Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το ωραιότερο ιστορικό Χριστουγεννιάτικο πανόραμα γεμάτο εικόνες, πλούσιες ειδήσεις, απέραντο κέφι και έμμετρη χαρτογράφηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής επί μία ολόκληρη τριακονταπενταετία (1883-1918) αποτελούν τα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν από τον Γεώργιο Σουρή στην εφημερίδα του «Ο Ρωμηός». Πόλεμοι, πτωχεύσεις, προσφυγικά ρεύματα, ανεβοκατεβάσματα κυβερνήσεων, τεχνολογικές πρόοδοι σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα απλώνονται στις χιλιάδες σελίδες της τετρασέλιδης συνήθως και μικρού σχήματος εβδομαδιαίας σατυρικής εφημερίδος.
Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο φύλλο που έβγαλε ήταν το 1884. Ξεπροβόδισε τους βουλευτές, οι οποίοι παραμονές των Χριστουγέννων εγκατέλειπαν το κλεινόν άστυ για να επισκεφτούν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους: «Τώρα που ξεκουμπίζεσθε, αγαπητοί πατέρες, / και πάτε στις πατρίδες σας να φάτε και να πιείτε, / μέσα σε τούτες της χαράς και του γλεντιού τις μέρες / και τους καλούς σας εκλογείς για λίγο θυμηθείτε / που στέκουν θεονήστικοι με ανοικτό το στόμα / και νέο μάνα καρτερούν απ’ τ’ ουρανού το δώμα»[1]!
Πιο σαρκαστικός και υπερβολικός την επόμενη χρονιά (1885) φρόντισε να… στολίσει κανονικά και Χριστουγεννιάτικα τους εθνοπατέρες: «Εφύγατε πατέρες μας χρυσοί στ’ αρχοντικά σας / κι αφήσατε τα σάλια σας και τ’ αποτσίγαρά σας … / Πηγαίνετε εις το καλό αγαπητοί πατέρες / για σας το έθνος πάντοτε περνά χρυσές ημέρες / Πηγαίνετε στο διάολο ώ βουλευταί του κράτους / και πρέπει από σας πολλοί ν’ αδειάζουν αποπάτους»[2]!
Από τις σελίδες του σατιρικού εντύπου παρελαύνουν χιλιάδες πρόσωπα τα οποία απασχόλησαν θετικά ή αρνητικά την επικαιρότητα. Είχε όμως αδυναμία σε ορισμένα εξ αυτών, όπως ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Γνωστός για τις φιλοτρικουπικές και φιλελεύθερες τοποθετήσεις του ο Σουρής φρόντιζε να σχολιάζει τον «γέρο», όπως συνήθως αποκαλούσε τον Θ. Δηλιγιάννη. «Καλησπερούδια σας, Ρωμηοί, στα τόσα ξαφνικά σας / του Θοδωρή την γέννησιν να πω στ’ αρχοντικά σας. / Ο γέρος ξαναφύτρωσε, / κι η κτίσις όλη χαίρει / και τους θεσμούς ελύτρωσε / με πατερό στο χέρι»[3] του έγραφε τα Χριστούγεννα του 1902.
Και δύο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο 1904, όταν ο Δηλιγιάννης καταλαμβάνει, για μία ακόμη φορά, τον πρωθυπουργικό θώκο, με το παντοδύναμο κόμμα του το «Κορδόνι», ο Σουρής τον υποδέχεται καταλλήλως. Με αφορμή τη διάλυση της Βουλής ενόψει των εορτών ψάλλει τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα: Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, κι η χάβρα διελύθη, / εκ της βουλής εκίνησαν του Κορδονιού τα πλήθη, / κι’ ευρήκαν έναν δυστυχή του δρόμου σκουπιδιάρη, και άρπαξαν τη σκούπα του, του πήραν και το φτυάρι, / κι αυτά καινούρια σύμβολα τα κάνουν της Κορδόνας, / να μένουν με τα πατερά και νυν και στους αιώνας»[4].
Κάθε χρόνο σχεδόν, αφιέρωνε και ένα φύλλο απευθύνοντας ευχές στην θρησκευτική, πολιτειακή, πολιτική και κάθε φύσης ηγεσία της χώρας. Το 1903 έγραφε: «Εις τον Μεγαλειώτατον κατά βαρβάρων ξίφη / κι ο Πρίγκηψ ο Γέωργιος να βρη σπουδαία νύφη. / Στου Θρόνου τον Διάδοχον θριάμβους Στρατηλάτου / και να παντρέψη γρήγορα κι εκείνος τα παιδιά του»[5].
Πάντα διορατικός και στέλνοντας πολιτικά μηνύματα, τα Χριστούγεννα 1910 θα ψάλει τα δικά του κάλαντα υποδεχόμενος στην εξουσία τον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Καλησπερούδια σας, Ρωμηοί… χαρά στο ριζικό σας, / νέου Μεσσία γέννησιν θα πω στ’ αρχοντικό σας, / Λευτέρης τούτος λέγεται, μιαν άγκυρα σηκώνει, / κι’ όσους εκείνος έχρισε τους βγάλατε κορδόνι»[6]. Η άγκυρα ήταν το έμβλημα του κόμματος του Βενιζέλου, ο οποίος κατόρθωσε στις εκλογές του 1910 επί συνόλου 362 βουλευτών να εκλέξει τους 307 και να γίνει κυρίαρχος της πολιτικής ζωής της χώρας.
