το 15ον έτος της ηλικίας της»[2]. Δεν ήταν υπερβολή η αναφορά του αυτή, αφού τότε η Μαργιάννα ήταν 16 ετών, η Κατίγκω 14 ετών και η Τερέζα «που του επήρε την καρδιά» 13 ετών!
Ως προς τα πραγματικά ληξιαρχικά στοιχεία και το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας του Προκοπίου Μακρή (8 Ιουλίου 1764 – 20 Οκτωβρίου 1799) οι υπάρχουσες πληροφορίες προκαλούν σύγχυση, γεννούν αμφισβητήσεις πραγματικών γεγονότων και παραπλανούν ερευνητές και αναγνώστες. Δεδομένης βεβαίως της ανυπαρξίας ληξιαρχείων στα χρόνια της, οι πλέον αξιόπιστες πηγές είναι τα βιβλία των εκκλησιών, όπου καταγράφονταν λεπτομερώς και με ληξιαρχική ακρίβεια οι βαπτίσεις, οι γάμοι και οι θάνατοι, καθώς και τα πάσης φύσεως οικογενειακά «κιτάπια» και κατάστιχα.
Ένα τέτοιο μικρό κατάστιχο άφησε πίσω του και ο Προκόπιος Μακρής, όπου ιδιοχείρως σημείωνε πληροφορίες για τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους, δηλαδή τα τρία σημεία στα οποία περιστρέφεται ο οικογενειακός βίος. Ο Πρ. Μακρής νυμφεύτηκε, στις 15 Ιανουαρίου 1794, τη γεννημένη στην Αίγινα στις 18 Οκτωβρίου 1771 Ταρσία (Ταρσίτσα), κόρη του Ζαν Μπατίστα Βρεττού, που είχε μαρτυρικό τέλος από τους Τούρκους, και της Καρέτας, κόρης του Αθηναϊκής καταγωγής Λιόντα Μπενιζέλου[3].
Δεν ήταν βεβαίως τυχαία περίπτωση εκείνη του Πρ. Μακρή, γιου του Κερκυραίου γιατρού Μηνά Μακρή. Ο Πρ. Μακρής είχε πέντε αδελφές οι οποίες είχαν παντρευτεί, η πρώτη τον Φρ. Βιτάλη από τη Σύρο, η δεύτερη τον πλούσιο Γάλλο έμπορο και γενάρχη της εν Αθήναις οικογενείας Πιέρ Νικόλαο Ρωκ, η τρίτη τον Γάλλο ιατρό Μασσών, η τέταρτη τον καταγόμενο από την Αθήνα και την Τζιά Π. Ρεβελάκη και η πέμπτη τον Πουλίση από την Κωνσταντινούπολη[4].
Οι τρεις «Κονσουλίνες»
Καρποί του γάμου του Πρ. Μακρή με την Ταρσίτσα ήταν οι «τρεις Κονσουλίνες», όπως τις αποκαλούσαν στην Αθήνα επειδή ο πατέρας τους ήταν Πρόξενος της Αγγλίας. Από το Κατάστιχο του Πρ. Μακρή λοιπόν, πληροφορούμεθα τα ακριβή στοιχεία των θυγατέρων του (γέννηση, βάπτιση κ.ά.). Ξεκινώντας από τη μεγαλύτερη κόρη, τη Μαριάννα (Μαργιάνα), που γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1794 και πήρε το όνομα της μάμμης, ενώ την φώναζαν με το παρωνύμιο Ντουντού. Ήταν καστανή, ζωηρή, εύθυμη και πολύ ευφυής ενώ είχε ακανόνιστα χαρακτηριστικά, τα οποία όμως εναρμονίζονταν σε ένα θαυμάσιο σύνολο. Είχε ακόμη ένα χαρακτηριστικό⋅ «εξαιρετικήν φωτιά εις την ματιά της»[5]!
