Τραγοῦδι Σεπτεμβριανόν κι’ ἐν γένει φθινοπωρινόν (1886)

Τραγοῦδι Σεπτεμβριανόν

κι’ ἐν γένει φθινοπωρινόν[1]

 

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα! τί χαραῖς καὶ γέλοια,

τί φωναῖς καὶ κρότοι, κοσμοχαλασιά,

κάρρα φορτωμένα κι’ ἀδειανὰ βαρέλια

κι’ ὅλα ξυνισμένα περσυνὰ κρασιά.

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα!… βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική.

 

Ἔπιπλα ‘στὰ κάρρα, πιάνα, καναπέδες,

ροῦχα βελουδένια καὶ μεταξωτά,

ἀδειανὰ τσουκάλια, χίλιοι τεντζερέδες,

ψαθωταῖς καρέκλαις ἀνακατωτά.

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική!

 

Σκόνη μὲ τὴ λάσπη, λάσπη μὲ τὴ σκόνη,

ὅπου κι’ ἄν πατήσῃς θὰ μουρνταρευθῇς

ὁ βορειᾶς σφυρίζει κι’ ὅλον σὲ σηκόνει

 ὅπου κι’ ἂν περάσῃς, ὅπου κι’ ἂν σταθῇς.

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική!

 

Βλέπεις μές ’στους δρόμους ασχημιαῖς …

μπάμιαις και ντομάταις, έπιπλα παλῃά,

τὰ σχολεῖ’ ανοίγουν, τρέχουν οἱ δασκάλοι,

κι’ οἱ βιβλιοπώλαι αρχινοῦν δουλειά.

Μωρὲ τ’εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική!

 

Τὸ καλοκαιράκι πάλι μᾶς ἀφίνει

Κι’ εἶναι ἡ ζωή μας ὄνειρον βραχύ,

πέφτουνε τὰ φύλλα, ἡ νεότης σβύνει,

κι’ ἔρχεται ὁ κόσμος ἀπ’ τὴν ἐξοχή.

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική!

 

Ταβουλάρη[2], στῆθι μετὰ τοῦ θιάσου

πουθενὰ δὲν θἄβρης πιὸ καλὸ κοινόν…

μὰ καὶ σύ, Κωστάκη[3], φεύγεις ’στὰ σωστὰ σου

σὺ ὁ παννυχίως ὅλους συγκινῶν;

Μωρὲ τ’εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική!

 

Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτα! τί χαραῖς καὶ γέλοια,

τί φωναῖς καὶ κρότοι, κοσμοχαλασιά,

κάρρα φορτωμένα κι’ ἀδειανὰ βαρέλια

κι’ ὅλα ξυνισμένα περσυνὰ κρασιά.

Μωρέ τ’ εἶναι τοῦτα, βρῶμα γενική,

καὶ μετοικεσία καταστρεπτική.

 

[1] Εφημερίδα «Ο ΡΩΜΗΟΣ», αριθμ. 133, 6 Σεπτεμβρίου 1886, σελ. 4.

[2] Ο καταγόμενος από τη Ζάκυνθο Διονύσιος Ταβουλάρης υπήρξε από τους πρώτους μεγάλους ηθοποιούς της Νεοελληνικής Σκηνής. Το ταλέντο του πρωτοαναγνωρίστηκε σε ερασιτεχνικές παραστάσεις όπου συμμετείχε στη Ζάκυνθο. Πρωτοεμφανίστηκε επίσημα στην Κωνσταντινούπολη (1858) και έπειτα από εμφανίσεις σε Αθήνα, Σύρο, Σμύρνη και άλλα αστικά κέντρα του Ελληνισμού (1865-1866) προσχώρησε στον θίασο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» του Σοφοκλή Καρύδη, στον οποίο συμμετείχε και ο Παντελής Σούτσας, ο οποίος έκτοτε παρέμεινε μόνιμος συνεργάτης του. Συνιδρυτής του θιάσου «ΑΙΣΧΥΛΟΣ» που μετονομάστηκε «ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ» (1872) και υπήρξε από τους σημαντικότερους της ελληνικής σκηνής έως το τέλος του 19ου αιώνα.

[3] Πρόκειται για τον λαϊκό κωμικό του 19ου αιώνα Κωστάκη Καλλίτση, ο οποίος έδρασε –κυριολεκτικώς- στα παριλίσσια θέατρα («Αντρον τω Νυμφών», «Παράδεισος» κ.ά.).