ΤΟ ΠΑΛΗΟ ΣΠΙΤΙ[1]
Στὴν ἱστορία τῶν ἀθηναϊκῶν παραδόσεων σημειώθηκε μιὰ μεγάλη ἀνατροπή. Ἡ μετακίνησις πρὸς τὴ νέα στέγη ἔχει μετατεθῇ κατὰ ἕνα μῆνα, καὶ ἀντὶ τῆς πρώτης τοῦ μηνὸς ποὺ πέρασε, ἡ πρώτη μέρα τοῦ Ὀκτωβρίου ὡρίσθηκε γιὰ τὴ μετακόμισι τοῦ Ἀθηναίου. Εἶνε ὁ ἀποδημητικώτερος πολίτης τῆς Εὐρώπης. Ποτὲ δὲν εἶσθε βέβαιος γιὰ τὴ στέγη του. Οἱ κάτοικοι ἄλλων πόλεων καταναλίσκουν μακρὰ σειρὰ ἐτῶν στὸ ἴδιο οἴκημα. Τὸν Ἀθηναῖο δύσκολα θὰ τὸν ἐπιτύχετε φέτος στὴ συνοικία ποὺ σᾶς δέχθηκε πέρυσι. Σὲ παλαιότερα μάλιστα χρόνια τὸ ρεῦμα τῆς ἀποδημίας ἦταν ἀκόμη ζωηρότερο. Νὰ εἶνε ἆρα γε ἡ πλῆξις ποὺ μᾶς βασανίζει, εἶνε ἡ ἀνάγκη τῆς ἀνταλλαγῆς ποὺ φουσκώνει τὶς ψυχὲς ἀνησύχων ἀνθρώπων, ἢ μήπως ἀπομένει κανένας σπινθήρας ἀπὸ τὶς φλόγες ποὺ ἐφώτισαν τὸν τυχοδιωκτισμὸ μιᾶς ἀεικίνητης φυλῆς;
Μεγάλες ἀπορίες στὶς ὁποῖες δὲν εἶνε ἁπλὴ ἡ ἀπάντησις. Ἂς περιορισθοῦμε στὰ γεγονότα, τώρα ποὺ τὰ τροχοφόρα τρίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος ὑπαρχόντων μας καὶ κατευθύνονται πρὸς τὴ νέα συνοικία. Δὲν ἐγκαταλείπει κανείς, χωρὶς τὴν ἀποχαιρετιστήριον ὁμοβροντία τὸ σπίτι ποὺ τὸν ἐστέγαζε σὲ μιὰ μακρυὰ ἢ σύντομη περίοδο τῆς ζωῆς του.
Τὸ σπίτι ποὺ κατοικήσαμε, δὲν εἶνε μιὰ οἱαδήποτε οἰκοδομὴ μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀκινήτων τῆς πόλεως. Εἶνε ἕνα κομμάτι ἀπὸ μᾶς τοὺς ἰδίους, συνυφασμένο μὲ τὴν ὕπαρξί μας, ποτισμένο μὲ τὸ εἶναι μας. Οἱ τοῖχοι του ἔχουν ἀπορροφήσῃ τὰ συναισθήματά μας, ἡ ἀτμόσφαιρά του εἶνε γεμάτη ἀπὸ τὶς χαρὲς καὶ τοὺς πόνους μας. Ἔχουν τὴν ψυχή τους καὶ τὰ ἄψυχα. Δὲν ἐξηγεῖται ἀλλοιῶς πὼς τὸ σπίτι παρακολουθεῖ τὴν ἔκφρασι τῶν ἐνοίκων του. Χαίρεται τὴ χαρά μας, κι’ ὅταν ὅμως εἴμαστε θλιμμένοι, ἡ θλίψις ἀργοσταλάζει ἀπὸ τὰ κεραμίδια του. Τὸ σπίτι τῆς γιορτῆς δὲν εἶνε τὸ σπίτι τῆς κηδείας, οὔτε τὸ σπίτι τοῦ ἐναρέτου ἔχει καμμιὰ ὁμοιότητα μὲ τὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Ἡ ψυχὴ τῶν κατοίκων εἶναι διάχυτη στὸ οἴκημα.
Τὸ σπίτι πῆρε μέρος στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες μας, μᾶς εἶδε γεμάτους ζωντάνια κι’ ἔτριξε χαρούμενο κάτω ἀπὸ τὰ πέλματά μας, μᾶς εἶδε ἀρρώστους κι’ ἔγινε τόσο σκυθρωπὸ ὥστε νὰ ἐπιβάλῃ σιωπὴ στὴ συνοικία. Φόβοι του, οἱ φόβοι μας, ἐλπίδες του, οἱ ἐλπίδες μας. Ἄκουσε σιωπηλὸ τὰ μυστικά μας, καὶ τὶς ἐσώτερές μας σκέψεις, ποὺ δὲν ἀποκρυσταλλώθησαν σὲ φράσεις καὶ σὲ ἤχους, μόνο σὲ αὐτὸ τὶς ἐμπιστευθήκαμε. Γι’ αὐτὸ τώρα ποὺ ἀπομακρυνόμαστε, γυρίζομε πίσω καὶ μὲ μία τελευταία ματιὰ τοῦ συνιστοῦμε ἐχεμύθεια ἀπέναντι ἐκείνων ποὺ θὰ πάρουν τὴ θέσι μας.
