Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Για την ονομασία του προκηρύχθηκε διαγωνισμός. Τα εγκαίνιά του υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της μικρής κοινωνίας των Αθηνών του 1895. Από το πρώτο θεατρικό έργο που ανέβασε ο Δημήτριος Κοτοπούλης, αρχηγέτης της γνωστής θεατρo-οικογένειας και επί 116 χρόνια φιλοξένησε στα σανίδια του τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου. Γεννήθηκε όταν η οδός Πατησίων, στο ύψος του Αρχαιολογικού Μουσείου, ήταν ακόμη έξω από την πόλη, ένας χωματόδρομος γεμάτος μαρμαράδικα.
Ευτύχησε να δει την πόλη να μεγαλώνει, τα νεοκλασικά της να ανεγείρονται, τα γαϊδουράκια και τα άλογα να αντικαθίστανται από πολυτελείς άμαξες, τον ιππήλατο σιδηρόδρομο και αργότερα το ηλεκτροκίνητο τραμ. Εγκαινιάσθηκε, όταν άρχιζε τη λειτουργία του ο «υπόγειος σιδηρόδρομος» από το Θησείο στην Ομόνοια και έκλεισε, όταν η πόλη απέκτησε δίκτυο Μετρό. Για να επιβιώσει, στα χρόνια της Κατοχής, μετατράπηκε σε θερινό κινηματογράφο για να ξαναλειτουργήσει και να ακμάσει ως θέατρο στα χρόνια της μεταπολίτευσης!
«Εις θέσιν εξοχικήν…»!
Τον Μάϊο του 1895 ανεγειρόταν το «Αθήναιον», στη συμβολή της οδού Πατησίων με την οδό Μάρνη. Όπως έγραφαν οι εφημερίδες «ιδρύεται εις θέσιν θαυμασίαν δια το θέρος, ευάερον, καθαράν, εξοχικήν άμα και ουχί μακράν της πόλεως κειμένην, ακριβώς απέναντι του Εθνικού Μουσείου». Μάλιστα συμπλήρωναν πως οι περιπατητές της Πρωτομαγιάς παρήλαυναν μπροστά από το ατελείωτο ακόμη θέατρο, το οποίο όμως βρήκε την ευκαιρία να διαφημισθεί γι’ αυτό ήταν σημαιοστολισμένο την ημέρα και φωταγωγημένο τη νύκτα.
Ο Ιωάννης Καμπούρογλου χαρακτήριζε το νεοανεγειρόμενο θέατρο «κατ’ εξοχήν θερινόν και καλλιπρεπές, στολίζον την πρωτεύουσαν». Και αφού το νέο θέατρο βρισκόταν σε θέση εξοχική, έπρεπε να διασφαλιστεί η άνετη και οικονομική μετακίνηση των θεατών. Γι’ αυτό ο Τύπος απηύθυνε ευχή προς την Εταιρεία του Τροχιοδρόμου «να συντελέση προς ίδιον αυτής όφελος εις την διευκόλυνσιν της μέχρι του νέου θεάτρου μεταφοράς των θεατών ορίζουσα ειδικόν δεκάλεπτον εισιτήριον (αν όχι και πεντάλεπτον) κατά τας νυκτερινάς ώρας».
Το όνομα «Αθήναιον»
Οι αδελφοί Χαραμή και ο Φ. Πρίντεζης ήταν οι φιλόδοξοι επιχειρηματίες που ίδρυσαν το θερινό θέατρο «Αθήναιον», το οποίο έως την ημέρα που εγκαινιάστηκε δεν είχε όνομα. Για την ονομασία του προκηρύχθηκε διαγωνισμός, στον οποίο συμμετείχαν 2427 Αθηναίοι και Αθηναίες. Για την διεξαγωγή του σχηματίσθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους Κωστή Παλαμά, Δημήτριο Καμπούρογλου, Ιωάννη Δαμβέργη, Νικόλαο Λάσκαρη και Γεώργιο Πωπ. Δεκάδες επιστολών έφθαναν ταχυδρομικώς και καθημερινώς στην Eπιτροπή και δεν έλειπαν βεβαίως και οι κωμικές σκηνές. Όπως κάποιος που πρότεινε να ονομαστεί το νέο θέατρο «Εθνοσυνέλευσις» διότι «άνευ αυτής δεν δύναται να σωθή… το έθνος»!
