Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ευκαιρία να θυμηθούμε τα θέρετρα της Λέσβου μας, η οποία δοκιμάσθηκε πάλι, αυτή τη φορά από μεγάλο σεισμό. Βέβαια οι Μυτιληνιοί δεν είχαν ανάγκη να αφήσουν την πόλη τους για να παραθερίσουν. Η Μυτιλήνη ήταν ένα καλό χειμαδιό, δροσερή το καλοκαίρι και οι εξοχές της γεμάτες ωραίους κήπους και αρχοντικές επαύλεις. Από την δεκαετία του 1930, όπως μας πληροφορεί ο Δημ. Χατζόπουλος, πλήθος απόδημοι Μυτιληνιοί συνήθιζαν να περνούν τακτικά ένα δύο μήνες στο νησί τους, όχι μόνον στις κοντινές στην πρωτεύουσα εξοχές αλλά και σε πολλά άλλα παράλια και μεσόγεια μέρη του νησιού.
Η προκυμαία της Μυτιλήνης ήταν το κεντρικότερο κοσμικό μέρος και ο κοντινός δημοτικός κήπος πρόσφερε απλόχερα τη δροσιά του. Αλλά πιο δροσερό μέρος, εκεί όπου γινόταν και ο βραδινός περίπατος, ήταν το Κάστρο με τον λαμπρό πευκώνα του. Όσο για το ωραιότερο προάστιο ήταν η Βαρειά, το Φάληρο της Μυτιλήνης, με κήπους και κατάφυτα τα γύρω μικρά βουνά. Ένας ωραίος αμαξιτός δρόμος έφθανε μέχρι εκεί και περνούσε από τις επαύλεις της Βαρειάς.
Άλλος τόπος παραθερισμού ήταν τα λουτρά της Θέρμης, η Σάρλιτζα για τους παλαιότερους, μόλις δέκα χιλιόμετρα από την πόλη. Στα νεότερα χρόνια αποκαλείται Θερμή. Στα χρόνια του Όθωνα πιστοποιήθηκε από ξένους επιστήμονες η χρησιμότητα των συστατικών της, πολύτιμων για τη θεραπεία των ρευματισμών και διαφόρων δερματικών παθήσεων. Βεβαίως ήταν γνωστές από την αρχαιότητα οι θεραπευτικές ιδιότητες των λουτρών και σώζονται ακόμη δύο αρχαίες θολωτές δεξαμενές.
Στα νεότερα χρόνια όμως οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν αργά. Έστω και έτσι όμως παρακίνησαν τους ευκατάστατους ντόπιους να δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές και κομψές επαύλεις, σχηματίζοντας έτσι μία από τις ωραιότερες λουτροπόλεις της χώρας. Εξάλλου, η συγκοινωνία με αυτοκίνητα από την πόλη ήταν πυκνή. Υπήρχαν βεβαίως και τα λουτρά Πολιχνίτου, τα οποία λειτουργούσαν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμη. Μόλις το 1920 κτίστηκε το περίφημο «Γεφύρι του Αυλοπόταμου» ώστε να ενωθούν με μονοπάτι τα ιαματικά λουτρά με τα χωριά Βασιλικά και Λισβόρι.
Αλλά τη δεκαετία του 1930 υπήρχαν ακόμη πολλά μέρη που δεν είχε φθάσει ο τροχός και επιβίωναν οι αποκαλούμενοι βατοί ημιονικοί δρόμοι. Κυρίως προς όλα τα ορεινά μέρη του μεγάλου νησιού. Όποιος παραθέριζε στη Μυτιλήνη επισκεπτόταν οπωσδήποτε το μαγευτικό Πλωμάρι, τον Πολύχνιτο, την Καλλονή, την Αγιάσο, την Αγία Παρασκευή. Κωμοπόλεις με μεγαλύτερη τον Πολύχνιτο, ενώ στην άλλη πλευρά του νησιού η Ερεσσός και η Μήθυμνα. Πολλοί όμως επέλεγαν να παραθερίσουν στην Μονή Υψηλού, την οποία επισκέπτονταν και πολλές παρέες.
Εύκολα αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης τη δημιουργικότητα των κατοίκων. Ακόμη περισσότερο μαθαίνοντας την ιστορία του τόπου. Όπως ότι το Πλωμάρι είναι μια νέα σχετικά πόλη, αφού κτίστηκε το 1842, μόλις σταμάτησαν οι πειρατικές επιδρομές. Οι κάτοικοι κατέβηκαν προς την θάλασσα από το Μεγαλοχώρι, το οποίο υποβαθμίστηκε και το Πλωμάρι αναβαθμίστηκε σε πρωτεύουσα της επαρχίας.
Ο γύρος του κόλπου της Γέρας ήταν και είναι από τις ωραιότερες γραφικότητες της Λέσβου. Κατάφυτες οι ακτές του και στο εσώτερο μέρος αλλεπάλληλες κωμοπόλεις και ευπορούσες λόγω των πλούσιων ελαιώνων τους. Διέθεταν ωραίες για την εποχή οικοδομές και ζωηρή εμπορική κίνηση. Αλλά ωραιότατοι καταγράφονταν και οι οικισμοί στην ανατολική παραλία του νησιού, απέναντι από τον Αδραμυττηνό κόλπο της Μικρασίας. Κτισμένοι σε οροπέδια και υψηλές πλαγιές. Σχεδόν σε όλο το νησί, εκτός ίσως από τον μεγάλο κόλπο της Καλλονής όπου υπήρχαν έλη, το κλίμα υγιεινό και η διαμονή το καλοκαίρι ευχάριστη, χάρη στα κρύα νερά και τους δροσερούς άνεμους.