«Δεν γνωρίζω αν ο αρχαίος δήμος της Εκάλης, όπου οι Αθηναίοι ετιμούσαν με την εορτήν των Εκαλησίων την ομώνυμον γραίαν, που επεριποιήθη τον Θησέα, ευρίσκετο ακριβώς εις το μεταξύ Κηφισιάς και Διονύσου σημείον, όπου ετέθη προχθές ο πρώτος θεμέλιος λίθος ενός νέου εξοχικού συνοικισμού. Αλλά ένα ωραίον όνομα ευρίσκεται πάντοτε εις την θέσιν του, όταν ευρίσκεται εις μίαν ωραίαν θέσιν. Οι αυστηροί τοπογράφοι της Αττικής ημπορούν ν’ αμφισβητήσουν εις την νέαν Εκάλην τα οικόπεδά της. Εφ’ όσον όμως οι αρχαίοι Εκαλήσιοι δεν έχουν καμμίαν αντίρρησιν, θα ήτο αστείον να την έχωμεν ημείς, εις τον κλασικόν αυτόν τόπον, όπου κάθε σύγχρονος κατσίκα έχει το δικαίωμα να φέρη ανενοχλήτως το όνομα της Αφροδίτης και κάθε φάλαινα το όνομα της Αρτέμιδος. Εν πάση περιπτώσει, οι ανάδοχοι της νέας εξοχής, αποκρούσαντες το τοπωνυμικόν βαπτιστικόν Νέα Οινώη, που τους είχαν προτείνει οι επαΐοντες, είνε άξιοι της ευγνωμοσύνης μας. Φαντασθήτε ότι διά να συνεννοηθή κανείς περί μιας εκδρομής εις την νέαν εξοχήν, θα έπρεπε να στρυφογυρίζη καυτές πατάτες εις το στόμα του.
Αλλ’ ας αφήσωμεν την τοπωνυμίαν και ας φθάσωμεν εις το πεύκον. Η Εκάλη -εις το ύψος του 19ου ακριβώς χιλιομέτρου της δημοσίας οδού από Κηφισιάς εις Διόνυσον- είνε ωρισμένως ένα από τα θελκτικώτερα τοπεία του Αττικού θαύματος. Ένα τοπείον αισθητικώς αριστοκρατικόν. Απλώνει την συμφωνίαν του πρασίνου του και της γραμμής του υπό τα κράσπεδα της Πεντέλης, εις ένα πλούτον τόνων αυστηράς αρμονικότητος. Η σεμνή ποικιλία του εδάφους του- μικροί γλαφυροί γήλοφοι, επαφρόδιτα πρανή, ρεματιές γεμάτες μυστήριον- δεν έχει καμμίαν συμβατικήν επιδεκτικότητα. Ομιλεί όμως βαθύτατα εις μίαν εκλεκτήν αίσθησιν. Ως άποψις, άπειρα μικρά, ανέλπιστα, ποιητικά παρατηρητήρια. Εξαφνικαί αποκαλύψεις τελούνται μεταξύ δύο πεύκων. Εις ένα μικρόν περίπατον ανεκάλυψα διαδοχικώς το κύμα του Φαλήρου, το κύμα της Σαλαμίνος, την κορυφήν της Δίρφης και όσα ακόμη διά τας τοπογραφικάς γνώσεις ενός Αθηναίου «δεν έχουν όνομα κ’ έχουν περίσσια κάλλη». Αλλά το αναπαυτικώτερον αίσθημα εις το θελκτικόν αυτό τοπείον, είνε η παράξενη εντύπωσις, ότι ευρίσκεται κανείς πολύ μακρυά από τας Αθήνας, ενώ ευρίσκεται τόσον πλησίον. Η πόλις δεν κατέκτησεν ακόμη την παρθενίαν αυτής της εξοχής.
Αι Αθήναι ορμούν εν τω μεταξύ εις την κατάκτησίν της. Τρεις άνθρωποι, με έμπνευσιν ομολογουμένως, οι κ.κ. Μ. Παπαδάκης, Αγαπητός και Ηλιόπουλος απεφάσισαν να δημιουργήσουν από την ερημίαν αυτήν ένα νέον πνεύμονα διά το Αθηναϊκόν άσθμα. Ευρήκαν πρώτα πρώτα νερό, το οποίον αναβλύζει ακράτητον από βάθος εκατόν είκοσι μέτρων και από μίαν υπόγειον δεξαμενήν καλυπτόμενην από επτά μέτρα μαρμάρου. Την τροφοδοτούν τα αγνά χιόνια του Πεντελικού. Ερυμοτόμησαν, άνοιξαν λεωφόρους μακαρίου πλάτους, εχάραξαν το σχέδιον του μελλοντικού προαστείου, επρόβλεψαν ένα μέγα ξενοδοχείον, εις το οποίον επεφύλαξαν μίαν περίοπτον, παρθένον έκτασιν, και δεν άφησαν μίαν λεπτομέρειαν, που να μη την βάλουν εις το χαρτί. Ο χρόνος- και υποθέτω όχι μακρός- θα κάμη τα επίλοιπα.
Αν δεν κάμνω λάθος, είνε η πρώτη ωραία παραφροσύνη του είδους αυτού, την οποίαν αποτολμά το άτολμον και μιμητικόν Ελληνικόν κεφάλαιον. Όλαι αι Αθηναϊκαί εξοχαί εδημιουργήθησαν εκ των ενόντων γύρω από τον πυρήνα ενός προϋπάρχοντος χωριού. Και αυτό υπήρξε το ριζικόν των ελάττωμα και η κύρια πηγή των ασχημιών των. Διότι το χωριό δεν δημιουργείται από αισθητικήν ανάγκην. Πρακτικαί ανάγκαι και πρακτικαί προϋποθέσεις συγκοινωνίας, ασφαλείας, βιοπορισμού, το φυτεύουν εις ένα σημείον, το οποίον δεν είνε το ιδεώδες βέβαια μιας ανωτέρας εκλογής. Έπειτα το χωριό μένει. Με την πρωτογενή του ρυμοτομίαν, με την αναρχικήν του οικοδομικήν, με της μιζέριες της πρωτογενούς τους ζωής, με τα τσιγκέλια του χασάπη εις την καρδίαν του συνοικισμού, με τα βρωμομάγαζα του εις την κεντρικήν πλατείαν, με την μοιραίαν του ρυπαρότητα παντού. Όλα αυτά ημπορούν βέβαια να είνε γραφικότητες διά την ζωγραφικήν. Αλλά είνε ανυπόφορα διά την ζωήν πολιτισμένων και καθαρών ανθρώπων. Ένας εξοχικός συνοικισμός, που αρχίζει από το άλφα μιας συγχρόνου αντιλήψεως, είνε βέβαια κάτι παράτολμον, ως Ελληνική επιχείρησις. Είνε όμως ωρισμένως μία ωραιοτάτη και ασυνήθιστη υπόσχεσις.
Εις την Εκάλην, όπου ετέθη προχθές ένας θεμέλιος λίθος, δεν υπάρχει την στιγμήν αυτήν παρά μόνον πεύκο, πρυνάρι, ρεματιά και μία ανάβρα δροσερού νερού. Τίποτε άλλο. Ένα πρόχειρον παράπηγμα από σανίδες αντιπροσωπεύει τα έργα των ανθρώπων. Λοιπόν, μέσα εις την παρθενίαν αυτήν θα βλαστήση αύριον ένας ανθρώπινος συνοικισμός. Και θα δημιουργηθή μία νέα εξοχή διά τους Αθηναίους. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να ομοιάση με όλας τας άλλας»»[1].