Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όταν συνέρρεε ο κόσμος, τότε άρχιζαν ο συνωστισμός, το σπρώξιμο και ο χαρτοπόλεμος «…εφεύρεσις μάλλον ακίνδυνος και μάλλον ήσυχος…», και το πέταγμα των χάρτινων κορδελών, ο «…ξεκουφαντικός και απαίσιος κρότος των τροκάνων»! Ακολουθούσαν τα μικροπειράγματα: «…Και του χρόνου, κυρία μου!…» έλεγε ο κομψευόμενος και φυσούσε «…δράκα comfetti εις το πρόσωπον της κυρίας». Τώρα αν αυτή είχε «…ημέρους διαθέσεις μειδιά και αντιπαρέρχεται…», αν πάλι ήταν «γρουσούζα», μουρμούριζε, ενώ, αν τύγχανε να συνοδεύεται από κανέναν «…αρειμάνιον καβαλιέρον…», ο νεαρός έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του για τον άκακο αστεϊσμό του.
Το «ρεύμα»
Μέσα σε αυτό το κλίμα παρουσιαζόταν και το περίφημο «ρεύμα». Τι ήταν όμως το «ρεύμα»; Μόνο όποιος το είχε «γευτεί» μπορούσε να κατανοήσει την αξία και… την καταγωγή του. Δεν ήταν λίγοι όσοι είχαν παρασυρθεί από αυτό χωρίς «…οι πόδες τους να εγγίζουν το έδαφος…», με αποτέλεσμα να βρεθούν μακριά από τη θέση στην οποία ήταν. Βέβαια, εννοείται ότι υπήρχαν και απώλειες. Έτσι, πολλοί αποχαιρέτησαν τα καπέλα τους, τα οποία βρέθηκαν «…υπό τους πόδας του… ρεύματος…», ενώ άλλοι που είχαν την ατυχία να έχουν… κάλους συνόδευαν το «ρεύμα» με άγριες κραυγές.
Πώς όμως σχηματιζόταν το «ρεύμα»; Απλούστατα και ευκολότατα, όταν πέντε ή δέκα άτομα άρχιζαν να σπρώχνονται αρχικά μεταξύ τους προς μία κατεύθυνση και στη συνέχεια κατά λάθος δήθεν έπεφταν «…επί των πλησίων των ευρισκομένων και ιδού το ρεύμα!».
«Πατείς με πατώ σε» την Πρωτοχρονιά
Όπως σήμερα, έτσι και τότε οι «φιλοξενούμενοι» των Αθηνών, μόνιμοι και παροδικοί, αποχαιρετούσαν το έτος που έφευγε και καλωσόριζαν το καινούριο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με μια μεγάλη γιορτή στην οδό Ερμού. Εκεί, στην καρδιά της εμπορικής κίνησης, συνέρρεαν τα πλήθη για να «…συρίξουν, να γυρίσουν την τροκάνα τους, να ρίξουν τα comfetti τους, να σπρώξουν και να σπρωχθούν, να πατήσουν και να πατηθούν…» και όπως μας παραδίδει ο αρθρογράφος του 1896[1], πήγαιναν, «…διότι επήγαν και πέρυσι…».
Aπό τη μία το μεσημέρι υπάλληλοι, ως επί το πλείστον, και μαθητές «…καθ’ ομίλους βαίνοντες…», με σφυρίχτρες, χάρτινες κορδέλες και τροκάνες, κάνοντας θόρυβο διαβολικό, έδιναν το σύνθημα για την έναρξη της εορτής, προσελκύοντας κι άλλους.
Παρόντες βασιλιάς και πρωθυπουργός
Και ενώ η γιορτή βρισκόταν στο ζενίθ, μια ασυνήθης ταραχή παρατηρείτο, η οποία είχε ως αφετηρία την αρχή της οδού Ερμού. «…Εκεί κατά την πλατείαν του Συντάγματος και αστραπηδόν από στόματος εις στόμα…» διαδιδόταν ότι ερχόταν ο βασιλιάς «…μετά της βασιλόπαιδος Μαρίας…». Δεν ήταν λίγες οι φωνές που καλούσαν το πλήθος να παραμερίσει και να κάνει τόπο για να περάσει ο βασιλιάς, ο οποίος περπατούσε πεζός στην οδό Ερμού, για να «…ιδή τον λαόν εορτάζοντα…». Όλοι τότε με σεβασμό έκαναν στην άκρη, ενώ οι ζωηρότεροι έραιναν αυτόν και την κόρη του με comfetti. Μέσα σε ευχές και ζητωκραυγές, αφού διέρχονταν όλη την οδό στη συνέχεια επέστρεφαν στα ανάκτορα υπό τα βλέμματα του πλήθους.
Μετά τον βασιλιά ακολουθούσε ο πρωθυπουργός, που το 1896 δεν ήταν άλλος από τον Θ. Δηλιγιάννη. Η βόλτα του όμως δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε ριπτόμενα comfetti, αλλά μόνο υπό τον ήχο των τροκάνων που έδιναν και έπαιρναν. Δύσκολο για τον πρωθυπουργό το 1896, το οποίο αποχαιρέτησε την Αθήνα με «…λεπτή βροχή…» και ακόμη δυσκολότερο το 1897, το οποίο στιγματίστηκε από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο.