Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Έως πότε οι οργιάζοντες (στα Εξάρχεια) ελεύθεροι θα διαταράσσωσι την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν»; Το ερώτημα δεν είναι σημερινό. Το απηύθυνε ο δημοσιογράφος Αριστείδης Παναγιωτίδης στην κυβέρνηση και στην ηγεσία της Αστυνομίας![1] Αφορμή αιματηρά επεισόδια που είχαν ξεσπάσει το 1889 στην οδό Πινακωτών, όπως ονομαζόταν τότε η οδός Χαριλάου Τρικούπη. Μια παρέα έξι νεαρών διασκέδαζαν όλη τη νύχτα και «έθυον αφειδώς εις τον Βάκχον».
Γύρω στα ξημερώματα, οι νεαροί φοιτητές Γ. Καρδίτσης, Οδ. Γλύνης, Ν. Κούμουλος, Στ. Χωματιανός, Μενέλαο Μωραϊτίνης, αδελφό του Τίμου και κάποιος Μάρκος, σε κατάσταση μέθης, πήγαν στο καφενείο «Μικρά Ασία» των Εξαρχείων και τα έκαναν… θάλασσα. Στη συνέχεια ήθελαν με τη βία να εισβάλουν στον Οίκο Ανοχής που διατηρούσε επί της Χ. Τρικούπη η «Μαντάμ Παλούκη».[2]
Οι κλητήρες απήλθον…
Αλλά βρήκαν τις πόρτες και τα παράθυρα σφραγισμένα. Άρχισαν, λοιπόν, να λιθοβολούν τον δυσώνυμο οίκο. Ξαφνικά, όμως, άνοιξε ένα παράθυρο και άρχισαν οι πυροβολισμοί. Απέξω η παρέα ανταπέδωσε και στήθηκε πραγματική μάχη. Ο κόσμος έβγαινε ημίγυμνος στους εξώστες και στα παράθυρα για να δει τι συμβαίνει. Όλων τα βλέμματα στρέφονταν προς το φαρμακείο Βαρούχα, το οποίο βρισκόταν εκεί.
Ο θόρυβος από το ηχηρό σπάσιμο των τζαμιών του καφενείου και οι πιστολιές είχαν ξεσηκώσει τους πάντες. Δύο αστυνομικοί κλητήρες πήγαν μέχρι το σημείο των επεισοδίων, αλλά, μόλις είδαν την κατάσταση τόσο τεταμένη, φρόντισαν να… απομακρυνθούν. «Ρίψαντες έν βλέμμα επί του πεδίου του δράματος απήλθον», όπως ανέφερε το ρεπορτάζ της εποχής.[3]
Θαρραλέος αστυνόμος
Οπότε το «πανηγύρι» συνεχίστηκε κανονικά. Το ρεβόλβερ έριχνε μέσα από το σπίτι και απ’ έξω η παρέα των νεαρών είχε ακροβολιστεί και ανταπέδιδε. Μια σφαίρα τραυματίζει τον Μωραϊτίνη στο χέρι και τον Χωματιανό στο πόδι. Εν τω μεταξύ, άρχισαν να εκτοξεύονται και ογκώδεις λίθοι. Η κατάσταση εκτραχυνόταν ακόμη περισσότερο, αφού πλέον απειλούσαν να επέμβουν κάποιοι αξιωματικοί που κατοικούσαν στην περιοχή.
Τότε εμφανίστηκε ένας θαρραλέος αστυνόμος, ο Φ. Μπάρδης, ο οποίος, αφού συγκέντρωσε όση αστυνομική δύναμη μπορούσε, έσπευσε στο σημείο να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εν τω μεταξύ, φαίνεται πως και μια φωτιά που είχε ξεσπάσει, δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα και συνέβαλε στην πρόκληση μεγαλύτερης έντασης. Ωστόσο, ο αστυνόμος συνέλαβε τους πάντες, αφήνοντας τους δύο τραυματίες φρουρούμενους στο φαρμακείο Βαρούχα.[4]
«Ας αφήση ο κ. Πρωθυπουργός…»
Το περιστατικό αυτό είναι εμβληματικό, διότι από τότε, από τα μέσα της δεκαετίας 1880, προστίθενται νέες χρήσεις στην περιοχή της Νεάπολης. Τα μέχρι τότε καφενεδάκια των φοιτητών μετατρέπονται σε χαρτοπαικτικές λέσχες με «ιδιαίτερα δωμάτια». Παρά τα συνεχή επεισόδια, τις ταραχώδεις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις με όργανα του νόμου, οι αντιδράσεις εκ μέρους των Αρχών ήταν χλιαρές. Ορισμένες υπηρεσιακές κυβερνήσεις προσπάθησαν να λύσουν τα προβλήματα χρησιμοποιώντας τον Δημήτριο Μπαϊρακτάρη και τις πρακτικές του. Αλλά οι προσπάθειες εγκαταλείπονταν όποτε αναλάμβανε την εξουσία ο Χ. Τρικούπης ή ο Θ. Δηλιγιάννης και αποχωρούσε από τη θέση του αστυνομικού διευθυντού ο αψύς στρατιωτικός.[5]
Παράλληλα, η πόλη εξαπλωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς και προς κάθε κατεύθυνση. Βρισκόμαστε στην περίοδο που τα Εξάρχεια και η ευρύτερη περιοχή αλλάζει όψη και κοινωνική σύνθεση. Οι ταβέρνες και τα χαμόσπιτα ετοιμάζονταν να παραδώσουν τη θέση τους στα μέγαρα του Μεσοπολέμου. Πάντως, επί 13 δεκαετίες παραμένει πάντα επίκαιρη η προτροπή ενός άλλου διακεκριμένου ανθρώπου του Τύπου, του Γεώργιου Στ. Μαυρογένη, ο οποίος, απευθυνόμενος στον Χαρίλαο Τρικούπη, του έγραφε: «Ας αφήση ο κ. Πρωθυπουργός επ’ ολίγον τα μεγαλεπήβουλα σχέδιά του και ας θέση τέρμα εις την κατάστασιν ταύτην. Είναι ικανός να το πράξει εάν θέλει και πρέπει να θελήσει»![6]