«… Επήγε, λοιπόν, το τραγί για νερό, αλλά δεν ήθελε να πιη μαζί με τα άλλα και όλο προς το βαθούλωμα του βράχου επήγαινε. Το πράγμα έκαμε εντύπωσιν εις τον βοσκόν. Ακολούθησε το τραγί και ανεκάλυψε την Εικόνα…»
Επερπατούσαμεν εις τους κρεμαστούς πευκώνας της μονής των Κλειστών με τον καλόγηρον και ακούαμεν την ευλαβή αφήγησίν του. Ελέγετο Κλήμης Παπαθανασίου, πατρίδα είχε την Τανάγραν και όψιν σεμνήν και γαλήνιον, όπως και το όλον ιερόν μοναστήριον εις την μεγαλοπρεπή κλεισώρειαν της Πάρνηθος. Είχε ακόμη και το χλωμόν χρώμα των κεριών, που ανάψαμεν εις την Χάριν της, εις την σπηλαιώδη εκκλησίαν της. Η παλαιοτέρα εκκλησία ευρίσκεται εις το βάθος του σπηλαίου.
Τούτο έχει χωρισθή εις δύο μέρη, με τείχος. Το εσώτατον, το οποίον έχει είσοδον από την ανατολικήν πλευράν, μετεβλήθη εις σταύλον. Μη λησμονώμεν, ότι ο Χριστός εγεννήθη εις φάτνην αλόγων. Η νεωτέρα εκκλησία ευρίσκεται εις το έμπροσθεν μέρος του σπηλαίου. Εκεί είνε και η εικών της Παναγίας. Κατά πόσον δύναται να είνε παλαιά, αυτό δεν ενδιαφέρει απολύτως. Αρκεί, ότι παλαιά είνε η παράδοσις, αλλά και το αίσθημα των χριστιανών, οι οποίοι την έχουν ασημώση και κρεμούν αργυρά αναθήματα, αργυρά και χάρτινα επ’ αυτής. Χαραγμένη χρονολογία εις την είσοδον της σπηλαιώδους νεωτέρας εκκλησίας αναφέρει τον καιρόν της ιδρύσεώς της: 1242.
– Λοιπόν, πάτερ;…
– Λοιπόν, ο βοσκός ανεκάλυψε με την βοήθειαν του τραγιού την Εικόνα. Έφευγε τους εικονομάχους και κατέφυγε εδώ, όπου εφανερώθη εις τον βοσκόν. Την επροσκύνησε και με την βοήθειαν των χριστιανών απεφάσισε να της κτίση ναόν. Αλλά την νύχτα η Εικόνα και τα εργαλεία των κτιστών έφευγαν. Τότε οι χριστιανοί έκαμαν αγρυπνίαν, νυκτερινήν παράκλησιν και γονυκλισίαν, προ της Εικόνος εις το αλώνι, να, εκεί, διά να την ικετεύσουν να τους υποδείξη το μέρος, που έπρεπε να κτισθή ο ναός. Πραγματικώς η Εικών εξεκίνησε και ήρθε εδώ εις την σπηλιάν, όπου ηκολούθησε ο λαός. Εδώ δε εκτίσθη η εκκλησία και εγκατεστάθη η Ελεούσα η Κτητόρισσα. Δι’ αυτό την νύχτα της παραμονής της 15 Αυγούστου ψάλλομεν εις το αλώνι παράκλησιν. Και πολλοί βλέπουν ένα άσπρο περιστέρι να κάμνη τρεις γύρους απάνω από την Εικόνα…»
Απηχούσαν οι καλογηρικοί λόγοι τόσον ευλαβείς εις την βραχώδη και πευκόφυτον υψηλήν περιοχήν, όπου ένοιωθε κανείς, ότι επήγαζαν από ειλικρινή διάθεσιν. Ο ερυθρόφαιος βράχος της Παγανιάς και Καλιακούδας, το άρμα του Διός εις την αρχαιότητα, υψούτο αποτόμως υπέρ την μονήν. Βορειανατολικώς ταύτης, κάτωθεν των τειχών της, έχαινε η αγρία χαράδρα, από τα έγκατα της οποίας ανέβαινε η βοή του ρεύματός της. Η Γιαννούλα κατεκρημνίζετε, από την πηγήν της προερχομένη, από την Γκούραν. Ακτινοβολούντα με λευκούς ασημένιους σπινθηροβολισμούς εις τον ήλιον τα χιόνια επί των κορυφών, του άρματος του Διός, του Ταμίλθι, των λοιπών βουνών, υπεράνω της μονής, έφθαναν τα έλατα και εσταματούσαν εις την γραμμήν των πεύκων, τα οποία κατέβαιναν πυκνότερα προς τας κατωφερείας.
