Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μια παράξενη Ολυμπιακή μοίρα φαίνεται να κατατρέχει το Τόκυο αφού, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, αναβάλλεται η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων που επρόκειτο να διεξαχθούν εφέτος. Παρά το γεγονός ότι οι προετοιμασίες έγιναν κανονικά, ακόμη και η Ολυμπιακή Φλόγα παραδόθηκε προ ημερών, η διοργάνωση ακυρώθηκε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και της αντίδρασης εκ μέρους ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Η ανακοίνωση έγινε από τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Τόμας Μπαχ, αφού προηγήθηκαν τηλεδιασκέψεις με τον Πρωθυπουργό της Ιαπωνίας και όλους τους συναρμόδιους παράγοντες και φορείς. Η πρόβλεψη είναι να πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το αργότερο το καλοκαίρι 2021, ενώ η Ολυμπιακή Φλόγα θα παραμείνει στο Τόκυο αναμμένη ως σύμβολο ελπίδας για την ανθρωπότητα.
Η ανάθεση
Κάπως έτσι όμως κύλησαν τα πράγματα και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1930, αμέσως μετά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου (1936). Τότε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ανέθεσε τη διοργάνωση των 12ων Ολυμπιακών Αγώνων στο Τόκυο και τη διοργάνωση της Χειμερινής Ολυμπιάδας στην ιαπωνική πόλη Sapporo. Ήταν η πρώτη φορά που θα διεξάγονταν Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ασία και για πρώτη φορά ίσως οι Ιάπωνες φαινόταν ότι έβαζαν στην άκρη τις πολεμικές προτεραιότητές τους. Η χώρα τους είχε αποχωρήσει από την Κοινωνία των Εθνών και είχε ακολουθήσει η απομόνωσή τη[1].
Θεωρήθηκε λοιπόν ότι η ανάληψη μιας παγκόσμιας διοργάνωσης ήταν θαυμάσια ευκαιρία για μια νέα αφετηρία. Υπήρχαν βεβαίως και εκείνοι που δεν καλόβλεπαν τους Αγώνες. Όπως ο Χισαΐτσι Τεραούτσι (Hisaichi Terauchi, 1879-1946) που ήταν υπουργός Στρατιωτικών της Ιαπωνίας όταν ανατέθηκαν οι Αγώνες. Εφιστούσε την προσοχή στους Ιάπωνες να μη παρασυρθούν σε υπερενθουσιασμούς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και γελοιοποιηθούν, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να απαξιώνει τον θεσμό. Φοβόταν μήπως μειωθεί η επιρροή του στρατού[2].
Πυρετώδεις προετοιμασίες
Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι Ιάπωνες, θεωρώντας μεγάλη τιμή την ανάθεση της διοργάνωσης, καταλήφθηκαν από ενθουσιασμό. Ήταν πράγματι μία διεθνής χειρονομία φιλίας που έδινε την ευκαιρία να βγει η Ιαπωνία από την απομόνωση. Γι’ αυτό η είδηση της ανάθεσης των Αγώνων πανηγυρίστηκε στους δρόμους με σημαιοστολισμένο το Τόκυο. Οι Ιάπωνες άρχισαν τις προετοιμασίες τους με τη βοήθεια έμπειρων –από την Ολυμπιάδα του 1936- Γερμανών ειδικών[3].
Κατάστρωσαν σχέδια για τη διεύρυνση των δρόμων του Τόκυο, ενώ σε πολλά χωριά της Ιαπωνίας οι νέοι δημιούργησαν ειδικό ταμείο για να εξασφαλίσουν το ταξίδι τους στην πρωτεύουσα την εποχή των Αγώνων. Ήταν τέτοια η προσήλωση του ιαπωνικού λαού, ώστε αδιαφόρησε ακόμη και για τις αεροπορικές επιδείξεις που οργάνωσε ο στρατός. Εν τω μεταξύ οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Ακόμη και αγώνα… ηθικοποιήσεως έκαναν οι Αρχές του Τόκυο.
Β΄ Σινοϊαπωνικός πόλεμος
Η αστυνομία της πόλης απαγόρευε τον χορό στις χαριτωμένες γκέισες, με σκοπό την καλύτερη εικόνα του Τόκυο όταν θα έφταναν οι επισκέπτες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με το πρόσχημα ότι μερικές από τις γκέισες ήταν ανήθικες, η Αστυνομία έκλεισε τη μία μετά την άλλη τις οκτώ μεγάλες αίθουσες χορού που λειτουργούσαν στην πόλη. Ωστόσο συνεχίστηκε η έκδοση των γκεϊσών στον σαρκικό έρωτα. Το καλοκαίρι του 1937 οι Ιάπωνες κατέθεταν το πρόγραμμά τους για έγκριση στο συνέδριο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Δημιούργησαν λογότυπο, εξέδωσαν κανονισμούς και γενικώς προχώρησαν με ταχύτητα τις εργασίες. Έγινε ακόμη και διαγωνισμός για αφίσα που ανέδειξε νικητή τον Nori Kurode, έναν νεαρό Ιάπωνα από το Kyoto. To έργο του παρουσίαζε έναν πολεμιστή ντυμένο με αρχαία ιαπωνική ενδυμασία, σύμβολο του εθνικού πνεύματος και του μακρινού παρελθόντος, που οδηγούσε στην αυτοκρατορία της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Οι Ιάπωνες ξεκίνησαν με ενθουσιασμό τις προετοιμασίες, αλλά τον Ιούλιο 1937 ξέσπασε ο αποκαλούμενος Β΄ Σινοϊαπωνικός πόλεμος[4]
Οι προβληματισμοί
Οι δύο χώρες, η Δημοκρατία της Κίνας και η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, είχαν συνεχείς διαμάχες από το 1931 αλλά ο πόλεμος άρχισε το 1937, γεγονός το οποίο δικαιολογημένα θορύβησε τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Και ενώ συνεχιζόταν η δράση της Ιαπωνικής Αεροπορίας, το φθινόπωρο 1937, ο τρίτος Πρόεδρος της ΔΟΕ, ο Βέλγος Κόμης Ανρί ντε Μπαγιέ Λατούρ (Count Henri LL de Baillet – Latour, 1876-1942), επέμενε πως η Ιαπωνία συνέχιζε τις προετοιμασίες της για τους Αγώνες[5]
Πράγματι η Οργανωτική Επιτροπή της Ιαπωνίας αφού καθόρισε ότι οι Αγώνες θα διεξάγονταν από 24 Αυγούστου έως 8 Σεπτεμβρίου 1940, στη συνέχεια ανακοίνωσε τις διαδρομές που έπρεπε να ακολουθήσουν όσοι ήθελαν να επισκεφθούν την Ιαπωνία. Δεν υπήρχαν αεροπορικές συγκοινωνίες και χρειαζόταν ταξίδι τουλάχιστον δεκαπέντε ημερών για να φτάσει ένας Ευρωπαίος στην Ιαπωνία. Ταυτοχρόνως και με γοργούς ρυθμούς, παρά τις πολεμικές συνθήκες, ετοιμάζονταν το Ολυμπιακό Στάδιο.