Δύο χρόνια αργότερα, στις 26 Ιανουαρίου 1796, γεννήθηκε η δεύτερη κόρη, η Κατίγκω. Ήταν ξανθή, ευμελής ως Ανατολίτισσα, με θαυμάσιους χρωματισμούς στο πρόσωπο, αφελής και με ένα παιδικό μειδίαμα στα χείλη που ενθουσίαζε όσους την έβλεπαν. Και περισσότερο από έναν χρόνο αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1797, ημέρα Τετάρτη και στις δυόμισι τα ξημερώματα, γεννήθηκε η Τερέζα. Μελαχροινή με εξαιρετικά ελληνικές γραμμές και με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τα λαμπερά μάτια, τα οποία εξέπεμπαν «δύναμιν και γλύκα». Είχε τον πλέον μελαγχολικό χαρακτήρα από τις τρεις αδελφές και σπάνια χαμογελούσε, ενώ σύμφωνα με τον Βύρωνα ήταν «θερμή ως Ινδή»[6]!
Βαπτίσεις και γάμοι
Ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που περιέχει το ίδιο Κατάστιχο ήταν και οι βαπτίσεις των τριών κοριτσιών. Οι οποίες βεβαίως έγιναν στην κοντινή στο σπίτι τους εκκλησία, την πάλαι ποτέ ακμάζουσα Αγία Ελεούσα που βρισκόταν στην ομώνυμη οδό. Υπολείμματά της σώζονται στο υπόγειο του άψογα ανακαινισμένου νεοκλασικού, το οποίο χρησιμοποιείται από την Εκκλησία της Ελλάδος για Βιβλιοθήκη. Εκεί λοιπόν βαπτίστηκαν και μάλιστα από τον ίδιο ιερέα, τον πατέρα Κύριλλο Μαγγανά. Νονός της πρώτης ήταν ο καπετάνιος Χριστόφορος Ραντμήρης, της Κατίγκως ο επίσης καπετάνιος Τζάνες Βερόνας και της μικρότερης, της Τερέζας, ο καπετάνιος Δημήτριος Αίσωπος.
Ως προς τη συνέχεια της οικογένειας, και οι τρεις «κονσουλίνες» παντρεύτηκαν. Η μεγαλύτερη, η Μαριάννα (Ντουντού), παντρεύτηκε τον Ζακύνθιο οπλαρχηγό Νικόλαο Καρκανίδη και η οικογένειά της συνεχίσθηκε από την κόρη της Πουλχερία που παντρεύτηκε τον Αριστοτέλη Βιλαέτη [7]. Μέσω αυτής της οικογένειας συνεχίσθηκε και το όνομα Θηρεσία, το οποίο έδωσε σε μία από τις κόρες του ο Αρ. Βιλαέτης.
Η Αικατερίνη (Κατίγκω) από τον γάμο της με τον καταγόμενο από παμπάλαιη Αθηναϊκή οικογένεια Κ. Πιττάκη, γιο του γαιοκτήμονα Προκόπιου Πιττάκη που συγγένευε εκ μητρός με τους Πετράκηδες και τους Καλλιφρονάδες, απέκτησε τέσσερα παιδιά, δύο γιους και δύο κόρες[8]. Τον Πλάτωνα Πιττάκη, που πέθανε νέος και άγαμος, την Ελπινίκη που παντρεύτηκε τον υπολοχαγό Ιωάννη Πίσσα, τον Προκόπιο Πιττάκη που αναδείχθηκε σε εξαίρετο Αθηναίο γιατρό και νυμφεύτηκε τη Μαρία Πολυζώη και τη Μαριάννα που παντρεύτηκε τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Φρεαρίτη. Άλλη κόρη του Πρ. Πιττάκη, η Ελπινίκη, παντρεύτηκε τον ναύαρχο Ιωάννη Νοταρά[9].
Το σπίτι
Ο Λόρδος Βύρων παρέδωσε περιγραφή του σπιτιού στο οποίο διέμεινε τρεις μήνες. Γράφοντας στη μητέρα του, ανέφερε ότι «το διαμέρισμά μας αποτελείται από ένα σαλόνι και δύο υπνοδωμάτια. Βλέπει σε μια αυλή όπου υπάρχουν έξι ή επτά λεμονιές, που τους καρπούς κόβουν κάθε πρωί για να αρτύσουν το πιλάφι και άλλα φαγητά, που μας σερβίρουν στην πενιχρή μας τράπεζα»[10].
