Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας» σήμερα και ανατρέχουμε στο έτος 1907 για να παρακολουθήσουμε τα πυρά που αντήλλασσαν, επί ένα ολόκληρο τετράμηνο, δύο γνωστές προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Μία μάλλον άγνωστη δημοσιογραφική αψιμαχία, η οποία μας επιτρέπει να αναγνώσουμε, πίσω από τις γραμμές, την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, τη θέση της γυναίκας σε αυτήν, καθώς και τις απόψεις που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες που κατέβαλε και τον τρόπο με τον οποίο αγωνιζόταν για τη θέση της γυναίκας, η 46χρονη τότε δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρρέν. Επίσης, πως θεωρούσαν την πραγματικότητα της εποχής άνδρες, όπως ο 37χρονος τότε, φιλελεύθερος και πολυγραφέστατος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος.
Όλα ξεκίνησαν από ένα χρονογράφημα του τελευταίου, με τον τίτλο «Ωραιότητες και Ασχημίαι»[1]. Περιέγραφε πως παρήλασαν από μπροστά του, στην οδό Κηφισιάς (:σήμερα Βασιλίσσης Σοφίας), οι μαθήτριες ενός Παρθεναγωγείου, με τη στολή τους και δύο-δύο στη σειρά. Έβρισκε πως τα πάντα ήταν όμορφα εν όψει της ανοίξεως και μόνον οι μαθήτριες ήταν «εντελώς και καθ’ ολοκληρίαν άσχημοι»! Προσέθετε πως ήταν πλέον εθνικό το γεγονός ότι ήταν άσχημες πενήντα μαθήτριες, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, από δεκατεσσάρων μέχρι δεκαοκτώ ετών.
Έσπευσε να του απαντήσει η Καλλιρρόη Παρρέν υποστηρίζοντας πως δεν φρόντιζε το κράτος για την φυσική και πνευματική κατάσταση των κοριτσιών. Παρουσίασε με τα πλέον μελανά χρώματα το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας για κορίτσια και αγόρια. Σύστημα το οποίο δεν παρείχε ουσιαστική μόρφωση, δεν διαμόρφωνε υπεύθυνους πολίτες. Δεν επέτρεπε να αναπτύξουν δεξιότητες και δεν προετοίμαζε τα παιδιά για να αντιμετωπίσουν την πραγματική ζωή. Στη συνέχεια απέδιδε την κατάσταση που επικρατούσε στο εκπαιδευτικό σύστημα.
«Και όμως είναι άσχημα», επέμενε επανερχόμενος ο Γ. Τσοκόπουλος, τονίζοντας πως τα κορίτσια των σχολείων περιέφεραν στους δρόμους πρόσωπα με χρώμα κουνουπιδιού, μάτια φοβισμένα και πλάτες σκυφτές. Αυτή τη φορά η απάντηση της Παρρέν με τον τίτλο «Αι Κόραι μας»[2], παρουσίαζε τις, ελάχιστες έστω, περιπτώσεις κοριτσιών εύπορων οικογενειών και πολιτευτών που παρουσίαζαν κοινωνική δραστηριότητα και διακρίνονταν με σπουδές στο εξωτερικό. Χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα κορίτσια γνωστών οικογενειών της εποχής (Γαβριηλίδου, Δοσίου, Σκουζέ, Γουναράκη κ.ά.), υποστήριζε ότι επιδίδονταν σε δραστηριότητες οι οποίες προηγουμένως θεωρούνταν τολμηρές και ανάρμοστες.
Όπως ήταν φυσικό, ο Γ. Τσοκόπουλος κατηγόρησε την Παρρέν ότι λησμόνησε την τάξη των εργαζομένων κοριτσιών και των νοικοκυρών, τα «κορίτσια του λαού, τις μόστρες, τις καπελούδες κ.ά. Εξεμάνη η Παρρέν και κατηγόρησε ευθέως τον Τσοκόπουλο ότι «ως Ανατολίτης θέλει τη γυναίκα απλώς τυφλόν νευρόσπαστον και μηχανήν ετεροκίνητον του σπιτιού»! Απέδωσε μάλιστα στη στάση του και πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Γ. Τσοκόπουλος αρκέστηκε να χαριτολογήσει απαντώντας στην κατηγορία περί Ανατολίτη, ότι για πολλούς λόγους δεν ήθελε κλεισμένες τις γυναίκες στο σπίτι διότι, εκτός των άλλων, δεν θα τις έβλεπε.
«Μας έβαλαν τα γυαλιά αι γυναίκες, κύριοί μου»!
Οπωσδήποτε ήταν ανήσυχη αλλά δημιουργική από κάθε άποψη εποχή. H «αψιμαχία» Παρρέν – Τσοκόπουλου, μέσω των στηλών των εφημερίδων, αποτελούσε μέρος ενός εποικοδομητικού δημόσιου διαλόγου. Η γυναίκα κέρδιζε έδαφος και κατακτούσε σταδιακά τη θέση της στην κοινωνία. Η Καλλιρρόη Παρρέν αναδεικνυόταν σε πρωτοπόρο και ηγέτιδα των εξελίξεων. Όσο για τον Γ. Τσοκόπουλο, περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, υποκλίθηκε στις πρωτοβουλίες της Καλλιρρόης Παρρέν. Με αφορμή τα εγκαίνια του Λυκείου των Ελληνίδων στο ευρύχωρο κτίριο της οδού Όθωνος (Οκτώβριος 1911), δήλωνε γοητευμένος και καλούσε τους άνδρες να προσευχηθούν γονυκλινείς ώστε να δημιουργηθούν και άλλες τέτοιες λέσχες. Δεν έβρισκε λόγια να επαινέσει τη γυναίκα, η οποία βρήκε τρόπο να μεταβάλει τα όνειρα σε πραγματικότητα και παραδέχθηκε πως «μας έβαλαν τα γυαλιά αι γυναίκες, κύριοί μου»[3]!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», 8 Μαρτίου 2017