Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ακόμη και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Πρωτομαγιά εξακολουθούσε να είναι η γιορτή των καρπών. Μόλις έβγαιναν, μικρά και άγουρα, τα σύκα και τα καρύδια οι Αθηναίοι έκοβαν καρποφόρα κλωνιά και έπλεκαν στεφάνια για να τα κρεμάσουν στις πόρτες ή στα χαγιάτια τους. Και η πρώτη Μαρτίου γιορταζόταν ως εορτή της βλάστησης. Οι γιαγιάδες έπαιρναν λίγο γρασίδι, το έβρεχαν σε καθαρό νερό και το πρωί ξυπνούσαν τα εγγόνια τους, χτυπώντας τα με το βρεγμένο χορτάρι στο μέτωπο. Ο Απρίλης λεγόταν «Λουλουδάς», ενώ την ημέρα του Αγίου Γεωργίου οι γυναίκες έβγαιναν για να κόψουν χαμομήλι, καλή ευκαιρία για γενική έξοδο στις εξοχές της Αττικής και τους όμορφους κάμπους της. Πρώτα μάζευαν το χαμομήλι τους για τον χειμώνα –«το λουλουδάκι του Αη Γιωργιού»– και έπειτα γλεντούσαν με γενναίο φαγοπότι και βιολιά.
Το κατεξοχήν λουλούδι της Πρωτομαγιάς ήταν η αγριοπασχαλιά. Το ψηλό δένδρο με τα μωβ ανθάκια που φαίνονται σαν μικροσκοπικά άστρα. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδος το δένδρο αποκαλείται «Μάης». Αλλά οι Αθηναίοι το αποκαλούσαν «κομπολογού». Γιατί τα παιδιά από τους ώριμους καρπούς του έφτιαχναν κομπολόγια. Οι κηπουροί το αποκαλούσαν «σολωμό»!
«Οργια με αρνία, κρασιά και σκόρδα»!
Στα πρώτα χρόνια του Όθωνα, η νεοσύστατη ελληνική κοινωνία προσάρμοζε πλέον τις γιορτές της στην «πολιτισμένη» πραγματικότητα. Ξένες καλλιτέχνιδες ήδη είχαν φτάσει στην Αθήνα και εκστασιασμένοι οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι «εις τους παριλισσίους κήπους ηκούετο μέχρι πρωίας ο γλυκύς βαρβιτισμός των καλλιτεχνίδων και το χάριεν άσμα της ξανθοπλοκάμου Αϊδέ»[1]! Η εφημερίδα «ΦΗΜΗ» έσπευδε να ενημερώσει τους εκατοντάδες Βαυαρούς, που είχαν κατακλύσει την ελληνική πρωτεύουσα, ότι «είναι έθιμα τινα τα οποία καθιερώθησαν ως νόμος εις την κοινωνίαν και ένα των εθίμων τούτων είναι και αι διασκεδάσεις της πρώτης Μαΐου»[2].
Ως προς τον αριθμό εκείνων που γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στις εξοχές της Αττικής και την ποιότητα της διασκέδασής τους, η ίδια εφημερίδα είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική: «Διάφοροι οικογένειαι αξιοτίμων εμπόρων, συμβούλων και άλλων, συμποσούμεναι εις 80 περίπου άτομα εξήλθον να τελέσωσι τα όργια της πρωτομαίας με ικανά αρνία, κρασία, σκόρδα, άνθη κτλ. Και ευθύμησαν έως εσπέρας»[3]!
Στα χρόνια του Ρομαντισμού
Επί Γεωργίου του Α΄, την Πρωτομαγιά η πόλη άλλαζε κυριολεκτικά όψη. Στα στόματα των περισσοτέρων έρχονταν οι στίχοι του Αχιλλέα Παράσχου:
«Δρέψατε πάλιν ερασταί ευδαίμονες ναρκίσσους
Εις του Μαΐου τους φαιδρούς κ’ ευώδεις παραδείσους»
Και οι παριλίσσιοι κήποι, τα Πατήσια και οι άλλες γειτονικές εξοχές δέχονταν την πραγματική έφοδο των Αθηναίων αστών. Ο κρότος των αμαξών και οι λουλουδοκλοπές κρατούσαν στο πόδι σχεδόν όλους τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Εξάλλου, τα περιβόλια είχαν την τιμητική τους. Ονομαστά περιβόλια –με θαυμάσια φυτά και σπάνια άνθη– υπήρχαν στο βάθος της σημερινής οδού Ρηγγίλης, παραπλεύρως του Ζαππείου, στα Πατήσια, στα Σεπόλια κ.α. Εννοείται ότι τα ομορφότερα ήταν στα Σεπόλια και στον Κολωνό, ενώ «Βασιλικό Περιβόλι» αποκαλούσαν τον Βοτανικό Κήπο στην Ιερά Οδό.
