Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η παραγωγή και η πώληση του κρασιού στα χρόνια του Όθωνος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όποιος είχε αμπέλια και παρασκεύαζε κρασί συνηθιζόταν να το διαθέτει στους ενδιαφερόμενους από το σπίτι του. Κρεμούσε λοιπόν μία, συνήθως κακότεχνη, ταμπέλα τοποθετημένη πάνω σε κλαδί ελιάς στο ανώφλι του σπιτιού του. Έτσι, σε κάθε βήμα του ο περαστικός, κυρίως στα σπιτόπουλα του Ψυρρή αλλά και σε όλη την πόλη, συναντούσε και ένα τέτοιο εκ του προχείρου «Οινοπωλείον». Έμπαινε στην αυλή, έβλεπε τη νοικοκυρά ή το νοικοκύρη του σπιτιού, δοκίμαζε το κρασί και αγόραζε. Αλλά τις αποκριάτικες ημέρες τα πράγματα άλλαζαν.
Πουλιόταν στις αυλές
Τις ημέρες εκείνες τα σπίτια που διέθεταν κρασί έβρισκαν τον μπελά τους. Όπως συνέβαινε και το 1846. Τέσσερις – πέντε στρατιώτες που ήθελαν να ευθυμήσουν και να διασκεδάσουν μπήκαν σε μια αυλή της συνοικίας Ψυρρή, όπου πουλιόταν κρασί. Η γριά νοικοκυρά ετοιμάστηκε να τους φέρει κρασί. Εκείνοι βρήκαν προχείρως ένα τραπέζι και στρογγυλοκάθισαν. Προμηθεύτηκαν και ένα σκουμπρί, πήραν και πιάτα από τη νοικοκυρά και έστησαν πραγματικό πανηγύρι στην ξένη αυλή.
Βέβαια, και η νοικοκυρά απέβλεπε σε κάποιο κέρδος, ό,τι θα αποζημιωνόταν αναλόγως για τις υπηρεσίες που τους παρείχε, για το κεσάτι της όπως έλεγαν τότε. Η ώρα περνούσε, οι στρατιώτες διασκέδαζαν και συνομιλούσαν μέχρι που ένας εξ αυτών ρίχνει κάτω το ποτήρι του. Ακολούθησε ο διπλανός του, ένας τρίτος έσπασε το πιάτο, ενώ οι υπόλοιποι έσπασαν και το τραπέζι. Ξαφνικά βρέθηκαν όλοι όρθιοι να σπρώχνονται και κυριολεκτικά να αλαλάζουν χτυπώντας τα χέρια τους. Έντρομη και άφωνη η γριά νοικοκυρά από το ξαφνικό κακό που την είχε βρει.
Έγειρε και έπεσε…
Μέχρι που οι στρατιώτες, αφού τα έκαναν όλα ρημαδιό, πήραν τα λουριά και τα σπαθιά τους και εξαφανίστηκαν. Τότε πήρε απόφαση κι εκείνη και κατέβασε το κλαδί από την πόρτα της. Αφού έριξε όσες κατάρες γνώριζε στους άγνωστους στρατιώτες, σταμάτησε να διαθέτει κρασί σε ξένους και αποφάσισε να το καταναλώνει με τους δικούς της. Μικρή ακόμη η πόλη των Αθηνών, περίπου 25.000 κατοίκους είχε όλους κι όλους. Ακόμη μικρότερη η γειτονιά του Ψυρρή και το μαντάτο κυκλοφόρησε γρήγορα. Σημειώθηκαν, όμως και άλλα τέτοια κρούσματα.
Στη συνοικία της Χρυσοσπηλιώτισσας, τις ίδιες ημέρες του 1846, μια ομάδα τεχνιτών διασκέδαζε σε κάποιο κρασοπουλειό. Ένας από τους νεαρούς της παρέας, ασυνήθιστος στην οινοποσία, κατεβάζοντας το πολλοστό ποτηράκι, έκλινε το κεφάλι στο πλάι και έπεσε χάμω. Η παρέα του νόμιζε πως αστειευόταν. Αλλά σε λίγο διεπίστωσαν ότι ο φίλος τους είχε εκπνεύσει. Το περιστατικό στάθηκε αφορμή να ξεκινήσει συζήτηση για τις επικίνδυνες ουσίες που έριχναν οι ιδιώτες στα κρασιά προκειμένου να τα κάνουν πιο δυνατά, να τα κάνουν «άκρατα», όπως έλεγαν. Προηγουμένως, είχαν φροντίσει να τα νερώνουν, να τα «αγιάζουν» με μεγάλες ποσότητες νερού.
Η παρέμβαση των Αρχών
«Συχνάκις καταντούν ουδέ ως οξύδια κοινά να μην είναι δυνατόν να πωληθώσιν έπειτα», έγραφε η εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη». Επρόκειτο, βεβαίως, για τις «μπόμπες» της εποχής και το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο. Τέτοιου είδους επεισόδια προκάλεσαν την παρέμβαση των Αρχών. Άρχισαν να αραιώνουν από τα ανώφλια των σπιτιών οι πρόχειρες ταμπέλες που διαφήμιζαν το σπιτικό κρασί και οι πόρτες των αυλών δεν ήταν πλέον ανοιχτές για τους περαστικούς. Με αστυνομικές εγκυκλίους και ένα είδος υγειονομικών διατάξεων επιχειρήθηκε να δοθεί τέλος και στην ασυδοσία των καπηλειών που νόθευαν τα κρασιά. Όσο, όμως, κι αν προσπάθησαν οι Αρχές, η νόθευση των κρασιών συνεχίστηκε, για να φτάσει στις ημέρες μας με τη νόθευση όλων των οινοπνευματωδών, τις περίφημες «μπόμπες», που διαθέτουν τα νυχτερινά κέντρα.