Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Αφορμής δοθείσης από το Χριστουγεννιάτικο κλίμα και δεδομένου ότι το έλατο είναι το στόλισμα και καύχημα του ελληνικού βουνού και δημιούργημα του Ελληνικού Βορρά, των καταιγίδων και των χιονοστρόβιλων των απρόσβατων κορυφογραμμών μας, ας πλέξουμε το εγκώμιό του. Αντλούμε πληροφορίες από κείμενα του περίφημου «Περαστικού» της «Εστίας», δηλαδή του Σπύρου Δάσιου. Πληροφορίες που θέλουν τον ελληνικό λαό να λατρεύει το έλατο που στολίζει τα βουνά μας και να το θεωρεί Ελληνικό!
«Ελάτη η Πανελλήνιος»
Είναι ελληνικό το έλατο των βουνών μας; Πολλοί υποστήριξαν πως το είδος του είναι ξεχωριστό και καθαρόαιμο πλάσμα του ελληνικού φωτός, του δικού μας αέρα, τις δικής μας γης και των δικών μας στοιχείων. Λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους οι επιστήμονες έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στο ελληνικό έλατο. Παρατήρησαν πως τα δικά μας έλατα δεν μοιάζουν με τον τύπο του γερμανικού λευκού έλατου, δηλαδή του κλασικού ευρωπαϊκού είδους.
Ο δασολόγος Γεώργιος Σάμιος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις διαφορές που παρουσιάζει το ελληνικό έλατο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ονομάζεται «Ελάτη η Πανελλήνιος» ή απλώς «Ελληνική», αποτελώντας ιδιαίτερο είδος. Κατέγραφε μάλιστα πως επεκτεινόταν σε όλη την αποκαλούμενη Παλαιά Ελλάδα, με μία μόνο παραλλαγή ή ποικιλία το Έλατο του Απόλλωνος. Το ζήτημα είχε ανακινηθεί ακόμη από τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος. Η βασίλισσα Αμαλία, γνωστή για την αγάπη της στο πράσινο πρόσεξε πρώτη το δένδρο.
Τύπος Αμαλίας!
Το παρατήρησε στα γραφικά δάση της Γορτυνίας και προς τιμήν της τα έλατα που αναφύονται εκεί ονομάσθηκαν της βασιλίσσης Αμαλίας (Abies Reginae Amalia). Επίσης εξετάσθηκαν τα έλατα στις κλιτύες του Παναχαϊκού και θεωρήθηκαν ως άλλη, ιδιαίτερη ποικιλία. Καταγράφηκαν δε ως «Παναχαϊκή Ελάτη» (Abies Panahaica). Τέλος βρέθηκε και ο περίφημος τύπος του Κεφαλληνιακού έλατου που προσέλκυσε την προσοχή πολλών φυτολόγων, από τότε που το πρόσεξε ο Άγγλος Τοποτηρητής Κάρολος Τζέιμς Νάπιερ. Ο Νάπιερ λοιπόν φέρεται πως από το 1830 παρέλαβε σπόρους και απέστειλε στην Αγγλία.
Επιθυμούσε να στολιστούν και τα βουνά της πατρίδας του με το εκλεκτό αυτό είδος του Κεφαλλονίτικου ελάτου. Θεωρούσε δικαιολογημένα ότι είναι μοναδικό στον κόσμο, λόγω της χάριτος και των χαρακτηριστικών του. Η δοκιμή φαίνεται ότι πέτυχε. Τα νεόφυτα που παράχθηκαν θαυμάσθηκαν και κάθε ρίζα έφθασε να κοστίζει μία γκινέα, κάτι περισσότερο από μία λίρα. Φαίνεται δε πως απαγορεύθηκε η εξαγωγή τους, αφού το 1840 με δυσκολία κατορθώνει να αποκτήσει ένα είδος ο περίφημος Βοτανικός Κήπος της Βιέννης και άλλα επιστημονικά κέντρα της Ευρώπης.
Αμιγές και ανόθευτο
Οπότε οι συζητήσεις είχαν ξεκινήσει. Ο Χελδράιχ δεν αποφάνθηκε με σαφήνεια, ενώ άλλοι που προέβησαν σε ιδιαίτερες εξετάσεις εξέφρασαν την άποψη πως δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρου είδους αλλά απλής παραλλαγής. Ο Γ. Σάμιος επέμενε και μαζί του συμφωνούσαν, τουλάχιστον για το Κεφαλλονίτικο έλατο, σπουδαίοι επιστήμονες όπως ο E. De Halacsy. Διάφορες έρευνες εν των μεταξύ αποκάλυψαν ότι το Κεφαλλονίτικο έλατο έχει διαφορές οι οποίες δεν είναι αποκλειστικές αλλά πλεονάζουν σ’ αυτό, δίνοντας στο ξύλο του ιδιάζοντα χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα που είναι κοινός σε όλα τα είδη ελάτου της αποκαλούμενης Παλαιάς Ελλάδος. Στην πραγματικότητα ο Άγγλος βοτανικός John Claudius Loudon (1783-1843) ήταν εκείνος που πρώτος κατέγραψε, το 1838, ως ιδιαίτερο είδος το έλατο της Κεφαλλονιάς (Abies Cephalonica).
