Πρόσφυξ εφέτος ο Υιός του Ανθρώπου, δεν ευρίσκει απόψε Φάτνην να γεννηθή! Και των Αγγέλων η φωνή διά την ερχομένην Ειρήνην, δεν ευρίσκει απήχησιν ούτε εις την Γην ούτε εις τους Ουρανούς!
Η Θεομήτωρ Δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει αλλόφρων και έντρομος επί υποζυγίου τας εκτάσεις των ερήμων και εις την αγκάλην της σφίγγει με λαχτάρα το νεογνόν. Αμείλικτος ο Ηρώδης βυθίζει την αιματωμένην του μάχαιραν εις τας τρυφεράς σάρκας των παιδίων, και αντηχούν εις το σκότος οι επιθανάτιοι ρόγχοι των σφαζομένων υπάρξεων, και αι οιμωγαί των τραγικών μητέρων…
Η ημέρα είνε ζοφερά, και ο νέος Θεός αντικρύζει με δέος τον σκοτεινόν Ήλιον. Γύρω Του θρήνοι και κλαυθμοί και οδυρμοί, και φωναί που καλούν εις βοήθειαν, φθάνουν έως την ακοήν Του, και τότε εις τα κλάματα του αρτιγεννήτου Βρέφους, η Μητέρα Του δακρύζει και αυτή από τον πόνον, οι βοσκοί σιωπούν και στηρίζουν την γυρμένην κεφαλήν επί της ράβδου των, και τα άλογα της Φάτνης χλιμιντρίζουν πένθιμα, ωσάν να τονίζουν και αυτά με τον βαρύν τριγμόν των πετάλων των το ρυθμικόν ελεγείον του μαρτυρίου! Εβωβάθησαν οι χαρμόσυνοι φθόγγοι του θρύλου, εθόλωσαν τα πρόσχαρα βλέμματα, εσταμάτησαν τα ζωηρά σκιρτήματα, εκλείσθησαν αι πύλαι των Ουρανών, η Θεία Μετάληψις έχει από την πίκραν και την άλμην των δακρύων, και τα τρίγωνα των παιδιών που ψάλλουν τα κάλανδα αφίνουν ήχους επικηδείου εμβατηρίου!
Πέραν, εις το βάθος του μαύρου ορίζοντος, μόλις διαγράφονται αι σκιαί των εφίππων Μάγων, και αντί δώρων χρυσού εις τας χείρας, κραδαίνουν όπλα καπνίζοντα, ενώ αχνός, αμφίβολος, αφώτιστος σχεδόν, αμυδρός προβάλλει εις μίαν άκραν του Απείρου ο Αστήρ της Ελπίδος…
Κακούργος, βάναυσος, ανηλεής εχθρός εισέβαλεν εις την Βηθλεέμ του Γένους κατά την Αγίαν νύκτα, και επυρπόλησε την Φάτνην, και έπνιξε την φωνήν των ποιμένων, και ηνάγκασε να λοξοδρομήσουν τους Μάγους, και έκλεισε διά παντός τους ανοικτούς Ουρανούς και ηνάγκασε την Μητέρα να διαβή ποταμούς αιμάτων τρεπομένη εις φυγήν προς άλλους τόπους διά να σώση το Τέκνον της!
Οι Άγγελοι δεν επρόφθασαν ν’ ανέλθουν εις τα υπέργεια δώματα της κατοικίας των, διότι αι κλίμακες της παραδόσεως εθραύσθησαν, και ενώ ήσαν έτοιμοι ν’ ανακράξουν με την γλυκείαν των μουσικήν το επί «Γης Ειρήνη» κάθονται τώρα με κομμένα τα φτερά και θρηνούν και σφαδάζουν αιχμάλωτοι και εγκαταλελειμμένοι από τον Καλόν Θεόν…
Οι πονηροί Γραμματείς και οι δόλιοι Φαρισαίοι, οι δουλεύοντες εις το ψεύδος και χαλκεύοντες τα καρφιά του Σταυρού, ενώ είχαν πέση νεκροί μπροστά εις την λαμπράν αποθέωσιν της Αναστάσεως, εμφανίζονται τώρα χαρούμενοι βρυκόλακες και στήνουν τον αμαρτωλόν χορόν ενός αδίκου θριάμβου εις τα ερείπια της Φάτνης!