Άφθονες είναι οι αναφορές των περιηγητών στο σπίτι της οικογένειας Μακρή. Εξάλλου είναι γνωστό ότι διάφοροι καλλιτέχνες και επιστήμονες επισκέφθηκαν την Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα από το 1814 και μετά. Ο Άγγλος Holland ήλθε στην Αθήνα και παρέδωσε λεπτομερή περιγραφή των μνημείων της, ενώ φρόντισε να διαμείνει στο διπλανό σπίτι της οικογένειας Μακρή. «Την έβλεπα κάθε μέρα, καθώς και τις αδελφές της, και μιλούσα με οικειότητα. Η νεανική ωραιότητα της κόρης, αν και κάπως μεγαλοποιημένη από τη θέρμη της ποιήσεως, ήταν, μ’ όλον τούτο, τέτοια, ώστε δικαίως ηδύνατο να τραβήξει και γοητεύσει την φαντασία του ποιητή»[11].
Επίσης επισκέφθηκε την Αθήνα ο ζωγράφος Ουίλιαμ Τέρνερ (Joseph Mallord William Turner RA, 1775-1851) και μας έδωσε θαυμάσια εικόνα της «Κόρης των Αθηνών». Είχε πλέον καθιερωθεί και ζητούσαν όλοι να δουν τη Θηρεσία Μακρή και να μείνουν στο σπίτι της τουλάχιστον όσοι Άγγλοι περνούσαν από την Αθήνα. Ο θρύλος του ποιητή του Τσάιλντ Χάρολντ και η σκανδαλώδης ζωή του στο Λονδίνο είχαν καταστήσει τον Βύρωνα πρόσωπο περίεργο και αλλόκοτο, σχεδόν μυθικό. Την ίδια εποχή πέρασε από την Αθήνα και ο περίφημος γεωγράφος, αρχαιολόγος, ιστορικός και τοπογράφος, ο Άγγλος συνταγματάρχης Ληκ, ο οποίος παρέμεινε επί μακρόν και συνέταξε το καλλίτερο ίσως έργο που δημοσιεύθηκε για την τοπογραφία των Αθηνών.
Λεμονόδενδρα
Τόμος ολόκληρος χρειάζεται για να συμπεριληφθούν περιγραφές του σπιτιού εκείνου το οποίο είχε ανεγείρει ο Κερκυραίος γιατρός Μηνάς Μακρής. Εκείνος, νεαρός γιατρός σπουδασμένος στην Ιταλία και εγκατεστημένος στην Αθήνα, κλήθηκε να εξετάσει τη Μαριάννα Μουρίκη που ήταν βαριά άρρωστη. Γιατρός και ασθενής αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν στεγάζοντας την αγάπη και την οικογένειά τους στο σπίτι αυτό. Το μέρος του σπιτιού που νοίκιαζε η χήρα του Προκόπη Μακρή για να συμπληρώνει το εισόδημά της και όπου έμεινε ο Λόρδος Βύρων έχει απασχολήσει τους ερευνητές.
Άλλοι έκαναν λόγο για ένα δωμάτιο και ένα γραφείο, κάποιοι για τρία μικρά δωμάτια και ένα σαλονάκι και ορισμένοι για δύο δωμάτια και το σαλονάκι. Το σπίτι που είχε ανεγείρει ο γιατρός ήταν δίπατο και στο πίσω μέρος είχε αυλή με μικρό κήπο από λεμονόδενδρα, στη μέση ένα σιντριβάνι και στην άκρη ένα πηγαδάκι. Όπως τα περισσότερα σπίτια της εποχής που ήταν περίκλειστα για να αποφεύγονται τα βλέμματα στο εσωτερικό τους, έτσι και αυτό είχε ψηλό τοίχο και πόρτα γερή που κλεινόταν με το περίφημο γκάγκαρο και κάλυπτε την πλευρά του δρόμου, διαθέτοντας όμως καφασωτά παράθυρα[12].