Το 1912 υπό το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων οι εύζωνοι πολεμούν στην Μακεδονία μας και στην Ήπειρο και ο Σουρής προσαρμόζει τους στίχους του: «Σαν ακούω το Μπιζάνι / νιώθω το κορμί μου κρύο… / αίμα θέλει να βυζάνη / σαν αχόρταγο θηρίο. / Κι η ψυχή κι ο νούς πετά / μες τη φρίκη του πολέμου… / Τι Χριστούγεννα κι αυτά!… / τι Χριστούγεννα, Χριστέ μου». Στρέφει το βλέμμα του στον άμαχο πληθυσμό που έχει μείνει στα μετόπισθεν: «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, παρηγοριάς ημέρες… / μέσα στη λύπη τη βαρειά / δώσε Χριστέ παρηγοριά / σε κόρες και μητέρες»[7]!
Αλλά την επόμενη χρονιά, το 1913, όταν πλέον διαφαινόταν πως η Ελλάς έβγαινε κερδισμένη από τις πολεμικές περιπέτειες ο Σουρής θα γράψει πως «Μας ήλθαν τα Χριστούγεννα / και ας χαρούμε φέτο / μας ήλθαν τα Χριστούγεννα τα τρισευτυχισμένα… / Μας ήλθαν τα Χριστούγεννα, Πατρίδα στεφανώτρα, / Χριστούγεννα παλληκαριάς, / λυτρώσεως Ελευθεριάς, / βάλε κρασί στην τσότρα». Έκλεινε δε το εορταστικό φύλλο ψάλλοντας «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, σκιρτήματα ψυχής, / και δούλοι πολυτλήμονες και σκλάβοι δυστυχείς, / όπου τους είδαν ήρωας Ελευθεριάς αγώνες / και τώρα μόλις άρχισε γι’ αυτούς να γλυκοφέγγη»!
Ο Σουρής και «Ο Ρωμηός» παρέμειναν σταθερά στο πλάι των αλύτρωτων Ελλήνων. Παρά το γεγονός ότι δεν παρουσίαζε φιλοπόλεμες διαθέσεις, όπως άλλα έντυπα της εποχής, εντυπωσιάζει τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα η παραγωγή του σε εθνικά ζητήματα. Φρόντιζε να εμψυχώνει τους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. «Μη θαρρής στον πόλεμό μας / πως κακοπερνούμε μάννα… / τώρα για Χριστόψωμό μας / έχομε την κουραμάννα», έγραφε κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αφουγκραζόταν την κοινωνία, γνώριζε τα τεκταινόμενα, λειτουργούσε δημοσιογραφικά και στεκόταν στο πλευρό των αδύναμων και χειμαζόμενων Ελλήνων. Τα Χριστούγεννα του 1915, όταν ένα ακόμη κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Αθήνα, έγραφε: «Χριστός γεννάται σήμερα, πρόσφυγες ξεφωνίζουν, / Χριστόψωμα σαν κι άλλοτε στους φούρνους δεν αχνίζουν. / Γέροι μας σώζουνε ξανά, και βλέπω τον κοσμάκη / να πέρνη κάμπους και βουνά / γυρεύοντας ψωμάκι».
Βεβαίως είναι ατέλειωτοι οι χαρούμενοι Χριστουγεννιάτικοι στίχοι, σε περιόδους ειρήνης και ευημερίας. Τότε γεννούσε το δικό του σκηνικό, έπαιζε με τις λαϊκές συνήθειες και διαχειριζόταν με χιούμορ την πολιτική και τους πολιτικούς. Όπως όταν ήταν πρωθυπουργός ο Κερκυραίος Γεώργιος Θεοτόκης, τα Χριστούγεννα του 1907. Τον παρουσίαζε να πίνει τον πρωινό του τον καφέ και να περιποιείται την Ρωμηοσύνη: «Την έλουζε, την κτένιζε, με πόνο τη φιλούσε, / και τέτοια της μιλούσε: / Εγώ για σένα τζόγια μου, / τραβώ το διάβολό μου, / και λησμονώ τα λόγια μου / και χάνω το μυαλό μου. / Εγώ για σε πιπίνι μου, / έβγαλα το σκαρπίνι μου, / κι εφόρεσα τακούνια / με βροντερά σπιρούνια»! Τότε ήταν που εξέφραζε θαραλλέα και την άποψή του για τη Ρωμηοσύνη: «Πάλι καλά σας τάπαμε, κι όλοι χασμουρηθήτε / κι αμέσως ξαναπέσετε και ξανακοιμηθήτε, / και μέσα στο χασμουρητό/ και μέσα στο ρουχαλητό / φωνάζετε πως τίποτα δεν ειμπορεί να γίνει / σ’ αυτή την Ρωμηοσύνη»[8]!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 25-27/12/2015.