Εσπιλώθη το ιερόν άντρον της Γεννήσεως, εβάφη με αίμα ανθρώπινον η πορφύρα, και μετεβλήθη το Άγιον Μύρον εις δάκρυα! Αι σάλπιγγες των Αγγέλων κατεπατήθησαν, και η ηχώ των πανηγυρικών των παλμών παρεσύρθη εις την αιφνιδιαστικήν πνοήν ωργισμένου ανέμου…
Σπασμός δακρύων και συντριβής κατέχει το Θείον Βρέφος, και τα δώρα της παρηγορίας και της χαράς που κάθε χρόνο μας εκόμιζε, είνε εφέτος άθλια συντρίμματα πατημένα εις τον βούρκον από το πέλμα του εχθρού. Διελύθη ο ακτινωτός φωτοστέφανος ο περιβάλλων την σεπτήν κεφαλήν της Μητρός, και ως οπτασία φρίκης διαφαίνεται μόνον εις σκιάν ανατριχιαστικήν ο ακάνθινος στέφανος της σταυρώσεως!…
Μέσα εις το ιερόν της Εκκλησίας, όπου έφθαναν καλοφορεμένοι οι πιστοί εις το θάμβος της πρώτης χαραυγής να υποδεχθούν τον ουρανόπεμπτον Κύριον της ανθρωπίνης Σωτηρίας, δεν πτερυγίζει το γλυκύ όραμα του ξανθού νεογνού του ριγούντος από αγαλλίασιν εις τους μητρικούς κόλπους. Γύρω από ευλαβικήν οσμήν καιομένου λιβανωτού, σύρεται εις το δάπεδον της Εκκλησίας η φρικαλέα πραγματικότης μιας ενσαρκωμένης Παναγίας Μητρός, η οποία ανοίγει τα κουρέλια των σαρκών και των ενδυμάτων διά να θηλάση ένα αδύνατο μωρό, με το γάλα της οδύνης και του σπαραγμού!
Πρόσφυξ η Θεομήτωρ Παρθένος τείνει την παλάμην και ζητεί ελεημοσύνην από τους πιστούς! Παρέκει σκύβει, περίλυπος έως θανάτου ο αγαθός τέκτων Ιωσήφ, άστεγος και δυστυχής, διωγμένος από την μακρυνήν πατρίδα και ανίκανος να θρέψη το τέκνον και την σύζυγον!
Τα ρόδινα Χριστοκούλουρα έγιναν ένα ξηρόν υπόλειμμα μαύρου ψωμιού, που ρίπτεται, όπως εις τους σκύλλους, εις την αναξιοπαθούσαν Θεοτόκον! Το ψύχος είνε δριμύ, και το Νεογνόν τρέμει ολόγυμνον, σφαδάζει εις ένα βήχα ατελείωτον, και είνε παγωμένα τα χέρια της Μητρός που προσπαθούν να καλύψουν τα παγωμένα μέλη Του…
Εγεννήθη εφέτος κακός και γεμάτος μίσος εις την απέραντον ψυχήν Του ο Θεάνθρωπος. Ερχόμενος εις την Γην, δεν επρόλαβε να συγκρατήση την Αμαρτίαν. Τα μάτια του αντίκρυσαν το σκότος, αντί να ίδουν το φως. Καταιγίς του διέκοψε την συνοχήν της λάμψεως καθώς κατήρχετο από τους Ουρανούς. Και δεν εγνώρισε παρά τα δάκρυα. Το μαρτύριον τον ανέμενεν από της πρώτης στιγμής. Πρόσφυξ, επαίτης, ανέστιος ο Υιός του Ανθρώπου, δεν ευρίσκει απόψε Φάτνην να γεννηθή! Και των Αγγέλων η φωνή διά την ερχομένην Ειρήνην, δεν ευρίσκει απήχησιν ούτε εις την Γην, ούτε εις τους Ουράνους! Η Θεομήτωρ Δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει αλλόφρων και έξαλλος επί υποζυγίου τας εκτάσεις των ερήμων. Και ο Ηρώδης αμείλικτος βυθίζει την αιματωμένην του μάχαιραν εις τας τρυφεράς σάρκας, ενώ εις το σκότος αντηχούν οι επιθανάτιοι ρόγχοι των σφαζομένων υπάρξεων. Εις το θάμβος της πρώτης χαραυγής, γύρω από οσμήν λιβανωτού η ενσαρκωμένη Παναγία σύρει τα ράκη της εις το δάπεδον της Εκκλησίας και ζητεί ελεημοσύνην…
Ο νέος Θεός, καθώς τα παγωμένα δάκτυλα της Μητρός του εγγίζουν τα παγωμένα μέλη Του, δακρύζει από τον πόνον, και ενώ αι φωναί των Αγγέλων διά την ερχομένην Ειρήνην πνίγονται, ζαρώνει εις την μητρικήν αγκάλην, θηλάζει το γάλα της οδύνης, και με τα δάκρυα του πόνου του, ενώπιον των αγίων εικόνων που τον περιστοιχίζουν, υπόσχεται Εκδίκησιν!… [1]