Όλοι πήγαιναν στις εξοχές. Οι πλούσιοι καροτσάδα και οι φτωχοί με τα πόδια. Η οδός Πατησίων, από τις πέντε το απόγευμα μέχρι το πρωί της επομένης, πλημμύριζε από χιλιάδες ανθρώπους. Στα περιβόλια έτρωγαν, έπιναν και «έπιαναν τον Μάη». Αρνί ψητό, αυγά, σκορδαλιά, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα, γιαούρτι σακουλίσιο. Κρασί ρετσινάτο από την Κούλουρη, «κεχριμπάρι», όπως το αποκαλούσαν οι μπεκρήδες της εποχής. Στο ύψος του Αγίου Λουκά πωλούνταν στεφάνια με άνθη. Πενήντα λεπτά ο «Μάης», ένα στεφάνι καμωμένο από τριαντάφυλλα, πασχαλιές, ασπιρέες, λιμπούνα και άλλα ακόμη άνθη.
Οι «Χαβιαροχανίτες»
Δεν ήταν βεβαίως όλα «ανθηρά» και εκείνη την εποχή. Υπήρχαν φωνές που αντιδρούσαν στην εισαγωγή του δυτικού τρόπου ζωής και στους πλούσιους ομογενείς-χρηματιστές, τους οποίους αποκαλούσαν «Χαβιαροχανίτες». Εκπρόσωπός αυτής της κατηγορίας ήταν ο Παναγιώτης Πηγαδιώτης, ο οποίος έγραφε (1884) στον «ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ» του:
«Αχ Μάη δώσε θάρρος και εις τους λωποδύτες
να κάνουν μια δουλειά,
να πιάσουνε με βρόγχο τους Χαβιαροχανίτες
εκείνα τα σκυλιά
που ήρθανε και κάμαν λημέρι στην Αθήνα
και έτσι να γλυτώσει κάθε φτωχός την πείνα.
Και με αυτούς ας πνίξουν σ’ αυτές σου τις ημέρες
εκείνα τα θεριά
που λέγονται πως είναι του έθνους μας πατέρες
αλλ’ είναι …κλεφτουριά.
Αρπάζουν το Ταμείον, του βλάκα τον ιδρώτα,
κι αν ο φτωχός πεινάει, αυτοί ζωή και κότα»[4].
Ο Γ. Σουρής και ο «ΡΩΜΗΟΣ» του
Το πανηγύρι ξεκινούσε από την παραμονή της Πρωτομαγιάς. Ο κόσμος γλεντούσε έως τα ξημερώματα πίνοντας και απολαμβάνοντας τις ευωδιές των λουλουδιών. Αξιομνημόνευτη λαϊκή παράδοση ήταν η ευρεία κατανάλωση σκόρδων τον μήνα Μάϊο. Τους ανθοπόλεμους και το κλίμα που επικρατούσε στις εξοχές, κατέγραφε με το πενάκι του ο Γεώργιος Σουρής στον «ΡΩΜΗΟ» του:
«Έλα ράνε με με φούλια
να σε ράνω με μαρούλια.
Δεύτε ράνε δι’ ανθέων
την φυλήν των… ημιθέων.
Ανθεστήρια μεγάλα,
νέα δάφνη και μυρσίνη,
και στον Μάϊον καββάλα
παρελαύν’ η Ρωμηοσύνη»[5]
Όσοι πήγαιναν στα Πατήσια και την Κολοκυνθού, αγόραζαν ένα στεφάνι και το κρεμούσαν στο φανάρι του αμαξιού ή το κρατούσαν στα χέρια όταν γύριζαν στην πόλη. Το κρεμούσαν στην εξώπορτα για να το ξεκρεμάσουν στις 23 Ιουνίου, εορτή του Αη Γιάννη του Κλήδονα, οπότε και ριχνόταν στη φωτιά για να περάσουν από πάνω μικροί και μεγάλοι. Εκεί, εκτός από τον Μάη καίγονταν παλιά καλάθια, ξύλα και οτιδήποτε αλλό δυνάμωνε τη φωτιά.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» 29 Απριλίου 2011