Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έχουν γραφτεί αρκετά για τις κοκορομαχίες που διεξάγονταν μυστικά στην Αθήνα τη δεκαετία 1950. Πράγματι, εκείνη την εποχή ήταν μία απεχθής επιλογή διασκέδασης. Αλλά οι κοκορομαχίες στην Αθήνα είχαν ξεκινήσει τουλάχιστον μισόν αιώνα νωρίτερα! Αντιγράφοντας τα τεκταινόμενα στην Αγγλία, αρκετοί εύποροι Αθηναίοι επέλεγαν να διασκεδάζουν ταλαιπωρώντας τα δύσμοιρα πτηνά. Οι πρώτες ακριβείς πληροφορίες που διαθέτουμε αναφέρουν πως ήταν το 1899, όταν εισήχθησαν οι κοκορομαχίες στην Αθήνα, όπου έφτασαν και τα πρώτα κοκόρια του γένους των «παλαιστών».
Ο Αλέξανδρος Κ. Βούρος, γόνος της γνωστής οικογένειας, ήταν μάλλον ο πρώτος που αγόρασε δύο κοκόρια με σκοπό να επιδοθεί σε κοκορομαχίες. Το ένα πουλί ήταν από την Αγγλία και το άλλο από τη Γαλλία. Θεωρούνταν εύστροφα και δυνατά, όπως εξάλλου και ο κόκορας που είχε ο αξιωματικός Γεώργιος Κολοκοτρώνης, πρωτότοκος γιος του Πάνου Κολοκοτρώνη. Με δικό του κόκορα έδωσε σφοδρή μάχη ο κόκορας του γνωστού εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτριου Καλαποθάκη.
Οι κοκορομαχίες τότε δεν ήταν κρυφές, όπως συνέβαινε πολλά χρόνια αργότερα. Αντιθέτως όσοι συμμετείχαν σε αυτές… κοκορεύονταν για τα κατορθώματά τους.
Οι περιγραφές στις εφημερίδες έδιναν και έπαιρναν και αρκετές ήταν ιδιαίτερα σκληρές, αφού προσπαθούσαν να περιγράψουν με ακρίβεια πως το ένα πτηνό εξόντωνε το άλλο. Το πόσο δημοφιλές ήταν τότε αυτό το είδος διασκέδασης, αρκεί ίσως να αναφερθεί ότι μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν με δικό τους κόκορα ήταν και ο διευθυντής του Δημοτικού Νοσοκομείου και αργότερα δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης. Είχε έναν κόκορα αγγλικής καταγωγής, ο οποίος όμως έχανε διαρκώς τις μάχες στις οποίες συμμετείχε. Το ίδιο όμως ίσχυε και για έναν ακόμη δήμαρχο Αθηναίων, τον Λάμπρο Καλλιφρονά που είχε έναν ευκίνητο, μεγαλόσωμο και ισχυρό κόκορα, ελληνικής καταγωγής[1].
Οι αγώνες διεξάγονταν στα εξοχικά Πατήσια στο περίφημο κτήμα Δημητρίου Βεζανή, τη γνωστή σήμερα ως «Βίλλα Δρακόπουλου». Τα κοκόρια που συμμετείχαν στους αγώνες είχαν και τα ονόματά τους. Έτσι, το πτηνό του εκδότη Δ. Καλαποθάκη είχε το όνομα της εφημερίδας του, δηλαδή ονομαζόταν «Εμπρός»[2]. Ο μεγάλος αντίπαλός του ονομαζόταν «Κίτσος», καταγόταν από το Μενίδι και ήταν ιδιαίτερα εύσωμος. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως στις κοκορομαχίες της εποχής εμπλέκεται και το όνομα του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, χωρίς να αποδεικνύεται εάν είχε ή όχι δικό του κόκορα. Δεν ήταν όμως ευκαταφρόνητα και τα ποσά τα οποία, αφενός διέθεταν οι ιδιοκτήτες για να αγοράσουν τους «μαχητές» και αφετέρου, διέθεταν στα στοιχήματα.
Ακόμη και τρεις χρυσές λίρες έφτανε να κοστίζει ένα πτηνό που εισαγόταν από το εξωτερικό, ενώ τα στοιχήματα έφταναν στο αξιοσέβαστο για την εποχή ποσό των χιλίων δραχμών. Σατιρικοί στίχοι, μικρές κωμωδίες, σκίτσα, χρονογραφήματα κ.ά. ασχολούνταν με τις κοκορομαχίες, τις οποίες ο απλός λαός δεν γνώριζε από κοντά. Συνεχίστηκαν δε και τα επόμενα χρόνια χωρίς να κατορθώσουν να ριζώσουν στην ελληνική πραγματικότητα. Μόνον εύποροι συνέχισαν να ασχολούνται με τις απεχθείς κοκορομαχίες, οι οποίες ξεκινούσαν με πανηγυρικό τρόπο και ανακοινώσεις.
Το 1902 μάλιστα, καταβλήθηκε προσπάθεια να εξαπλωθεί το… σπορ. Με ανακοινώσεις τους οι διοργανωτές καλούσαν τον κόσμο να παρακολουθήσει δωρεάν τους αγώνες που διεξάγονταν και πάλι στα Πατήσια, στον Κήπο του περίφημου Ζυθοπωλείου Σκοτίδα. Οι φρικτές περιγραφές με τα αξιολύπητα ζωντανά να κατακρεουργούνται, συνέχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας στις εφημερίδες καταλαμβάνοντας το δικό τους μικρό μερίδιο στην σύγχρονη φιλολογία μας[3].
Ωστόσο το είδος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ευδοκίμησε. Μπορεί να μην εντοπίζονται δημόσιες αντιδράσεις, αφού οι ιδιοκτήτες ήταν επιφανή πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας, η οποία όμως δεν ενστερνίστηκε τη βάναυση μεταχείριση των πτηνών. Σταδιακά ατόνησαν οι κοκορομαχίες για να εμφανιστούν περίπου πέντε δεκαετίες αργότερα[4].