Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Θηλάστρια, τροφός, παραμάνα ή βυζάστρα ή βυζάχτρα είναι λέξεις που δεν υπάρχουν πλέον στο καθημερινό λεξιλόγιό μας, αλλά κάποτε πρωταγωνιστούσαν στη ζωή του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα δε το φαινόμενο είχε πάρει σημαντικές διαστάσεις επί περίπου μία εκατονταετία στην πόλη των Αθηνών, από τότε που ορίστηκε ελληνική πρωτεύουσα έως και τη δεκαετία του 1930. Στα χρόνια του Όθωνα και με ιδιωτική πρωτοβουλία εκδηλώθηκε πρώτα το ενδιαφέρον για την εξασφάλιση γάλακτος κυρίως για τα νόθα και τα εγκαταλελειμμένα παιδιά. Ειδικό κονδύλι του υπουργείου Εσωτερικών υπήρχε για να πληρώνονται οι θηλάστριες και να κρατούν στη ζωή τα ορφανά του Αγώνα ή τα μωρά που εγκατέλειπαν στους δρόμους πάμπτωχες γυναίκες που δεν μπορούσαν να τα μεγαλώσουν[1].
«Έργον χριστιανικώτατον»
Έτσι, στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα βρίσκουμε πλέον οργανωμένες προσπάθειες για την αναζήτηση θηλαστριών, μέσω του Δημοτικού Βρεφοκομείου που είχε ιδρυθεί με χρήματα ευεργετών. Θεωρώντας δε ότι οι γυναίκες που βρίσκονταν στην πόλη δεν ήταν κατάλληλες για τον ρόλο της τροφού, προτιμούσαν να συγκεντρώνουν τα παιδιά στο κτίριο που ανήγειραν στην πλατεία Κουμουνδούρου και σώζεται μέχρι τις ημέρες μας και να προσλαμβάνουν θηλάστριες. Προτιμούσαν δε αυτές να προέρχονται από «…τα πέριξ των Αθηνών χωρία διότι αι χωρικαί γυναίκες ούσαι φιλανθρωπότεραι και θέλουσι περιποιείσθαι επιμελέστερον τα ανατεθειμένα εις αυτάς βρέφη». Εκτός αυτού, και οι συνθήκες διαβίωσης στα χωριά ήταν πιο υγιεινές. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα, οι χωρικές δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν τη διατροφή έκθετων παιδιών. Γι’ αυτόν τον λόγο καταβάλλονταν προσπάθειες, μεταξύ των οποίων και της «επιστράτευσης» του μητροπολίτη, με σκοπό να υποδείξει στους εφημέριους των χωριών ότι, εάν οι γυναίκες σπεύσουν να συνδράμουν στα βρέφη, τότε αυτές «…εκπληρούσιν έργον θεάρεστον και χριστιανικώτατον…»[2].
Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 επιστρατεύονται αστυνομικοί κλητήρες, οι οποίοι παίρνουν και προμήθεια για κάθε καλή θηλάστρια, ενώ όσες παρουσιάζουν καλοδιατηρημένα παιδιά παίρνουν ιδιαίτερη αμοιβή. Κύριοι τόποι προέλευσής τους ήταν τα νησιά των Κυκλάδων, όπως η Τήνος, η Άνδρος, η Νάξος και η Κέα.
Οι οδηγίες
Για την ποιότητα και την καλή υγεία των τροφών συχνά εκδίδονταν οδηγίες από την Αστυνομία Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίες κρίνονταν αναγκαίες και απαραίτητες, αφού συχνά αυτές μετέδιδαν ασθένειες στα βρέφη. Από τότε άρχισε η άνθηση του επαγγέλματος του «προμηθευτού θηλαστριών», ενώ δεν έλειψαν και περιστατικά μανάδων που «έριχναν» το παιδί τους στη βρεφοδόχο και κατόπιν εμφανίζονταν ως θηλάστριες για να πληρωθούν για τον θηλασμό.
Και ρουσφέτι το θήλασμα!