Ωστόσο, ο καιρός περνούσε και η Eπιτροπή δεν έλεγε να αποφασίσει την επιλογή του ονόματος, ενώ η εφημερίδα «Εστία» πρότεινε, εκτός διαγωνισμού, την ονομασία «Αθήναιον». Πάντως, οι διαδικασίες συνεχίστηκαν κανονικά και ανήμερα των εγκαινίων, στις 14 Μαΐου 1895 και από σκηνής ο πρόεδρος της επιτροπής δημοσιογράφος, νομικός, πολιτικός και θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Πωπ, ανακοίνωσε το όνομα «Αθήναιον» καθώς και τη νικήτρια Φωτεινή Καλάρη που κέρδισε δύο εισιτήρια διαρκείας. Το μεγάλο ταξίδι ξεκινούσε με τις σημαντικότερες επιθεωρήσεις που γνώριζε το ελληνικό θεατρικό σανίδι.
«Θερινόν Εθνικόν Θέατρον»!
Από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του καθιερώθηκε ως φυτώριο ταλέντων. Η Ευαγγελία Ρούσου, που δεν ήταν άλλη από τη μετέπειτα πρωταγωνίστρια του θεάτρου Ευαγγελία Νίκα, συμμετείχε στην πρώτη παράσταση. Εκεί δοκίμασε τις υποκριτικές ικανότητές του ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, αλλά ευτυχώς τον κέρδισαν η δημοσιογραφία και η ποίηση. Στο Αθήναιον, την πρώτη χρονιά λειτουργίας του, παίχτηκε για πρώτη φορά έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1922, επίσης δικό του έργο θα ανεβάσουν ο Αιμίλιος Βεάκης και ο Χριστόφορος Νέζερ. Στο θέατρο αυτό ανέβηκε το «Τζιώτικο ραβαΐσι» του Τίμου Δεπάστα, με τον Λεονταρή του, ο οποίος από τότε, έγινε συνώνυμο του ψευτοπαλικαρά και του φαμφαρόνου.
Εκεί ανέβηκε το «Ξημέρωμα» του Ν. Καζαντζάκη, αλλά και οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους σε αριστουργηματική μετάφραση Γεωργίου Σουρή. Ο Γρηγόρης Σταυρόπουλος, που υποδυόταν τον ρόλο του Δίκαιου Λόγου, πέθανε επί σκηνής. Επίσης παρουσιάστηκαν έργα του τυφλού ποιητή Σπυρίδωνα Περεσιάδη, συγγραφέα της «Γκόλφως» αλλά και του Δημήτρη Ταγκόπουλου και του Τιμολέοντος Αμπελά. Το 1924, ο κοσμοπολίτης Μίλτος Λιδωρίκης πρότεινε να αγορασθεί το «Αθήναιον» από το κράτος για να μετατραπεί σε «Θερινόν Εθνικόν Θέατρον»! Σημείωνε ότι παρά το γεγονός της εγκατάλειψης της σκηνής του «είναι το ωραιότερον, το πλέον ευρύχωρον και ευάερον, το ευχαριστώτερον θέατρον των Αθηνών και είναι μία απόλαυσις να πηγαίνη κανείς σ’ αυτό και να παρακολουθή την παράστασι θεατρικού έργου»!
«Θέατρον Τέχνης» του Σπ. Μελά
Μπορεί να μην αγοράστηκε από το κράτος, αλλά το 1925 έμελλε να γνωρίσει μεγάλες δόξες. Φιλοξένησε το «Θέατρον της Τέχνης» Σπύρου Μελά, μία φιλόδοξη προσπάθεια που επιδίωκε την ανασύσταση της δραματικής και σκηνικής τέχνης στην Ελλάδα. Η έναρξη ήταν συγκλονιστική και τα ονόματα των πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών θα καθόριζαν την ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Ανάμεσά τους η 17χρονη Ελένη Παπαδάκη και ο 22χρονος Κώστας Κροντηράς. Ο Σπ. Μελάς είχε πάρει νέους και νέες από δύο Ωδεία των Αθηνών με σκοπό να συστήσει έναν νέο θεατρικό οργανισμό, το «Θέατρον Τέχνης».
Με κεφάλαιο που ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο δραχμές, το οποίο συγκεντρώθηκε από δωρεές και ενισχύσεις, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ποιοτικό αλλά και οικονομικά αποδοτικό θεατρικό σχήμα. Ενοικίασε το δροσόλουστο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων και άρχισε τις παραστάσεις, εισπράττοντας σε μία και μόνον Κυριακάτικη απογευματινή 18.000 δραχμές! Το ποσό για την εποχή εκείνη ήταν ιλιγγιώδες. Τα σκηνικά και τα ενδύματα φρόντιζε ο διακεκριμένος μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος.
