Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 20ού αιώνα γιορταζόταν με όμορφα φανταχτερά και πολύχρωμα λουλούδια ή «αγιοδημήτρηδες», όπως τους ήθελε ο λαός. Αλλά την ημέρα αυτή γιόρταζε και ο ελληνικός Διόνυσος, το γιοματάρι, το κρασί από το βαρέλι που μόλις είχε ανοίξει. Γιοματάρι: η λέξη με πέντε φωνήεντα και πέντε σύμφωνα που έκλεινε μέσα της μια ολόκληρη εποχή, καλή για την Ελλάδα και τα παιδιά της. Καλοθύμητη μέρα για τους μπεκρήδες. Ήταν η μέρα που οι πάμπολλοι φίλοι και θαυμαστές της ρετσίνας τρύπωναν στις ταβέρνες με λαχτάρα, για να δοκιμάσουν, να κρίνουν και να βαθμολογήσουν. Μεταξύ τους οι ρετσινοπατέρες γνωρίζονταν. Η γνώμη τους βάραινε για τον κάπελα και την τύχη της ταβέρνας. Από τους μορφασμούς τους εξαρτιόταν το μέλλον των βαρελιών. Όπου υπήρχε καλή ρετσίνα δινόταν το σύνθημα και δεν αργούσαν να καταφθάσουν και να κάνουν έφοδο οι πάσης φύσεως ρετσινολόγοι, για να ακολουθήσουν τα παραπατήματα.
«Καλά κρασιά»
Είχε γίνει κρασί το σταφύλι, το οποίο είχαν πατήσει στο λινό όμορφες χωριατοπούλες και ύστερα είχε χυθεί στη μεγάλη βαρέλα μούστος και είχε ψηθεί με τη ρετσίνα του αρωματικού πεύκου του ελληνικού βουνού. Είχαν περάσει ήδη 40 μέρες από την μέρα του τρύγου. Ο βαρελάς είχε φροντίσει για το καθάρισμα, πλύσιμο, ξελάσπωμα, καλαφάτισμα και στούπωμα του βαρελιού. Κάπως έτσι έφτανε το απόγευμα του Αγίου Δημητρίου, για να «κελαηδήσουν» τα γιοματάρια και να γεμίσουν τα ποτήρια με τη νέα σοδειά, η οποία ερχόταν σε επαφή με την κατανάλωση στα σπίτια και στα κρασοπουλειά. Παμπάλαιο έθιμο τα γιοματάρια. Ήταν παλιά συνήθεια να δοκιμάζονται τα κρασιά την ημέρα του Αγίου Δημητρίου.
Συνήθεια η οποία κρατήθηκε αμετάβλητη στις παλαιές συνοικίες των Αθηνών (Πλάκα, Ψυρρή, Χριστοκοπίδου, Βλασσαρού, Αλίκοκο) και στα χωριά των Μεσογείων έως τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Περνώντας κανείς τα σοκάκια άκουγε το περίφημο «Καλά κρασιά κουμπάρε», ενώ καλούνταν οι ειδικοί να δοκιμάσουν το γιοματάρι και να ακολουθήσουν άφθονες σπονδές στον Βάκχο. Στα παλιότερα χρόνια το άνοιγμα του βαρελιού αποτελούσε πραγματική μυσταγωγία. Παραμονή του Αγίου Δημητρίου στέλνονταν…. οι φιλικές προσκλήσεις. Ετοιμαζόταν το απαραίτητο μπούτι με σκόρδο, κεφτεδάκια και άλλα μεζεδάκια που τραβούσαν κρασί κι ακολουθούσε το γλέντι[1].
Βόλτα στις ταβέρνες
Αν κάνουμε μια βόλτα στην Αθήνα πριν από έναν αιώνα θα βρούμε τους αυτόχθονες να συνεδριάζουν στους υπόγειους ναούς του Βάκχου προσφέροντας σπονδές στον Άγιο Δημήτριο. Στην Πλάκα η τσίκνα από τα κοκορέτσια και η λατέρνα μερακλωμένη με τα τσαρκιά της διασκέδαζε τους θύοντες, οι οποίοι επιδίδονταν με ευλάβεια στην κρασοκατάνυξη. Στους Αγίους Αποστόλους, λατέρνες, μαντολίνα ξεκούρδιστα, κιθάρες χωρίς καντίνι και φωνές βραχνές γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Από τη δύση του ήλιου οι μαχητές των βαρελιών είχαν πάρει τη θέση τους, στις ατραπούς του Ψυρρή από νωρίς γυναίκες και κορίτσια με τα πολυποίκιλα σχολιανά φορέματά τους είχαν καταλάβει τις αυλόπορτες, τα παράθυρα, τις ταράτσες και τα λίγα ακόμη μπαλκόνια. Εξάλλου, στου Ψυρρή βρίσκονταν οι περισσότερες ταβέρνες και σημειώνονταν τα περισσότερα κρούσματα μέθης.
Συχνά ήταν τα καβγαδάκια και στην ήσυχη, τις άλλες ημέρες, γειτονιά του Μεταξουργείου. Στο οινοπωλείο της Γέφυρας, το πιο γνωστό της εποχής, η λατέρνα σκόρπιζε ευθυμία στις παρέες των κρασοπατέρων. Κάπου – κάπου εμφανιζόταν ο ερωτευμένος που έριχνε δύο πυροβολισμούς για την κορδελιάστρα του. Τα ίδια και στην οδό Λένορμαν. Ακόμη και στο πιο «κόσμιο» Κολωνάκι μια παρέα εμποροϋπαλλήλων πολιορκούσε την κατοικία που έμεναν τρεις πεταχτές τσαχπίνες μοδιστρούλες και μία δασκαλίτσα. Οι βραχνές φωνές ξεχώριζαν: «Μια μοδιστρούλα που στέκει απέναντί μου / είναι μια κόρη ωραία και ξανθή / έχει δυό μάτια που μα τη ζωή μου / τρελλαίνετ’ όποιος τα παρατηρεί»! Στη Νεάπολη επικρατούσαν «άσματα εκβεβαχευμένα και καλαμπούρια… μεθυσμένων»[1]. Εκεί ήταν το περίφημο παντοπωλείο με την ονομασία «Πορτ Άρθουρ», το οποίο μανιωδώς πολιορκούσαν οι κρασοπατέρες. Προσπαθούσαν να το ρίξουν έως τα μεσάνυχτα, αλλά στο τέλος έπεφταν οι ίδιοι στις λάσπες, ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας στο αγιοδημητριάτικο κοκκινέλι.
Τα ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας
Ο κρασοπατέρας ήταν από τις αγαπημένες μορφές. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου φορούσε τα «καλά» του και γυρνούσε όχι μία, αλλά όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς του για να δοκιμάσει και να τραγουδήσει, να χορέψει και να μεθύσει. Ήταν η μέρα του, η μέρα που όλα του συγχωρούνταν. Μέρα διπλής γιορτής, διπλής χαράς. Οι καινούργιες κάνουλες έμπαιναν σε σπίτια και ταβέρνες. Η ημέρα του Αγίου Δημητρίου ήταν μέρα ελληνική, ντόπια. Συνέχισαν οι Έλληνες να γιορτάζουν στις ταβέρνες και μεταπολεμικά: «Και το σούρουπο σαν πιάνει / βγαίνουν οι θεοί σεργιάνι / και τα κοπανάν για γούρι / στην ταβέρνα του Τζουτζούρη»[1], όπως τραγουδούσε ο Τίμος Μωραϊτίνης. Τώρα πλέον φαίνεται πως το έθιμο ανήκει στην ιστορία και στα παραμύθια.