Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν Νοέμβριος του 1958, όταν απαθανατίζονταν και στη χώρα μας οι πρώτοι χρήστες του στεφανιού που έκανε θραύση σε όλον τον κόσμο ο -εξωφρενικός, όπως τον αποκαλούσαν- χορός του χούλα-χουπ. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο περί παιδιάς γνωστής από τα πανάρχαια χρόνια (Αίγυπτος, Ελλάδα κ.λπ.), στα νεότερα χρόνια όλα ξεκίνησαν από την Αμερική. Μπορεί ο Ξενοφών να μας παραδίδει θαυμάσια εικόνα με χρήση στεφανιών από κορίτσια, αλλά το δίδυμο των Αμερικανών παραγωγών παιχνιδιών Ρίτσαρντ Κνερ και Άρθουρ Μέλιν κυκλοφόρησε, τον Ιούλιο 1958, τα πλαστικά στεφάνια[1].
Ακολούθησε φρενίτιδα. Εντός 4 μηνών πουλήθηκαν περισσότερα από 25 εκατομμύρια στεφάνια. Οι πωλήσεις έφθασαν τα 2 εκατομμύρια εντός διετίας[2]. Τον Σεπτέμβριο 1958 κυκλοφορούσε και το πρώτο τραγούδι του χούλα-χουπ, με την Τζόρτζια Γκίμπς. Το νέο γυμναστικό παιχνίδι-χορός κυκλοφόρησε αστραπιαία. Παιδιά, νέοι και νέες, γυναίκες και άνδρες επιδίδονταν με μανία στη νέα ψυχαγωγία. Μετά το γιο-γιο και το ροκ ‘ν’ ρολ, ήταν η τρίτη «τρέλα» της δεκαετίας 1950. Στην Ευρώπη μεταδόθηκε πρώτα στο Λονδίνο. Η αμερικανική βιομηχανία παιχνιδιών σημείωνε τις μεγαλύτερες εισπράξεις που είχε επιτύχει έως τότε για ένα και μόνο αντικείμενο. Άλλοι τον αποκαλούσαν «χορό της κοιλιάς», ενώ η νέα μόδα κατακτούσε ιδιαίτερα τον κόσμο των κοριτσιών ηλικίας από 5 έως 16 ετών[3].
Η επιτυχία του νέου γυμναστικού παιχνιδιού πρέπει να αποδοθεί και στους ισχυρούς μηχανισμούς διαφήμισης που κατακτούσαν την αμερικανική ζωή. Δεκάδες καταστήματα είχαν εγκαταστήσει στις αίθουσές τους ζωηρά νεαρά κορίτσια, που λικνίζονταν σαν μεθυσμένα, στριφογυρίζοντας γύρω από τη λεκάνη τους τα μαγικά τους χούλα χουπ. Η σκυτάλη δόθηκε στις βρετανικές εφημερίδες, οι οποίες δημιουργούσαν την εντύπωση πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, όσοι δεν χρησιμοποιούν το παιχνίδι είναι… απόβλητοι της κοινωνίας[4]! Η επιδημία εξαπλώθηκε στη Γαλλία, ενώ είχε ήδη κατακτήσει τις σκανδιναβικές χώρες. Δεν είχε φύγει το 1958 και εμφανίσθηκαν και οι πρώτες ιατρικές αντιδράσεις, οι οποίες έκαναν λόγο για μια νέα νόσο που έπληττε τη σπονδυλική στήλη.
Ποιος ακριβώς το έφερε πρώτος στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε. Πάντως, ο χορευτής και χορογράφος Τάκης Βαρλάμος (1930-2011), με πληθωρικό έργο τις δεκαετίες ’50-’60, ήταν εκείνος που οργάνωσε πρώτος δοκιμαστική επίδειξη του χούλα χουπ. Η επίδειξη αυτή πραγματοποιήθηκε όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα στεφάνια στις βιτρίνες καταστημάτων των Αθηνών και του Πειραιά. Πολλά στεφάνια κατασκευάζονταν σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών του Πειραιά και πωλούνταν προς 30 δραχμές[5].
Ωστόσο, υπήρχε ένα κέντρο διασκέδασης της εποχής, το Κάστρο, στην οδό Μνησικλέους 8 στην Πλάκα, που επαιρόταν πως ήταν το πρώτο που εμφάνισε το χούλα χουπ στην Ελλάδα. Εννοείται πως ακολούθησαν αμέσως και άλλα καταστήματα που περιλάμβαναν στο πρόγραμμά τους και χούλα χουπ (Αβέρωφ, Γκρην Πάρκ κ.ά.). Επίσης, ανέβηκε στην πίστα της Πλακιώτικης Αυλής (Δαιδάλου 15), όπου το πρόγραμμα περιλάμβανε το δίδυμο Μανώλη Χιώτη – Μαίρης Λίντα, με την τελευταία να είναι «άφταστη και ασύγκριτη και στο χούλα χουπ»[6]!
Το πρώτο κατάστημα που εισήγαγε πλαστικά στεφάνια στην Αθήνα ήταν ο Κύκλος (Καραγιώργη Σερβίας 3), ενώ στις φτωχογειτονιές, λόγω αδυναμίας αγοράς των στεφανιών, τα παιδιά χρησιμοποιούσαν ακόμη και στεφάνια βαρελιών. Με ένα τέτοιο στεφάνι σημειώθηκε και το πρώτο ρεκόρ στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στη Ρόδο, μία 17χρονη εργάτρια του Κεραμουργείου Ίκαρος, η Παρασκευή Καραδόλια, πέτυχε να πραγματοποιήσει 2.100 στροφές με ξύλινο στεφάνι βαρελιού. Ο Σπύρος Μελάς σε χρονογράφημά του έκανε λόγο για παγκόσμια παραφροσύνη και πως «νέοι και γέροντες, άσημοι και διάσημοι, σοφοί και τρελοί στριφογυρίζουν γύρω από τους γοφούς των το εκ πλαστικής ύλης τσέρκι, αδιακρίτως φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος, χρώματος»[7]!