Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένα από πολλά επεισόδια που προκάλεσε ο περίφημος Δημήτριος Μπαϊρακτάρης καταδιώκοντας τη χαρτοπαιξία έφτασε να απασχολήσει ακόμη και τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο κόσμος πίστευε ότι πράγματι ο αξιωματικός του Στρατού που είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα κυνηγούσε τους «μικρούς» αλλά όχι και τους «μεγάλους».
Αλλά αυτό δεν ίσχυε, γεγονός που αποδεικνύεται από τα προβλήματα που είχε προκαλέσει εκθέτοντας τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής. Οι εφημερίδες πίεζαν και η κοινή γνώμη ζητούσε αυστηρότερη επίβλεψη των εύπορων κύκλων που χαρτόπαιζαν. Μέχρι που δεν δίστασε να… μπουκάρει κυριολεκτικά και στην πανίσχυρη Αθηναϊκή Λέσχη. Ο Θ. Βελλιανίτης μας αφηγείται το περιστατικό [1].
Βρισκόμαστε στη δεκαετία 1880 και πρόεδρος της Αθηναϊκής Λέσχης, όπου σύχναζαν εκλεκτά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ο Ανδρέας Αυγερινός (1820-1896).
Καταγόταν από τον Πύργο και ήταν εύπορος, είχε χρηματίσει πολλές φορές υπουργός και μία φορά πρόεδρος της Βουλής, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην αθηναϊκή κοινωνία. Φανατικός φυσιολάτρης, ήταν εξ εκείνων που φρόντισαν να δενδροφυτευθεί ο Λυκαβηττός. Διατηρούσε έπαυλη και κτήμα στα Πατήσια, όπου συντηρούσε ανθοκήπιο με εξήντα είδη ρόδων.
Αυτός ήταν ο πρόεδρος της Λέσχης όταν έκανε την επιδρομή ο Δ. Μπαϊρακτάρης με τους άνδρες του.
Συμπεριφέρθηκε στους λεσχίτες με τον τρόπο που φερόταν στους παίκτες των χαρτοπαιχτικών λεσχών που υπήρχαν στις παρόδους των οδών Αιόλου και Αθηνάς. Μόνον που δεν τους οδήγησε στο κρατητήριο και δεν τους κούρεψε όπως συνήθιζε να κάνει!
Η απροσδόκητη αυτή εισβολή των αστυνομικών οργάνων στη Λέσχη, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε τα μέλη της αλλά και τον πρόεδρο Α. Αυγερινό. Αμέσως, ο πρόεδρος της Λέσχης απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό Θ. Δηλιγιάννη ζητώντας του να περιορίσει τον ζήλο των ευζώνων που υπηρετούσαν στην Αστυνομία. Πράγματι, ο Πρωθυπουργός ανταποκρίθηκε και ανέστειλε την καταδίωξη.
Αλλά εκείνοι που βίωσαν σκληρές στιγμές, την ίδια εποχή, δηλαδή επί αστυνόμου Μπαϊρακτάρη, ήταν οι κανταδόροι που είχαν την ίδια τύχη με τους χαρτοπαίχτες. Οι νυχτερινοί τραγουδιστές διατάρασσαν με τα άσματά τους την κοινή ησυχία, σε ώρες απαγορευμένες. Έτσι κατατάχθηκαν στην τάξη των επικίνδυνων υποκειμένων με τα οποία έπρεπε να ασχολείται η Αστυνομία.
Αλίμονο στους κανταδόρους που θα εμφανίζονταν, ακόμη και σε μακρινή συνοικία, τραγουδώντας τους ερωτικούς καημούς τους.
Ακόμη χειρότερα εάν ακούγονταν ήχοι κιθάρας και μαντολίνου κάτω από τα παράθυρα κοριτσιού. Τα ευζωνικά αποσπάσματα έκαναν επίθεση με ακατάσχετη ορμή, σαν να επρόκειτο για ληστοφυγόδικους.
Οι συνοικίες της πόλης είχαν μετατραπεί σε… παραμεθόριους σταθμούς και οι εύζωνοι που είχε επιλέξει ο Μπαϊρακτάρης δεν υπολόγιζαν τα ειρηνικά μουσικά όργανα, τα οποία έσπαγαν με μανία.
Τροβαδούροι στη φυλακή με σπασμένες κιθάρες
Η Νεάπολη ήταν η περιοχή που συγκέντρωνε τα περισσότερα απ’ αυτά τα υπαίθρια μουσικά συγκροτήματα. Ήταν η εστία και η γειτονιά τους. Εκεί εξάλλου γαλουχήθηκαν σπουδαίοι μουσικοί, όπως ο υψίφωνος Αποστόλου ή συνθέτες λαϊκών ασμάτων, όπως ο Χρήστος Στρουμπούλης. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης δεν πτοείτο ούτε σεβόταν τις καλλιτεχνικές αυτές ανησυχίες. Έσυρε, με τα αστυνομικά του όργανα, τους Αθηναίους τροβαδούρους στο κρατητήριο και έσπαγε τις κιθάρες τους. Οι δρόμοι της συνοικίας έχαναν πλέον τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους αλλά έβρισκαν την ησυχία τους οι γονείς των νεαρών κοριτσιών.
Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, φαινόταν πως από τον κόπανο του όπλου των ευζώνων εξαρτιόταν η αρετή των κοριτσιών και ο νυκτερινός ύπνος των γονιών. Τις αστυνομικές αυτές καταδιώξεις χαρτοπαικτών και κανταδόρων φρόντισε να απαθανατίσει ο Θέμος Άννινος με το πενάκι του, παραδίδοντας έτσι στην αιωνιότητα εικόνες ζωής των παλαιότερων Αθηνών.