Δίπλα υπήρχε ένα ακόμη σπιτάκι που ήταν και αυτό του γιατρού και εκεί έμεναν οι γονείς του όταν έγινε πρόξενος. Αργότερα το έκλεισαν χρησιμοποιώντας το για κελάρι και αποθήκη. Και πάλι κοντά σε αυτό ήταν η αχυραποθήκη απάνω και κάτω το αχούρι με το άλογο του γιατρού, ο οποίος το χρησιμοποιούσε για τις μακρινές επισκέψεις. Από πίσω υπήρχε ένας ακόμη ψηλός μαντρότοιχος του περιβολιού, κολλητός με τους μαντρότοιχους των άλλων σπιτιών.
Τελευταία μορφή
Εν τω μεταξύ τα χρόνια πέρασαν και το ακίνητο περιήλθε σε άλλα χέρια και τροποποιήθηκε ριζικά. Ήδη, το 1924, όταν πραγματοποιήθηκαν οι γιορτές και εντοιχίσθηκε η πλάκα, ο νέος ιδιοκτήτης, ο έμπορος και κτηματίας Κίμων Ιωάννου Λαδάκης, διαθέτουμε μαρτυρίες ότι το είχε ανακαινίσει εκ βάθρων[13]. Παρά ταύτα ο τόπος παρέμενε ιστορικός και θα κάνουμε ένα χρονικό άλμα για να περιγράψουμε το σπίτι της οικογένειας Μακρή, όπως έφθασε στα νεώτερα χρόνια και συγκεκριμένα πριν από τον πόλεμο.
Αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο και ανώγειο, με πρόσοψη στην οδό Αγίας Θέκλας 15,30 μέτρα και επί της μικρής οδού Παπανικολή 10,10 μέτρα. Το οικόπεδο που υπήρχε η οικοδομή υπολογιζόταν σε 150 τετραγωνικά μέτρα περίπου. Στην πρόσοψη επί της οδού Παπανικολή υπήρχε ένα ισόγειο κατάστημα που χρησιμοποιείτο ως καθρεφτάδικο («Εργοστάσιον Καθρεπτών») και δίπλα ένα υπόγειο με έντεκα μαρμάρινα σκαλοπάτια που χρησιμοποιείτο ως αποθήκη. Στη γωνία, Αγίας και Παπανικολή, υπήρχε ένα κατάστημα υαλικών και στην πρόσοψη της οδού Αγίας υπόγειο με έντεκα σκαλιά επίσης.
Η είσοδος του ακινήτου βρισκόταν επί της οδού Αγίας Θέκλας και πάνω στην πρόσοψη του ακινήτου σωζόταν η επιγραφή, γραμμένη στα ελληνικά και στα αγγλικά, που πιστοποιούσε ότι στην οικία αυτή κατοικούσε η Κόρη των Αθηνών. Μέσω ξύλινης πόρτας εισερχόταν ο επισκέπτης στο ακίνητο βρίσκοντας μπροστά του ένα μικρό χωλ στρωμένο με πλάκες και μία ξύλινη σκάλα. Στο δωδέκατο σκαλοπάτι υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο με παράθυρο και με ξύλινη πόρτα.
Στο τέλος της σκάλας υπήρχε ένα αντρέ που έκλεινε με δίφυλλη πόρτα. Αριστερά του αντρέ υπήρχαν δύο δωμάτια που έβλεπαν στην οδό Αγίας Θέκλας και συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με τρίφυλλη πόρτα. Το πρώτο δωμάτιο διέθετε ένα παράθυρο, όπως επίσης και το δεύτερο, το οποίο όμως είχε μπαλκονόπορτα που έβγαινε σε μαρμάρινο μπαλκόνι. Αμφότερα τα δωμάτια ήταν επιστρωμένα με σανίδες και είχαν γύρω γύρω πασαμέντα (σοβατεπιά). Απέναντι από το αντρέ υπήρχαν τρία μικρά δωμάτια που είχαν πρόσοψη, τα δύο προς την οδό Παπανικολή και το τρίτο και προς τους δύο δρόμους (Αγίας Θέκλας και Παπανικολή)[14].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 2 Ιουνίου 2024