Το υδραγωγείον της Γιαννούλας διέγραφε την φειδωτήν αργυράν ροήν του εις τας πλευράς του βουνού, κατερχόμενον προς την Χασσάν. Η μόνη καλλιέργεια εκεί ήσαν τα κηπαρέλια της μονής με την ελάχιστην πρασινάδα των. Εκαθήσαμεν εις την είσοδον του σκοτεινού διαδρόμου του υδραγωγείου της μονής διά να αναπαυθώμεν. Ο πάτερ Κλήμης εξακολουθούσε να μαζεύη ανεμώνες, τας οποίας μας προσέφερε και να ικανοποιή την ανακριτικήν διάθεσίν μας. Η μονή εφαίνετο ολόκληρη από το υψηλόν εκείνο μέρος, περιτειχισμένη, ζεσταινομένη εις τον χειμερινόν ήλιον, προφυλαγμένη από τους βράχους των βουνών εκ του παγερού βορρά. Από μίαν καπνοδόχον της ανέβαινε πυκνός και ταχύς καπνός. Εις το τζάκι του κελλίου του ανεπαύετο ο πρώην ηγούμενος Νεόφυτος, αλγών από τους οχληρούς ρευματισμούς του, καλός πρεσβύτης, δεκαετηρίδας μονάζων, γόνος της πολυσχιδούς οικογενείας των Τσεβάδων της Χασσάς.
– Πάτερ, τι έγινε το άλλο κυπαρίσσι εις την αυλήν της μονής; ηρώτησα.
– Το θυμάσαι; είπε έκπληκτος ο πάτερ Κλήμης.
– Βέβαια. Ανεπαύθην εις την σκιάν του μίαν ημέραν, που κατέβηκα εδώ από την αγίαν Τριάδα.
Επληροφορήθημεν, ότι κατά την ανέγερσιν των νέων ξενώνων, τοίχος κατέπεσε και παρέσυρε και κατέστρεψε το κυπαρίσσι. Τώρα μένει ένα μόνον, νεαρόν ακόμη, εκεί εις την βουνώδη κλεισώρειαν. Αριθμεί 15 ετών ηλικίαν και μεγαλώνει βραδέως εις τους βράχους. Αλλά και η όλη όψις της μονής μετεβλήθη, κατά τα τελευταία χρόνια με τας μεταρρυθμίσεις της. Παρά τα παληά κτίρια υψούνται δύο καινούργια. Ε, βέβαια μίαν ημέραν και αυτά θα παληώσουν. Εκείνη που έμεινε παμπαλαία, αλλά και νεάζουσα πάντοτε, είνε η θαυμαστή ηχώ της χαράδρας. Αφυπνίζεται αιφνιδίως εις τον πυροβολισμόν κυνηγού και νομίζει κανείς πως απηχούν παρατεταμένοι κανονιοβολισμοί εις την βαθυτάτην σιγήν και ερημίαν.
Εις την αυλήν μας προσφέρει ο περιποιητικός μοναχός κρασί από την βραχώδη κάβαν, μαστίχαν, νερό και καφέν. Έχομεν και μουσικήν. Τα κτυπήματα της αξίνης των υλοτόμων. Αντηχούν εις το δάσος με βραδύν ρυθμόν. Τα γεράκια πλανώνται με μεγαλοπρέπειαν υπέρ τας χιονισμένας βουνοκορφάς και φαίνονται ακροώμενα με ευχαρίστησιν αυτήν την μουσικήν της ερημίας. Πιθανόν να ήθελε να παραμείνη κανείς όλην την ζωήν του εις ένα τόσον γαλήνιον και λησμονημένον μέρος, μακράν των καλών συνανθρώπων του, κάκιστος αυτός. Αλλά πρέπει να κατεβώμεν από το βουνόν. Μπορεί να κρυώση η σούπα, που μας αναμένει εις του Φάνη Τζεβά και ελκυστικόν προ παντός είνε το ηδύτερον μέλι της Αττικής, το του καλού μας Φάνη, όταν μας προσφέρεται εις κερήθραν υπό μορφήν ηλίου.
Ένα τέταρτον κάτωθεν της μονής, εκεί όπου το βουνόν έχει τόσον βαθύ κόκκινον χρώμα εις βράχους, γην, ρίζας πεύκων, ξαναβλέπομεν το εκπληκτικόν φαινόμενον μιας μορντερέ βαφής, όπου και αυτά τα βάναυσα παπούτσια μας πεζοπόρων προσλαμβάνουν το θριαμβευτικόν χρώμα της τελευταίας γυναικείας μόδας. Η περιοχή εκείνη της Πάρνηθος είνε από τας πλουσιωτέρας της εις ιώδη, ερυθρομέλανα χρωματισμόν. Η μικροτέρα πέτρα της έχει ανταυγείας μενεξέ, χρυσωμένου από ηλιακόν φέγγος. Επάνω εις το τραπέζι μου έχω αυτήν την στιγμήν ένα βυσσινόχρωμον λιθαράκι του μέρους εκείνου του βουνού. Λοιπόν, δοκιμάζω ευχαρίστησιν, που πιθανόν να μη την ένοιωσε ακόμη νεόπλουτος ακτινοβολών από μπριλλάντια. Αδιόρθωτος ονειροπόλος, αλλά είνε κανείς ό,τι εδόθη.