«Ριρίκα»
Στο Αθήναιον πρωτοπαρουσιάστηκε, το 1929, ο Πέλος Κατσέλης και το σύνολο σχεδόν των ηθοποιών, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν μεταπολεμικά. Τα λαϊκά στρώματα ενθουσιάζοντο με την οπερέτα «Η Ριρίκα μας», η οποία άφηνε πίσω της και το δημοφιλέστερο τραγούδι του Γιάννη Πρινέα που ακούγεται ευχάριστα έως σήμερα. Το νέο αστέρι του θεάτρου η γλυκύτατη Ντιριντάουα (Αικατερίνη Οικονόμου) μαζί με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Σταυρίδη, Σταύρο Ιατρίδη, Γιάννη Σπαρίδη (Σπανομαρίδη) και το μπαλέτο του Φλερύ παίζουν τη «θεαματικότατη υπερεπιθεώρηση η Μαριονέτα». Το 1933 το θέατρο ανακαινίζεται εκ βάθρων.
Μετατρέπεται στο μεγαλύτερο θερινό των Αθηνών και δίπλα στο «Αθήναιον» κόλλησαν την ονομασία «Μπροντγουαίη»! Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής το Αθήναιον αγωνίζεται να επιβιώσει και το 1943 μετατρέπεται σε κινηματογράφο. Η Κυβέρνηση Ράλλη χρησιμοποίησε το Αθήναιον για τις «διαφωτιστικές διαλέξεις» που έδιναν στελέχη της κατοχικής κυβέρνησης. Μεταπολεμικά, φιλοξενεί τη σχολή θεάτρου «Αθήναιον» που δημιούργησε ο Σωκράτης Καραντινός (1906-1979) και λειτουργεί ως «Μορφωτικός Σύλλογος». Στα τέλη του 1940 η Σοφία Βέμπο και ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσιάζουν στο Αθήναιον την περίφημη «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού».
Μεταπολίτευση
Ο τελευταίος κύκλος ξεκινά το 1973, όταν μετατρέπεται και πάλι σε θέατρο. Ανακαινισμένο, ανεβάζει το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη «Το μεγάλο μας τσίρκο» με τον θίασο Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Σκηνική πρωτοτυπία οι τρεις σκηνές που χώριζαν στη μέση την πλατεία του θεάτρου. Θα φιλοξενήσει σπουδαίες θεατρικές μορφές όπως το 1979 όταν το «Θέατρο Ζαν Βιλάρ» ανέβασε το έργο του Αντώνη Δωριάδη «Ένα παράξενο απόγευμα». Έναν χρόνο αργότερα (1980) ο Αλέξης Σολωμός σκηνοθετεί το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη με ερμηνευτές τον Γιώργο Νταλάρα και τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά.
Το 1987 βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο όταν στα καμαρίνια του συλλαμβάνεται για εξύβριση του Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη ο Λάκης Λαζόπουλος. Παιζόταν η επιθεώρηση «Τι είδε ο Γιαπωνέζος» και προς υποστήριξη του Λ. Λαζόπουλου και της Άννας Παναγιωταρέα που συνελήφθη την επομένη, έσπευσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Μάνος Χατζιδάκις με κείμενό του. Δέκα χρόνια αργότερα «Ο Βιολιστής στη Στέγη» με τον Γρηγόρη Βαλτινό δίνει νέες κατευθύνσεις στο μέλλον του θεάτρου.
Τέλος και κατεδάφιση
Αλλά τα χρόνια περνούσαν και η ευρύτερη περιοχή, έως την πλατεία Βάθη, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, βρέθηκε στο επίκεντρο της υποβάθμισης, την οποία υπέστησαν αρκετές συνοικίες των Αθηνών. Ακολούθησε η σφοδρή οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στον χώρο του θεάματος. Σε συνδυασμό με το εξαιρετικά υψηλό ενοίκιο του θεάτρου από τη Σχολή στην οποία ανήκει, οδήγησαν στο κλείσιμό του το 2011. Ο χώρος που ποτίστηκε με όλα τα ρεύματα του νεοελληνικού θεάτρου, απέμεινε να ρημάζει και η εσωτερική και εξωτερική όψη του να γίνονται μάρτυρες της αδιαφορίας για την ιστορική μας μνήμη. Εντέλει τα μηχανήματα κατεδαφίσεως ανέλαβαν (Νοέμβριος 2019) να εξαφανίσουν ότι είχε απομείνει 124 χρόνια μετά την ανέγερσή του.