Πρόκειται περί του ενδημικού είδους της χώρας που φύεται στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και την δυτική Θεσσαλία και σποραδικά μέχρι την ανατολική Ήπειρο, τον Όλυμπο και τον Άθωνα. Ως προς την Κεφαλλονιά, το είδος παρέμεινε εκεί αμιγές λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης της νήσου. Συμπερασματικά και μέσω των ερευνών εξακριβώθηκε πως το Ευρωπαϊκό έλατο των Βαυαρικών και λοιπών Άλπεων της Μεσευρώπης εκτείνεται μέσω των Καρπαθίων και λοιπών οροσειρών μέχρι τη νότιο Σερβία και τα μέσα της Βουλγαρίας. Από εκεί, στη βόρειο Ελλάδα, όπως κατέγραφαν από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, συναντάται μία «νόθος φυτοκοινωνία ελάτης», όπως την αποκαλούσαν επιστημονικά, ένα είδος μεταξύ Ευρωπαϊκής (κτενοειδούς) και Ελληνικής, προϊόν διασταυρώσεως των δύο ειδών. Από την Οίτη και κάτω αρχίζει το βασίλειο του αμιγούς και ανόθευτου ελληνικού έλατου.
Τα έλατα της Ευρυτανίας
Ως τα πλέον εκλεκτά έλατα σημειώνονται αυτά της Ευρυτανίας και της Τριχωνίας. γνήσιου ελληνικού τύπου. Γι’ αυτά έγραφε ο Σπ. Δάσιος πως είναι αληθινοί και καθαρόαιμοι εύζωνοι! Τα έλατα της Ευρυτανίας και την εθνική τους υπόσταση ύμνησε ο Σπ. Δάσιος γράφοντας στην «Εστία» προπολεμικά:
«Ο έλατος, που έθρεψεν η τρικυμία και το χιόνι, ενανούρισεν ο κεραυνός, εφώτισεν η αστραπή της νύκτας, που εβράχη και εχιονίσθη επί εβδομάδας και επί μήνας τον χειμώνα, που έμεινε φορτωμένος κρυσταλλωμένα χιόνια, τυλιγμένος από σύννεφα, γεμάτος υγρασία και αυτός, φρουρός ακοίμητος, ακούραστος, ολόρθος, απαρασάλευτος, μένει εις την θέσιν του, χωρίς κανείς να έχη την δύναμιν να τον μετακινήση, παρ’ εκτός αν τον σχίση από την κορυφή έως την ρίζα η ρομφαία του κεραυνού, και τον κόψη σύρριζα η ανεμοθύελλα –στοιχεία με τα οποία αέναα παλαίει και γίγας αυτός, επικρατεί της περισσότερες φορές. Έλατος ήτο και ένας από τους Κενταύρους, Ελάτη δε η αδελφή των Γιγάντων»[1].
Ο ελληνικός λαός
Δεν παρέλειψε ωστόσο να καταγράψει και τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνικός λαός αγκάλιασε το ιδιαίτερο αυτό είδος και είναι αποφασισμένος να το προστατεύσει: «Ελάτρευσεν ο Ελληνικός λαός τον έλατον. Μέσα εις τα δάση του, έστησε τα παλάτια της νεράϊδας, της ονειροφάνταστης, τα έστρωσε με λειχήνας και βρύα, τα εσκέπασε με τα δροσερά γκυ, έβαλε τους σκιούρους, να πηδούν επάνω των και τα εστόλισεν όλα με πέπλους λευκούς, ένα άλλο παράσιτον, που τα σκεπάζει συχνά.
» Εθαύμασε τον αγώνα του κατά των στοιχείων της Φύσεως, το ύψος που κατορθώνει να ανέβη, να σκαρφαλώση, να στηριχθή και να μείνη εκεί αιώνια, και τον παρομοίωσε με τους ιδικούς του εθνικούς αγώνας, την αγάπην του προς την ελευθερίαν, την λατρείαν του προς την Φύσιν, την πίστιν του εις τον Θεόν και την ευαισθησίαν που τον διακρίνει.
Και κλαίει ο γέρω-έλατος,
που δίχως βροχή βροχίζεται
δίχως χιονιά χιονίζεται
μέσα εις τα καταφύγιά του, τας ερημίας του, τους κρημνούς, τα κορφορίζια».
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στο ελληνικό έλατο με μία παραίνεση που δημοσιεύθηκε στην «Εστία» το 1938, όταν είχε φουντώσει η συνήθεια της κοπής και καταστροφής των ελάτων με αφορμή τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές: «Ο θαυμάζων τον έλατον Ελληνικός λαός, ας προσθέση εις τον θαυμασμόν του και την αγάπην του και τον σεβασμόν προς τους αιωνοβίους αυτούς φρουρούς του μεγαλείου και της χάριτος των βουνών μας και ας μη τους καταστρέφη απρόσεκτα»[2]!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», 20/12/2018.