Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Απέραντο μελάνι έχει χυθεί για τους κουτσαβάκηδες του Ψυρρή. Οι περιγραφές ποικίλουν και ενδιαφέρουσες μελέτες σκιαγραφούν την παρουσία και τη λειτουργία τους στην πόλη. Στο επίκεντρο πάντα η εμφάνιση και η παραβατική συμπεριφορά τους, κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως ομάδα, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν λεπτομέρειες για τη ζωή τους και να ερμηνευθούν οι συμπεριφορές τους. Όπως τα καμώματα του περιβόητου Γιωργάρα, ενός κουτσαβάκη που άκμασε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ολόκληρο το ονοματεπώνυμό του ήταν Γεώργιος Κροκιδάς και είχε γεννηθεί το 1876. Βολεύτηκε με την οικογένειά του, τη μάνα και τις αδελφές του, σε μία από τις κοσμοβριθείς αυλές του Ψυρρή. Πότε επαγγελόταν τον μαραγκό, πότε τον υπάλληλο ψηκτροπωλείου δηλαδή ενός από τα μαγαζάκια που πωλούσαν βούρτσες στις παρυφές της οδού Αθηνάς. Πολλές φορές, όταν ξέμενε από μεροκάματο, έκανε και τον κομπάρσο στα θέατρα. Όσοι έγραψαν, τον εμφανίζουν ως τον τέλειο τύπο του κουτσαβάκη έχοντας και τα απαραίτητα πάρε δώσε με τις Αρχές.
Τουλάχιστον ένα ένταλμα συλλήψεως εκκρεμούσε εις βάρος του επειδή ήταν λιποτάκτης. Απότομος, βίαιος και αντικοινωνικός προκαλούσε διαρκώς επεισόδια ενώ φερόταν σκληρά και στην οικογένειά του. Ανάγκασε την αδελφή του να παντρευτεί με έναν διεφθαρμένο τύπο, ο οποίος, αφού της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε, την εγκατέλειψε και έγινε άφαντος. Τόσα ήταν τα μαρτύριά της, ώστε έφυγε για να ζήσει μόνη στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Λόγω του χαρακτήρα του, ο Γ. Κροκιδάς συναγελαζόταν μόνον ομοίους του, οι οποίοι σύχναζαν στα στέκια τους, γύρω από τον Άγιο Δημήτριο Ψυρρή.
Όπως όλοι, βρέθηκε κι εκείνος από το 1898 να σιτίζεται στις Φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Εισέπραξε ισόβια επειδή δολοφόνησε μια Γαλλίδα τραγουδίστρια, που μεγαλουργούσε στην πρωτεύουσα. Ήταν ένα από τα εγκλήματα που συντάραξε τη μικρή κοινωνία των Αθηνών. Το θύμα, η Μαρία Πιερέτη, όπως είχε εξελληνιστεί το όνομά της και η αδελφή της που ήταν παντρεμένη με Έλληνα και έμενε στη Γαργαρέττα, ήταν πρόσωπα αγαπητά. Η Μαρία βρισκόταν στην Αθήνα από το 1894 και εργαζόταν κυρίως στο Βαριετέ. Συζούσε με εύπορο Αθηναίο σε σπίτι που νοίκιαζαν στην οδό Ευριπίδου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που γνωρίστηκαν ο Γιωργάρας και η Γαλλίδα. Στις αρχές του 1898 η Χωροφυλακή κυνηγούσε τον κουτσαβάκη. Εκείνος για να κρυφτεί πήδηξε τη μάντρα του σπιτιού της. Η Μαρία του παρείχε άσυλο και κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη από εκεί και πέρα. Οι περισσότεροι ισχυρίζονταν ότι δεν συνήψαν ερωτική σχέση. Ωστόσο, ο Γιωργάρας επισκεπτόταν συχνά το σπίτι, ενώ τουλάχιστον μια φορά τα είχε κάνει γυαλιά καρφιά ως μαινόμενος ταύρος και θα άστραφτε το ρεβόλβερ του, αν δεν παρενέβαινε η αστυνομία.
Η αρρωστημένη εμμονή του οδήγησε στο έγκλημα
Ούτως ή άλλως, ο Γιωργάρας ήταν πεπεισμένος ότι η Γαλλίδα τον αγαπούσε. Για τα μάτια της ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα. Μέχρι που άλλαξε συνήθειες. Σταμάτησε να βρίζει, να βλαστημά και να κακομεταχειρίζεται την οικογένειά του. Ονειρευόταν διαρκώς και όταν κοιμόταν παραληρούσε. Κοιμισμένος ή ξύπνιος, η σκέψη του βρισκόταν στη Γαλλίδα. «Εμένα με αγαπάνε Γαλλίδες», διακήρυσσε συχνά. Αλλά άρχισε να λέει και διάφορες ασυναρτησίες, όπως ότι του έκανε μάγια η Γαλλίδα ή πως του έστελνε τους υπαίθριους μικροπωλητές να φωνάζουν έξω από το σπίτι του για να μην μπορεί να κοιμηθεί. Μέχρι που μια μέρα την έστησε έξω από το σπίτι της και την έσφαξε. Διότι πίσω από την «προσωπίδα» του κουτσαβάκη κρυβόταν ένας άρρωστος άνθρωπος[1].