Φεγγαρονυχτιά του Αυγούστου: Ο Σαρωνικός σαν ατλάζι ασημόσταχτο, φρεσκοσιδερωμένο, τεντωμένο από τα Φάληρα ως την Αίγινα και φωτισμένο από μέσα. Κάπου-κάπου πνοές το χαϊδεύουν, το ρυτιδώνουν, το κάνουν ν’ ανατριχιάζη. Κι’ επάνω σ’ αυτές της αργυρές σπηλιάδες αόρατο χέρι σχεδιάζει με σινική μελάνη, ολόμαυρες, τις σιλουέττες των μικρών πλοίων, που περνούν «κοντρ-λουμιέρ», με τα τριγωνικά τους πανάκια και τα ελαφρότατα σκάφη, «γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών», για να θυμηθώ τον ποιητή.
Το φεγγάρι, αφού έβαλε φωτιά στη ράχι του δυστυχισμένου ελέφαντος, που προσπαθούσε να δροσίση την προβοσκίδα του στα νερά των Φλεβών – του γέρο- Υμηττού- έχει τώρα υψωθή, ολοστρόγγυλο, μεσουράνο, για να ντύση τα πράγματα μ’ ωμορφιές μελιχρές, να γεμίση το άπειρο μ’ ατέλειωτες θεωρίες από ασημιά περιστέρια, να μεταμορφώση την ύλη των πάντων, να κάμη τα νερά αιθέρα και φως, τα δέντρα σύννεφα, τα σκουπίδια λουλούδια, τους βράχους όνειρα, τα γκαρσόνια πνεύματα και της κυρίες, με τ’ άϋλα μαλλιά, τα διαφεγγή μέτωπα και τα λαμπρά μάτια, ιδέες της αιωνίας ωμορφιάς, πεσμένες εδώ κάτω στη γη, για να μας θυμίζουν τα ουράνια.
Η φεγγαρονυχτιά, ως εικόνα ολόκληρη, ανήκει στον πλατωνικό κόσμο. Η διάχυτη αυτή ωμορφιά, που σαν προϊόν μαγείας, αλλάζει απίστευτα την όψι των πραγμάτων και τα δείχνει άϋλα, μακρυνά, ονειρεμένα, είνε ανταύγεια μιας άλλης δημιουργίας, ιδανικής, όπου όλα είνε τελειότης, αρμονία και γαλήνη βαθύτατη. Και όλες αυτές η ωμορφιές, μέσα στης οποίες σβύνει, λυώνει, κάθε χοντράδα της ύλης – όχι μόνον ο ανθοπώλης με τα γιασεμιά, αλλά και ο φυστικάς με το καλαθάκι, που περνούν από μπροστά μας, γίνονται, στα καλά καθούμενα, ποιήματα – άλλο προορισμό δεν έχουν παρά να μας υψώνουν σ’ αυτό τον καθαρό κόσμο των ιδανικών αξιών, που υπήρξε πριν και θα υπάρξη κι’ έπειτα από τον εφήμερο αυτό κόσμο που πλαισιώνει τη φευγαλέα ζωή μας: Να μας γεμίζουν νοσταλγία για τον παράδεισο της αιωνίας ιδέας.
Από το νεκρό πλανήτη με τα φαλακρά, τ’ απεγνωσμένα βουνά και τα σβυσμένα ηφαίστεια, εκπορεύεται, όταν ουρανοδρομή, λουσμένος με το δανεικό και χλωμό φως του, μια σταθερή ώθησι προς το ιδανικό. Κάθε φεγγαρονυχτιά είνε και από μία διαφυγή, μια ονειροπόλησι προς τα εκεί. Ο κόσμος που ξεχύνεται, με την πανσέληνο στους δρόμους, στης ακτές, στην ύπαιθρο – αυτός ο κόσμος της Αττικής προ πάντων, για τον οποίον η σελήνη δεν είνε αστήρ της κοσμογραφίας, αλλά του κινηματογράφου, ταινία, θέαμα, «πάμε να ιδούμε τη σελήνη», «τι ωραία είνε απόψε η σελήνη!» – δουλεύει, χωρίς να το ξέρη, σ’ αυτή την ακατανίκητη έλξι του ιδανικού.
Κάτω απ’ αυτό το φως, που χύνεται σαν μακρυνή κι’ απόκοσμη μουσική και παίρνει τα πάντα στα κύματά της, οι άνθρωποι βλέπουν εαυτούς και αλλήλους, όπως ακριβώς στ’ ανώτερα έργα τέχνης: Όχι πια όπως είνε, αλλ’ όπως έπρεπε να είνε. Η φεγγαρονυχτιά είνε, ακριβώς γι’ αυτό, η μεγαλείτερη μεσίτρια. Σας παρουσιάζει τη Φόφη, την Κοκώ, τη Φανή – που κάτω απ’ τον ήλιο, κάθε μια τους, είνε περιπατούσα κοινοτοπία – σαν πλάσματα ουρανοκατέβατα, καμωμένα από την αιθέρια ουσία του ιδανικού και σας ψιθυρίζει με σαγηνευτική φωνή:
-Αγαπησέ την!
Γι’ αυτό υπάρχουν άνθρωποι, που μισούν θανάσιμα το φεγγάρι: Είνε όλοι αυτοί, πoυ ερωτεύτηκαν μια νύχτα πανσελήνου ένα δημιούργημά της, πούσβυσε ανεπιστρεπτεί κάτω από το φως του ήλιου, για να δώση τον τόπο του σε μία τραγική πεζότητα!
[1] Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.