Φιλόδοξες προετοιμασίες
Άλλο Στάδιο ανεγειρόταν για τις Ιππικούς Αγώνες κοντά στο Τόκυο και ιδιαίτερες εγκαταστάσεις για την ιστιοπλοΐα στη Γιοκοχάμα. Ξεκίνησε επίσης και η κατασκευή τριών νέων υπερωκεάνιων, 16.500 τόνων το καθένα, για την εκτέλεση δρομολογίων από και προς την Ευρώπη και την Αμερική. Ανάλογες ήταν οι προετοιμασίες και για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι θα διεξάγονταν στο Σαππόρο, στο νησί Χοκάϊντο[6] Φιλόδοξοι όμως ήταν και οι ελληνικού ενδιαφέροντος σχεδιασμοί για την Ολυμπιακή Φλόγα και στη Λαμπαδηδρομία. Έπρεπε να ξεκινήσει από την Ολυμπία για να φτάσει στο Τόκυο και να καλυφθούν από λαμπαδηδρόμους δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα!
Ο πρόεδρος της Ιαπωνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και μέλος της ΔΟΕ Ματαχίκο Οσίμα (Matahiko Oshima, 1872-1953) πρότεινε στην αρχή να ξεκινήσει η λαμπαδηδρομία από την Ολυμπία στις 11 Φεβρουαρίου 1940 για να συνδυασθεί με την επέτειο 2600 ετών από την ανάρρηση στο θρόνο του πρώτου Ιάπωνα Αυτοκράτορα[7] Το δρομολόγιο που πρότεινε ήταν εντυπωσιακό αφού περιλάμβανε μεταφορά με δρομείς, καβαλάρηδες, ατμόπλοια, καράβια, στρατιωτικά τορπιλικά κ.ά. Για την περίσταση όμως η Ιαπωνική Ολυμπιακή Επιτροπή προσέλαβε ως συνεργάτη της τον πλέον διάσημο ταξιδιωτικό συγγραφέα, γεωγράφο, τοπογράφο και φωτογράφο.
Η ματαίωση
Ήταν ο 72χρονος τότε Σβεν Άντερς Χέντιν (1865-1952), ο οποίος υπέδειξε να ακολουθηθεί ο «Δρόμος του Μεταξιού»[8]. Ο Χέντιν επανάφερε στην επικαιρότητα το θέμα, αναδεικνύοντας τις ιστορικές του διαστάσεις και συνδυάζοντάς το με την Ελληνική Ολυμπιακή Φλόγα. Ταυτοχρόνως όμως ήταν εκείνος που πρώτος είχε εξακριβώσει και χαρτογραφήσει τη διαδρομή των παλαιών αυτών δρόμων εκδίδοντας και σχετικό σύγγραμμα. Οραματιζόταν έναν νέο τεράστιο αυτοκινητόδρομο που θα περνούσε από τις αχανείς εκτάσεις της Ασίας και θα μπορούσε να συνδεθεί με τις μεγάλες οδικές αρτηρίες της Ευρώπης. Έτσι πίστευε ότι θα εξασφαλιζόταν η σύνδεση Ατλαντικού και Ειρηνικού Ωκεανού μέσω της ξηράς. Τόσο φιλόδοξοι ήταν οι σχεδιασμοί που έκανε η Οργανωτική Επιτροπή «Τόκυο 1940»[9].
Αλλά οι Αγώνες δεν επρόκειτο να διεξαχθούν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις Ιαπωνίας – Κίνας κλιμακώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Ιαπωνική Κυβέρνηση σταμάτησε τη χρηματοδότηση της Οργανωτικής Επιτροπής. Τον Ιούλιο 1938 η τελευταία ανακοίνωσε τη ματαίωση των Αγώνων στη ΔΟΕ, η οποία με τη σειρά της ανέθεσε την διεξαγωγή τους στο Ελσίνκι[10]. Μια νέα οργανωτική περιπέτεια ξεκινούσε αφού και το Ελσίνκι, παρά το γεγονός ότι ανέλαβε και ξεκίνησε τις προετοιμασίες, δεν επρόκειτο να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι διοργανώσεις θα σταματήσουν για δώδεκα ολόκληρα χρόνια αφού μετά τη τελευταία διοργάνωση του Βερολίνου (1936) η επόμενη διεξήχθη στο Λονδίνο το 1948.