Διαφημιστικές ασχήμιες και λήψη αυστηρών νομοθετικών μέτρων (1923)

Οι εμπρηστικές επιγραφές και οι ρεκλάμες του φερετροποιού

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

«Συλλογή Αττικών επιγραφών». Όπως τις είδε και τις δημιούργησε ο Θέμος Άννινος για την εφημερίδα «Το Άστυ» του 1888.

Από συστάσεως του ελληνικού κράτους οι επιγραφές έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων παρουσιάσεων, αναλύσεων, κρίσεων, επικρίσεων, συζητήσεων και αντιδράσεων.[1] Οι τελευταίες, πολλές φορές, εκφράσθηκαν και με τη λήψη νομοθετικών μέτρων τα οποία στην πραγματικότητα ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. Στη μακρά και πλούσια επιγραφική φιλολογία, μια σημαντική σελίδα γραφόταν το 1923.

Τότε ανέλαβε δράση η «Διεύθυνσις Ξένων και Εκθέσεων» του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, η οποία περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα μετεξελίχθηκε στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού. Διαπίστωναν λοιπόν οι υπεύθυνοι της εν λόγω υπηρεσίας ότι επικρατούσε διαφημιστική αναρχία που γινόταν αφορμή οι δημόσιοι χώροι της πρωτεύουσας να παρουσιάζουν κάκιστη εμφάνιση στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες των Αθηνών και του Πειραιώς.[2]

Καλλιτεχνία!

Αρχικά επιβλήθηκε φόρος στις ξενικές επιγραφές και στη συνέχεια συντάχθηκε νομοσχέδιο που απαγόρευε την επίχριση των τοίχων με διαφημιστικές επιγραφές αλλά και την τοποθέτηση διαφημίσεων στις μαρκίζες και στους εξώστες κεντρικών οικοδομών της πόλης. Τις υπηρεσίες απασχολούσε περισσότερο το «καλλιτεχνικόν μέρος» των διαφημίσεων, αφού ο καθένας έγραφε ότι ήθελε κι όπως θεωρούσε ότι θα προκαλέσει περισσότερο το ενδιαφέρον.

Οπότε άλλοι έγραφαν εμπρηστικά συνθήματα, όπως το Κουρείο που έφερε στην προμετωπίδα του την επιγραφή «Ζήτω ο Πόλεμος» ή το Πεταλωτήριο που στην επιγραφή του, γραμμένη με καραμπογιά στον ασβεστωμένο τοίχο, ήθελε την «Κρεμάλα». Εν τω μεταξύ είχαν γίνει μόδα και οι ξενικές επιγραφές. «Έλληνες είμαστε χριστιανοί μου», φώναζε από την καθημερινή του στήλη ο Δ. Χατζόπουλος, ο οποίος εξοργίσθηκε διότι κάποιος συνοικιακός κινηματογράφος έκανε «Απολλό» τον Απόλλωνα.[3]

Επ’ ευκαιρία έβλεπαν το φως της δημοσιότητας γενικότερα θέματα καλαισθησίας της πόλης. Σχολιάζονταν π.χ. αρνητικά οι τοποθετήσεις «πελώριων, άσχημων, οικτρών διαφημίσεων άνωθεν των κιοσκίων εις τα κέντρα της πόλεως. Ο καθείς βάζει εκεί ό,τι θέλει. Πελωρίας σανίδας, οικτρά τελλάρα και καταφεύγει κατά τον πλέον βάναυσον τρόπον εις την διακοσμητικήν». Τότε γινόταν πλέον λόγος περί αισθητικής του δρόμου ως μία από τα σημαντικότερες πολιτιστικές παραμέτρους του δημόσιου χώρου.[4] Η νεοσύστατη Αστυνομία Πόλεων ήταν εκείνη που επιφορτίστηκε στην συνέχεια με την αρμοδιότητα επί των διαφημίσεων ελάχιστα μπορούσε να δράσει, ελλείψει νομικού πλαισίου.

Εξάλλου, τα «μουντζουρώματα» στους τοίχους γίνονταν βράδυ, όταν η πόλη ησύχαζε. Στο επίκεντρο της όλης προσπάθειας βρέθηκε η πλατεία Ομονοίας και οι όμορες περιοχές. Εκεί η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Αφού γέμισαν οι τοίχοι, οι μαρκίζες και τα μπαλκόνια, ξύλινα κιβώτια διαφόρων μεγεθών τοποθετούνταν καταμεσής της πλατείας φέροντας στις ράχες τους, κακότεχνα τις περισσότερες φορές, διαφημιστικά μηνύματα. Συχνά πυκνά, πεζοδρόμια ολόκληρα καταλαμβάνονταν από πάσης φύσης διαφημιστικές κατασκευές που εμπόδιζαν την κυκλοφορία των πεζών.

Η πλατεία Ομονοίας περίπου το 1930.

Διαφημιστικές εταιρείες

Το γεγονός που έκανε τους περισσότερους να αγανακτούν δεν ήταν οι ακαλαίσθητες και ενοχλητικές κατασκευές αλλά οι απρεπείς και κακότεχνες εικονογραφήσεις και οι ξενόγλωσσες επιγραφές, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν και γραμμένες λάθος! Το κέντρο και οι δρόμοι της πόλης παρουσίαζαν την όψη εμποροπανήγυρης, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που πλημμύριζαν με μακάβρια μηνύματα.

Όπως ο ευφυής φερετροποιός, ο οποίος στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα επέμενε, επί μήνες ολόκληρους, να διαφημίζει τα δρύινα και πολυτελή νέα φέρετρα που είχε φέρει από την Ιταλία. Λάβρος ο Σωτήρης Σκίπης απηύθυνε έκκληση να απομακρυνθούν από τους δρόμους εκείνες οι διαφημίσεις. Ιδιαιτέρως μία τεραστίων διαστάσεων διαφήμιση για φέρετρα, η οποία συνοδευόταν από εικόνα και είχε τοποθετηθεί απέναντι από την είσοδο του σπιτιού του!

Τα αποτελέσματα της εξόρμησης εκείνης ήταν εντυπωσιακά και τα σχόλια θετικά. Προσκαίρως έστω εξαφανίστηκαν οι ξενικές επιγραφές από καταστήματα, γραφεία, ξενοδοχεία και εστιατόρια. Ο νόμος περί φορολογίας των ξενικών επιγραφών είχε κάνει το θαύμα του. Ίσως να ήταν και η μόνη περίοδος κατά την οποία η ελληνική πρωτεύουσα, ως προς τις επιγραφές, είχε μία αξιοπρεπή εμφάνιση.[5]

Καταχώριση της διαφημιστικής εταιρείας «Γκρέκα» του Κ. Κοτζιά.

Πάντως, πίσω από τη λήψη των μέτρων κρύβονταν και οι νεοσυσταθείσες διαφημιστικές εταιρείας που επιδίωκαν να κατακτήσουν ολόκληρη τη διαφημιστική «πίτα» της ελληνικής αγοράς. Πρώτη και καλύτερη η εταιρεία «Γκρέκα» του ευρηματικού Κώστα Κοτζιά, ο οποίος περίπου μία δεκαετία αργότερα έγινε Δήμαρχος Αθηναίων. Όταν έφευγαν από την καθημερινή ζωή του Έλληνα οι διαφημίσεις στους τοίχους, έμπαιναν οι πρώτες φωτεινές διαφημίσεις στο Σύνταγμα και την Ομόνοια ανοίγοντας ένα νέο και λαμπρό πεδίο δόξης για διαφημιστές και διαφημιζομένους.