Στα τέλη του 19ου αιώνα δημοσιευόταν στον ελληνικό Τύπο μια συγκλονιστική στατιστική που ήθελε να υπάρχουν στην Αθήνα 10.000 παραμάνες, δηλαδή γυναίκες οι οποίες πωλούσαν το γάλα τους για τις ανάγκες των παιδιών των «καλών οικογενειών»[3]! Ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός αν ληφθούν υπόψη τα τότε πληθυσμιακά στοιχεία της πρωτεύουσας. Επρόκειτο για μόδα της εποχής, η οποία προέκυψε από την υπερπροσφορά των γυναικών που έφθαναν στην πρωτεύουσα για να βρουν την τύχη τους. Νωρίτερα οι παραμάνες ήταν ελάχιστες. Αλλά οι Ελληνίδες μητέρες, είτε για λόγους υγείας, είτε για λόγους μόδας ή ακόμη για να μη χαλά το στήθος τους ή, τέλος, διότι δεν ήταν το ίδιο στοργικές με τις παλαιότερες, έπαιρναν τις παραμάνες τους.
Οι παραμάνες αναζητούνταν στα χωριά. Εντυπωσιακή προτίμηση είχαν οι γυναίκες από την Αράχωβα και τα Κιούρκα, το ωραίο χωριό της Αττικής. «Αλλ’ είνε σπάνιον να εύρης καλήν, βουνίσιο πράγμα» έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, συμπληρώνοντας πως «δι’ αυτό το έργον της παραμάνας κάμνουν τόρα και άλλαι γυναίκες, θυγατέρες πλυντριών και άλλαι πτωχαί γυναίκες»[4]. Για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην οι γυναίκες αυτές έπαιρναν για να θηλάσουν βρέφη από το Βρεφοκομείο Αθηνών αντί 15 δραχμών τον μήνα. Ήταν δε ένα από τα «ρουσφέτια» που έκαναν οι πολιτικάντηδες της εποχής να διαμεσολαβούν ώστε να εξασφαλίσει μια φτωχή γυναίκα παιδί για θήλασμα.
Η παραμάνα του βασιλιά
Μια Αραχωβίτισσα βύζαξε και τον διάδοχο –αργότερα βασιλιά–Κωνσταντίνο. Όταν πέρασαν τα χρόνια, έπαιρνε και μια μικρή σύνταξη από το Παλάτι. Η παραμάνα αυτή θεωρούνταν «προνομιούχος», ενώ έδωσε και συνεντεύξεις για τις προτιμήσεις και τις κλίσεις του τότε διαδόχου, ο οποίος «έτρωγε πολύ γάλα και εκοιμάτο πολύ»! Οι παραμάνες που προσλαμβάνονταν στα «καλά σπίτια» μισθοδοτούνταν με 80-100 δραχμές μηνιαίως, ποσόν ικανοποιητικό για τα μέτρα της εποχής. Τρέφονταν καλά και ντύνονταν σύμφωνα με τη «ρώσικη» μόδα. Άσπρα ρούχα και κορδέλες κόκκινες, που έδιναν αφορμή να γραφτεί στις εφημερίδες η περιγραφή τους. Η παραμάνα έμοιαζε, σύμφωνα με τον Βλ. Γαβριηλίδη, «σαν αγελάδα στολισμένη με χρυσά και βυζά ως μικρούς ασκούς και καθαρώτατα»!
Πάντως, τα δημοσιεύματα επισήμαιναν πως «καμμία παραμάνα των Αθηνών δεν είναι ωραία, καμμία γελαστή»! Υποστήριζαν πως ήταν κατά το πλείστον ανδρογυναίκες, σκυθρωπές και χονδροκαμωμένες «διότι το χονδρό κορμί προτιμάται ως σημείον υγείας»[5].
Στο Ζάππειο συναντούσε κανείς τις παραμάνες δύο-δύο ή τρεις-τρεις μαζί. Συνήθως μιλούσαν αρβανίτικα και την πρώτη διαταγή που έπαιρναν από την κυρία τους, όταν έβγαιναν, ήταν να μην πλησιάζουν στραγαλατζήδες. Αυτές είναι ελάχιστες πτυχές από τις παραμάνες και τον ρόλο τους στη νεότερη Ελλάδα.