Ένα τεράστιο μπαλόνι ξεπετάχθηκε πάνω απ’ τον Υμηττό. Μία σφαίρα ολοστρόγγυλη, πυρακτωμένη, ένας μεγάλος ενετικός φανός από πορτοκαλί χαρτί καμωμένος. Το φεγγάρι, τέλος πάντων. Φεγγαράκι μαγιάτικο, ολόλαμπρο, φωτεινό, μαγευτικό. Τ’ αστέρια του ουρανού ανοιγοσφαλούν τα φεγγοβόλα τους μάτια στο αντίκρυσμά του. Έχει τόσην λάμψιν! Πηγή αναλελυμένου αργύρου. Φωτοπηγή. Και όμως ζη και αυτό το δυστυχισμένο, όπως πολλοί Αθηναίοι, με δάνεια. Δανείζεται το φως του από τον ήλιον. Το δανείζεται και δεν εννοεί να κρατήση τίποτε απολύτως. Το σκορπίζει εις την γην με μίαν γαλαντομίαν αξίαν συγχαρητηρίων. Καταρράκται φωτός πέφτουν από τον ουρανόν, ένας ολόκληρος φωτο-Νιαγάρας, ένας Νιαγάρας αργύρου.
Πηγαίνετε πλέον να κοιμηθήτε αν ημπορείτε. Και πως να κοιμηθήτε; Δεν είναι νύκτα αυτή. Είναι ημέρα. Αλλά ούτε και αυτό είναι ακριβές. Η ημέρα έχει πολλάς ασχημίας και πεζότητας. Είναι κάτι μεταξύ νυκτός και ημέρας, κάτι το ονειρώδες. Στα χαλάσματα της Ακροπόλεως στενάζει ο γκιώνης, ψυχή του παληού καιρού, σπαρασσομένη εις την ανάμνησιν των παρελθόντων, εις το αντίκρυσμα των παρόντων. Στον Ανακτορικό Κήπο θρηνωδούν αι αηδόνες. Αι σκιές των δένδρων της λεωφόρου σχηματίζουν κάτω θαυμάσιες δαντέλλες, από μαύρο βελούδο, θαρρείς. Το άνθος ονειρεύεται μέσα στην ασημένια σκοπή, η δροσιά πέφτει σαν διαμαντόσκονη και κάθε της κόμβος λαμπυριζει σαν πολύτιμος λίθος στην άκρη των φύλλων.
Ήκουσες πλατάγισμα ηχηρόν μέσα στα στενοσόκακα του πάρκου; Δεν είναι νερό που πέφτει… Είναι ο ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα, είναι ο έρως, ήταν ένα φίλημα, μια στράκα πόθου και επιθυμίας… Και η Εκάτη φωτίζει. Ταξειδεύει στο θαμπογάλαζο πέλαγος του ουρανού μ’ ανοιχτά τα λευκά της πανιά, βαρκούλα ερωτική και αυτή και η νύχτα είναι γεμάτη ειρήνην και ευωδίας. Τι λάμπει εκεί κάτω; Άργυρος, αδάμας, πέτρα πολύτιμη, αλάβαστρος, τι είναι τέλος πάντων; Ένα κομμάτι τενεκέ! Όλα είναι απατηλά. Ονειρώδη και φευγαλέα. Μία τέτοια νύχτα θα μας εφαίνετο άγγελος και το πλέον κακοφτιασμένο θήλυ. Υπάρχει διάθεσις έρωτος, είναι περιχυμένη στον αέρα… Ιδού εκεί επάνω, πολύ ψηλά ένα σύννεφο. Είναι η βροχή, η απελπισία, η λάσπη! Και όμως μετεβλήθη και αυτό απόψε. Είναι κατάλευκο, όμοιον με κύκνον, ο Ζευς ίσως που κατεβαίνει ερωτοπαθιασμένος στη Λήδα του!
Στα δένδρα φτεροκοπούν τα πουλιά. Είδαν το φως και απατήθηκαν. Θα ενόμισαν πως εφώτισε. Πουρπουλίζουν. Τσίου Τσίου! Κάποια σεμνή σπουργίταινα προσπαθεί να καθησυχάση τον συμβίον της: «Ησύχασε καλέ! Μα τι έπαθες απόψε;» Τι έπαθε. Εφεγγαριάστηκε! Πως να ησυχάση και να κοιμηθή; Και ποιος κοιμάται αυτή τη νύχτα; Είσθε παχύδερμον, υπνηλός, βους αροτριών, πεζός, κακομοίρης, αναίσθητος; Πηγαίνετε να κοιμηθήτε περιφρονούντες το θαύμα αυτό της φωτοπλημμύρας; Κλείνετε τα πατζούρια, διπλαμπαρώνεσθε; Η Εκάτη θα σας ξετρυπώση, δεν θα σας αφήση να κλείσετε μάτι. Θ’ αρχίση να ρίπτη μέσα στον κοιτώνας σας, από ταις πειό μικραίς σχισμαίς του παραθύρου, τα αργυρά της βέλη. Θα σας σηκώση, θα σας βγάλη στο ύπαιθρον.
Τι θα εγίνετο ο Δήμος εάν ο Δημιουργός ελησμονούσε να κατασκευάση και μίαν σελήνην κοντά εις τόσα άλλα; Εάν ο ήλιος ήτο φιλάργυρος, τσιγγούνης, Σάϋλωκ και δεν της εδάνειζε το φως του; Που θα έφθαναν τα έξοδα του φωτισμού της πόλεως; Ο φωτισμός της πόλεως. Τα ηλεκτρικά! Πυγολαμπίδες! Ενώ απόψε αρκεί αυτός ο τεράστιος γλόμπος εκεί επάνω διά να πλημμυρίσουν όλα στο φως. Και τι φως και πόσο φως! Ο γείτων κάθεται στο μπαλκόνι του και διαβάζει την εφημερίδα του. Οικονομία στο πετρέλαιο. Η κ. Αγλαΐα –η τίγρις του– θα είναι ασφαλώς πολύ ευχαριστημένη…
Κυττάζουμε τον Υμηττό. Ποτέ αι γραμμές του δεν είχαν τόσην λεπτότητα, τόσην απαλότητα, τόσην ευγένειαν. Ο Λυκαβηττός απαράλλαχτος γίγας φρουρών την πόλιν. Η εκκλησίτσα του στην κορυφή ομοία με λευκό σαρίκι…
Από το σπίτι εξεπόρτισαν δίποδα και τετράποδα. Τα κορίτσια κατέβηκαν στο Φάληρο. Η υπηρέτρια εθυμήθηκε τον ιππότην της. Και η ψιψίνα τον ιδικόν της. Το γαρδέλι στο κλουβί έχει μια παράξενη ανυπομονησία και χτυπά κάθε τόσο τα φτερά του… Νύχτα μαγευτική, νύχτα νοσταλγική, νύχτα αγρυπνίας, νύχτα αναμνήσεων παληών, νύχτα πόθων, νύχτα ερωτική, νύχτα λευκή, νύχτα πανσελήνου! …