Δεν υπάρχει ανιαρώτερον πράγμα, λέγει, νομίζω, κάπου ο Γουσταύος Δροζ, ο συγγραφεύς του περιφήμου «Ο Κύριος, η Κυρία και το Μωρό», από το ν’ ακούη κανείς στα καλά καθούμενα ερωτικάς εξομολογήσεις ενός τρίτου.Φαντάζεσθε τι είνε πλέον και να τας διαβάζη τυπωμένας! Οι ερασταί, οι μεγαλοφυέστεροι και οι μωρότεροι, όταν γράφουν τα αισθήματά των επάνω εις το χαρτί, κατορθώνουν να λέγουν πάντοτε τα ίδια πράγματα και με τον ίδιον τρόπον. Αυτό είνε ίσως μία απόδειξις του μεγαλείου και της αιωνιότητος του Έρωτος, αλλά δεν είνε καθόλου ενθαρρυντικόν δι’ ένα αναγνωστήν.
Αι εφημερίδες εν τούτοις, οσάκις μία ερωτική ιστορία γείνη κοινόν κτήμα διά της ηλιθίας επεμβάσεως ενός πυροβόλου ή αγχεμάχου όπλου, φιλοτιμούνται να μας προσφέρουν την ειδική αυτήν φιλολογίαν. Γράμματα που πότε δεν εφαντάσθησαν ότι θα φθάσουν έως το τυπογραφείον, γράμματα που εγράφησαν κ’ εσχίσθησαν κ’ εξαναγράφησαν εις ώρας ερωτικού πυρετού, γράμματα που εδιαβάσθηκαν κρυφά και βιαστικά εις το φως ενός φαναριού του δρόμου ή εις το φως ενός λουμινιού κ’ έπειτα εφυλάχθησαν ως κειμήλια ή ως κλοπιμαία εις τα βάθη των συρταριών, αρπάζονται αγρίως από το ταχυπιεστήριον, σκορπίζονται εις τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και απαγγέλονται μέσα εις το καφενείον μεταξύ καφέδων και ναργιλέδων. Και η ερωτική φιλολογία αδικείται και εξευτελίζεται χωρίς χωρίς λόγον…
Ο Έρως και όλα τα σχετικά του ομοιάζουν, βλέπετε, με τα λεγόμενα φαγητά της ώρας. Όταν δεν φαγωθούν ζεστά από την σκάραν ή το τηγάνι, δεν αξίζει πλέον τον κόπον να φαγωθούν. Αι ερωτικαί επιστολαί περισσότερον από κάθε άλλο. Όχι μόνον οι «τρίτοι» του Δροζ, αλλά και εκείνου που τας γράφουν κ’ εκείνοι που τας διαβάζουν δεν ημπορούν να τας ξαναϊδούν, όταν περάση η ώρα τους.
Το περίεργον εν τούτοις είνε, ότι όλοι οι ερωτευμένοι έχουν μανίαν να γράφουν. Όχι πλέον διά να δώσουν ένα ραντεβού ή μίαν εξήγησιν ή να κανονίσουν επείγοντα ερωτικά ζητήματα, περιστάσεις που δικαιολογούν την έγγραφον συνεννόησιν, αλλ’ απλώς διά να εκφράσουν τα αισθήματά των. Ένας άνθρωπος κάθεται δύο ώρας με την ερωμένην του και φλερτάρει και φλυαρεί -έγινε κάποτε και η συνωνυμία αυτή -και εξομολογείται και αδειάζει όλον το περιεχόμενον της ψυχής του. Φεύγει επί τέλους και πηγαίνει κατ’ ευθείαν να κάμη τι; Να γράψη εις την ερωμένην του.
Πως λοιπόν; Δεν της τα είπεν όλα, διά σήμερον τουλάχιστον; Της τα είπεν, αλλά, μόλις απεμακρύνθη δύο βήματα, ανεκάλυψεν ότι είχεν άλλα τόσα να ειπή και δεν τα είπε. Και τα γράφει. Και επειδή ο ερωτευμένος δεν ημπορεί να κάμη άλλο τίπτε από το να ενασχολήται με τον έρωτά του, ξανακάθεται εις το τραπέζι του και γράφει ακόμη και ολοένα γράφει. Έτσι συμβαίνει, ώστε άνθρωποι, που εις ομαλήν κατάστασιν δεν έγραψαν ποτέ γράμμα μεγαλείτερον των δέκα γραμμών, και διά τας σπουδαιοτέρας των υποθέσεις, όταν τους εγγίση ο έρως, αραδειάζουν σελίδας επάνω εις σελίδας και πληρόνουν διπλά και τριπλά ταχυδρομικά τέλη χωρίς να το συλλογίζωνται καθόλου.
