Γράφει o Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έχουν αραιώσει τα παιδιά που λένε τα κάλαντα και δεν πλημμυρίζουν οι δρόμοι, τα σοκάκια, οι πλατείες και τα λεωφορεία από φωνούλες, αλλά το εορταστικό εγερτήριο σημαίνει σήμερα: «Χριστός γεννάται αύριον / εις Βηθλεέμ την πόλι, κι’ οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η Πλάσις όλη». Είναι λοιπόν ενδιαφέρουσα μια βόλτα στην Αγορά των Αθηνών, στα χρόνια της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης, στα τέλη της δεκαετίας 1920. Όταν το πολύχρωμο πάζλ της αθηναϊκής κοινωνίας επηρεαζόταν καθοριστικά και από το πλήθος των προσφύγων, κυρίως από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα και την Αττική. Αν γυρνούσαμε τότε με μια κάμερα στο κέντρο των Αθηνών, θα συναντούσαμε ανθρώπους να πωλούν παστουρμά καταμεσής της οδού Αθηνάς, αλλά και νεαρούς επαρχιώτες να πωλούν χριστουγεννιάτικα δένδρα. Θα βλέπαμε τις γαλοπούλες που σφάχτηκαν στην ταράτσα της Αγοράς -εκεί ήταν το «Πτηνοσφαγείον»– να κρέμονται στα τσιγκέλια προκαλώντας περίεργα συναισθήματα.
Τους πελάτες της Αγοράς κατέγραφε ο δημοσιογράφος Δημήτριος Λαμπίκης. Τη μακιγιαρισμένη μοδιστρούλα από την Κυψέλη, τον εισοδηματία από την Κολοκυνθού, τον μεσίτη από την πλατεία Κάνιγγος, την καπελού από την οδό Μητροπόλεως, τον συνταξιούχο πυροτεχνουργό από το Παγκράτι. Αλλά και η Αιμιλία Καραβία βόλταρε στις βιτρίνες για να παραδώσει στον ιστορικό του μέλλοντος την όψη τους. Παρά την οικονομική κρίση τις ημέρες των γιορτών οι βιτρίνες ανακτούσαν την αίγλη τους.
- Εικόνες της αγοράς όπως τις κατέγραψε με το πενάκι του ο Πυθαγόρας Νάγος.
Οι προθήκες των βιβλιοπωλείων με τις πολυτελείς εκδόσεις τους και τα χρυσόδετα εικονογραφημένα βιβλία φάνταζαν άπιαστο όνειρο για τα λαϊκά στρώματα. Οι τιμές τους είχαν επηρεαστεί υπερβολικά. Ενώ σε προηγούμενα χρόνια ένα καλοδεμένο βιβλίο κλασικού συγγραφέα ή μια συλλογή ρομαντικών τραγουδιών κόστιζε σαράντα δραχμές, γύρω στο 1930 έφτανε πλέον τις τετρακόσιες δραχμές! Τότε εμφανίστηκε μεγάλη κινητικότητα ελληνικών βιβλίων, τα οποία ήταν φτηνότερα και βεβαίως οι πελάτες τα προτιμούσαν για δώρα.
Τα ανθοπωλεία ήταν βασικός χριστουγεννιάτικος προορισμός. Εκτός από άνθη διέθεταν και μακρά σειρά δώρων για να προσελκύσουν πελατεία. Καλλιτεχνικά βάζα, κρυστάλλινα σκεύη, αγαλματάκια, τασάκια και γλάστρες με σπάνια φυτά. Εν τω μεταξύ η Ερμού πλημμύριζε και τότε από ομορφόκοσμο. «Αι Ατθίδες ανεβοκατεβαίνουν καλοντυμένες, κομψές, δροσερές, ροδοκόκκινες και μυρωμένες»[1] έγραφε η Αιμιλία Καραβία. Οι ζωντανές κούκλες έμπαιναν στα καταστήματα αλλά δεν έβγαιναν πάντα με τα χέρια γεμάτα. Εξάλλου, όλοι έκαναν υποχωρήσεις. Ακόμη κι ο βλοσυρός κάποτε αδαμαντοπώλης που μόρφαζε όταν έβλεπε ιμιτασιόν διαμαντόπετρες, τώρα στόλιζε τις προθήκες του με τα προϊόντα της νέας βιομηχανίας. Αντικατέστησε με χημικές συνθέσεις τις ακριβές πολύτιμες πέτρες. Στις παρόδους της οδού Ερμού τα ατελιέ των μοδιστρών βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Γιορταστικές παραγγελίες. Κορίτσια έραβαν και κεντούσαν νευρικά και το βελόνι πετούσε στα χέρια τους.
Υπήρχαν όμως και τα Αμπατζίδικα. Εκεί ένας άλλος κόσμος έκανε τις προμήθειές του. Ευσταλείς και καμαρωτοί χωρικοί από τη Μεγαρίδα και τα Μεσόγεια είχαν τον δικό τους ιδιαίτερο, όμορφο και πρακτικό κόσμο. Αγόραζαν τα δικά τους δώρα, κουβέρτες, μαντήλες, τσαρούχια, σιγκούνια και άλλα στολίδια, τα οποία είχαν πάψει πλέον να παράγονται στη βιοτεχνία του χωριού. Αφού τέλειωναν τα ψώνια τους, τα φόρτωναν στα σκονισμένα και ξεχαρβαλωμένα αυτοκίνητα συγκοινωνίας και άφηναν πίσω τους τις παρόδους του Ψυρρή σηκώνοντας το χέρι για να φωνάξουν χαρούμενα: «Καλά Χριστούγεννα»!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 24/12/2014.