Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το 1881 προεκτάθηκε ο υπόνομος της οδού Ερμού στον οποίο απέληγαν και όλοι οι άλλοι της παλαιάς πόλης. Από τον Κεραμεικό και μέσω των οδών Σαλαμίνος, Κεραμεικού και Πλαταιών ενωνόταν με τον υπόνομο της Βάθειας που επεκτεινόταν πλέον μέσω της οδού Αχιλλέως έως τον Προφήτη Δανιήλ για να χυθεί και πάλι στην ύπαιθρο. Σχηματίστηκε έτσι ένα πρώτο στοιχειώδες δίκτυο παντορροϊκού συστήματος. Αλλά η πόλη επεκτεινόταν με γοργούς ρυθμούς και ο Δήμος Αθηναίων αδυνατούσε να κατασκευάσει υπονόμους σε όλους τους δρόμους. Το έτος 1893 ενώ το συνολικό δίκτυο των υπονόμων ήταν 11.500 μέτρα υπολογιζόταν ότι η πόλη χρειαζόταν οκταπλάσια περίπου έκταση, τουλάχιστον 84.420 μέτρα[1]. Δηλαδή η οικοδόμηση της πόλης μόνον κατά το ένα όγδοο υπηρετείτο από υπονόμους ενώ τα υπόλοιπα επτά όγδοα καλύπτονταν με απορροφητικούς βόθρους.
Συνεχιζόταν έτσι το σύστημα που επικρατούσε επί Τουρκοκρατίας και με τα αυτονόητα επακόλουθα για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και τη δημόσια υγεία. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε επί πολλές δεκαετίες με διάφορες επιδημίες να μαστίζουν την ελληνική πρωτεύουσα, ιδιαιτέρως τις ακραίες φτωχοσυνοικίες. Διότι και όσες ακαθαρσίες παραλαμβάνονταν από το μικρό δίκτυο υπονόμων της πόλης, απλώς απομακρύνονταν προς τα δυτικά της κράσπεδα για να δημιουργήσουν εκεί μεγαλύτερο κίνδυνο σε βάρος της υγείας των κατοίκων. Η απόληξη του κεντρικού αγωγού εξακολουθούσε να οδηγεί τις ακαθαρσίες στην ύπαιθρο κοντά στον Προφήτη Δανιήλ. Από εκεί με χαντάκια διοχετεύονταν στα περιβόλια και πότιζαν τα λαχανικά που έτρωγαν οι Αθηναίοι.
Τα αποτελέσματα και από τις δύο πλευρές είναι ευνόητα. Ο τύφος, η δυσεντερία, οι αμοιβάδες και άλλες εντερικές ασθένειες ήταν ενδημικές στην Αθήνα. Εκτός όμως του κινδύνου αυτού, στον οποίο μονίμως ήταν εκτεθειμένη η υγιεινή της πόλης υπήρχαν και άλλες επιπτώσεις. Όπως το γεγονός ότι σε κάθε βροχή η Αθήνα καταδικαζόταν σε μεγάλη δοκιμασία και σοβαρές καταστροφές. Οι δρόμοι που κατέβαιναν από τους λόφους μεταβάλλονταν σε ορμητικούς χειμάρρους παρασύροντας στο πέρασμά τους πέτρες και χώματα, τα οποία απέθεταν σε χαμηλότερα σημεία όπου ελαττωνόταν η ταχύτητα της ροής. Παρατηρούνταν φαινόμενα που βλέπουμε και στις ημέρες μας με το νερό να παρασύρει ακόμη και έπιπλα ή οικιακά σκεύη από τα υπόγεια που πλημμύριζαν.
Τα οδοστρώματα ανασκάπτονταν, οι συγκοινωνίες διακόπτονταν, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις κατάρρευσης σπιτιών με ανθρώπινα θύματα. Επί πολλές ημέρες συνεργεία του δήμου Αθηναίων ασχολούνταν για να αποκομίσουν τα χιλιάδες κυβικά μέτρα λάσπης και αμμοχάλικων ή να αντλήσουν τα νερά από τα πλημμυρισμένα υπόγεια. Ακολουθούσαν οι πρόχειρες επισκευές των δρόμων στα σημεία που παρουσίαζαν κινδύνους για τη ζωή των διαβατών ή καθιστούσαν αδύνατη την κυκλοφορία.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτές οι καταστροφές που ζούσε η Αθήνα στις μεγάλες βροχές. Τα νερά ακολουθώντας τη φυσική κλίση του εδάφους κατέληγαν στον κάμπο του Ελαιώνα, όπου και ο Ιλισός. Τότε πλημμύριζε όλη η περιοχή από τα Σεπόλια και τον Βοτανικό μέχρι το Μοσχάτο και το Φάληρο.
Καταστρέφονταν όλες οι φυτείες και σημειώνονταν μεγάλες ζημιές στις αγροτικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις των περιοχών. Χρειαζόταν δε να περάσουν πολλές ημέρες ώστε να αποσυρθούν τα νερά στη θάλασσα και να αποστραγγιστεί το έδαφος. Αληθινή τραγωδία προκάλεσε η πλημμύρα της 14ης Νοεμβρίου 1896, την ημέρα του Αγίου Φιλίππου. Ραγδαία νεροποντή μάστιζε την Αθήνα επί δώδεκα ώρες. Η πόλη μεταβλήθηκε σε Βενετία, αλλά όχι με στάσιμα και γαλήνια νερά. Οι δρόμοι μεταβλήθηκαν σε χειμάρρους και σε ορισμένες περιπτώσεις το νερό περνούσε το μισό μέτρο ύψος. Υπόγεια και αυλές κατακλύσθηκαν. Ο Ιλισός πλημμύρισε και το ορμητικό νερό παρέσυρε τη γέφυρα του Παγκρατίου, ένα τόξο της γέφυρας του Σταδίου, τη γέφυρα του Μετς, τη γέφυρα του Τραμ της Καλλιθέας και πολλά από τα γειτονικά χαμόσπιτα[2].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 27 Μαΐου 2020