Δεν ηξεύρω τι έκαμναν οι ερωτευμένοι πριν ανακαλυφθή η γραφή· είμαι όμως βέβαιος, ότι εκείνος που την πρωτοανεκάλυψεν ήτο ερωτευμένος και την εχρησιμοποίησε πρώτην φοράν διά να γράψη εις την ερωμένην του. Αυτός είνε ακριβώς ο λόγος, διά τον οποίον οι παλαιότεροι και σοφώτεροι γονείς εθεωρούσαν τα γράμματα περιττήν πολυτέλειαν διά τα θηλυκά των, χρησιμεύουσαν μόνον διά να γράφωνται τα ραβασάκια. Σήμερον τα ραβασάκια έγειναν billets daix. Και όχι μόνον γράφονται, αλλά κάποτε και δημοσιεύονται. Πόσον δίκαιον είχεν ο Πτωχοπρόδρομος, που αναθεμάτισε τα γράμματα κ’ εκείνον που τα βρήκε!
Όταν οι άνθρωποι ήσαν ολιγώτερον γραμματισμένοι και αντέγραφαν εις τας κρισίμους στιγμάς της ζωής των το «Ερωτικόν Επιστολάριον», τα πράγματα ήσαν καλλίτερα. Σήμερον όμως αι ερωτικαί επιστολαί, αν κρίνωμεν από τα δημοσιευόμενα εκάστοτε δείγματα, έχουν ύφος. Η μάλλον προσπαθούν να έχουν· και αυτό είνε το απελπιστκόν.
Από τα ραβασάκια του παλαιού λαϊκού τύπου, που έχουν επάνω τους ζωγραφισμένην μίαν καρδίαν, σχιζομένην από ένα ή περισσότερα βέλη και είνε γράμμενα σε ριγωμένο χαρτί, αγορασμένον από τον γειτονικόν μπακάλην και αποπνέον οσμήν αποικιακών, από τα συμπαθητικά αυτά ραβασάκια, που είνε ραντισμένα με τεχνητά δάκρυα και κρύβουν μέσα τους ένα ξεραμένο λουλούδι, έως τας μακροσκελείς επιστολάς, που το περγαμηνόν τους χαρτί αναδίδει αδιόρατα, βαρύτιμα μύρα, όλαι κάμνουν αγωνιώδεις προσπαθείας ύφους. Και ενώ πιστεύεται ότι το ύφος είνε ο άνθρωπος, όταν διαβάζη κανένας ερωτικάς επιστολάς, νομίζει ότι τας έγραψεν όλας ο ίδιος ερωτευμένος, που ερωτεύθη μαζή με τον Αδάμ κ’ εξακολουθεί να βασανίζεται μέχρι σήμερον.
Και όμως λέγουν, ότι ο έρως ενέπνευσε τα μεγαλείτερα αριστουργήματα του κόσμου. Ο Θείος Πλάτων λέγει ακόμη, ότι κάθε άνθρωπος, που τον εγγίση ο έρως, γίνεται ποιητής «καν άμουσος η το πρότερον».
Πως συμβαίνουν λοιπόν όλα αυτά τα παράδοξα; Το πιθανώτερον είνε, ότι όλα τα ερωτικά αριστουργήματα εγράφησαν, όταν οι συγγραφείς των έπαυσαν να είνε ερωτευμένοι. Εις τας στιγμάς του έρωτός των έγραφαν και αυτοί επιστολάς, αι οποίαι δεν είνε πολύ καλλίτεραι απ’ αυτάς που δημοσιεύουν εκάστοτε αι εφημερίδες. Τώρα, αν υπάρχουν εξαιρετικώς και ωραίαι ερωτικάι επιστολαί, αυτό δεν σημαίνει τίποτε.
Διά να είνε ωραίαι, σημαίνει ότι τας έγραψαν άνθρωποι που δεν ήσαν ερωτευμένοι. Ένας ερωτευμένος ημπορεί να κάμη όλα τα θαύματα. Το μόνον που δεν ημπορεί να κάμη είνε να γράψη μίαν ωραίαν ερωτικήν επιστολήν.