Μὲ πόση ἀδιαφορία τοὺς ὑποδέχεται! Μὲ ὅση συγκίνησι προπέμπει ἡμᾶς ποὺ φεύγομε. Τίποτα δὲν ἔχει νὰ πῇ σ’ ἐκείνους. Ἄγραφοι σουβάδες εἶνε γι’ αὐτοὺς οἱ τοῖχοι. Βρίσκεται σὲ ἀμηχανία ὁ νέος ἔνοικος καὶ ρωτᾷ νὰ μάθῃ ἀπὸ μᾶς σὲ ποιὰ θέσι εἴχαμε στημένο τὸ κρεβάτι, ποῦ εἴχαμε στρωμένο τὸ τραπέζι μας. Σὲ μᾶς ποὺ κατοικήσαμε ὅμως;…Σὲ μᾶς ὅλα μιλοῦν. Τοῖχοι, πόρτες, παράθυρα, γίνονται χίλια στόματα γιὰ νὰ μᾶς θυμίσουν τὶς ἱστορίες ποὺ ζήσαμε μαζί τους.
Πῶς μποροῦσαν νὰ μείνουν ψυχροί; Τόσο τραγοῦδι, τόσο γέλιο, τόσο κλάμμα, τόση φλυαρία, τόσοι στοχασμοί, τόσα ὄνειρα ποὺ συντρόφευσαν τὸν ὕπνο καὶ τὸν ξύπνο μας κάτω ἀπ’ αὐτὴ τὴ στέγη δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ καταντήσουν ἀπορρίμματα καὶ νὰ ριχτοῦν στὸν τενεκὲ τῶν σκουπιδιῶν. Δὲν χάνονται ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Πόσο βαθύτατα ἀνθρώπινο εἶναι τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο τραγούδι τοῦ Πορφύρα:
Ἄμοιρη! Τὸ σπιτάκι μας ἐστοίχειωσεν
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου τὴ θλιμμένη.
Στοὺς τοίχους, στὸν καθρέφτη, στὰ εἰκονίσματα,
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου κάτι μένει…
Κάτι μένει ἀπὸ ὅλη μας τὴν ὕπαρξι. Τὸ νοιώθουμε τόσο πολὺ ὥστε τὴ στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ ν’ ἀγκαλιάζουμε τὰ δωμάτια καὶ τοὺς διαδρόμους μὲ τὸ βλέμμα μας. Μιὰ τελευταία ματιὰ μήπως καὶ λησμονήσαμε τίποτα. Ξέρεις ὅμως πολὺ καλά, κύριε ἔνοικε, ὅτι ψεύδεσαι καὶ στὸν ἑαυτό σου ἀκόμη. Τίποτα δὲ λησμόνησες. Εἶσαι βέβαιος γι’ αὐτό. Ἂν βραδύνῃς τὸ βῆμα σου εἶνε γιατί αἰσθάνεσαι βαρειὰ τὴν ψυχή σου, εἶνε γιατί πιέζεσαι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ν’ ἁπλώσῃς τὰ μπράτσα σου καὶ ν’ ἀγκαλιάσῃς ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἄψυχα ποὺ σὲ ἀτενίζουν συγκινημένα. Ἔτσι ὅμως εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἐκδηλώσῃ τὰ εὐγενέστερα αἰσθήματά του.
Στὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ, μὲ τὸ σκυλάκι κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη, μὲ τὸ κλουβὶ τοῦ καναριοῦ στὸ χέρι, ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι ἀπὸ τὴν ἑτοιμασία τῆς ἀναχωρήσεως, «ἀνταλλάξιμοι» κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυγῆς, στρεφόμαστε πρὸς τὶς κλειστὲς γρίλλιες καὶ τὶς ἀποχαιρετοῦμε.
Ἡ γειτονιά, κρεμασμένη στὰ μπαλκόνια της, καταβάλλει ὕστατη προσπάθεια ν’ ἀντλήσῃ τὰ τελευταία μυστικά μας ἀπὸ τὴ ραπτομηχανή, ἀπὸ τὶς καρέκλες, ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο, ἀπὸ τὸ ξεκοιλιασμένο δέμα μὲ τὰ στρώματα ἀπὸ τὴ σκουριασμένη λεκάνη, ἀπ’ ὅλο τὸν πύργο ποὺ ὑψώνεται στὸ κάρρο.
― Στὸ καλό, κὺρ γείτονα…
Ἂν δὲν εἴμαστε τόσο δειλοὶ ὥστε νὰ κρύβωμε τὶς βαθύτερες συγκινήσεις μας, θὰ φέρναμε στὰ μάτια τὸ μαντῆλι…
Π. Παλαιολόγος
[1] Π. Παλαιολόγος, «ΤΟ ΠΑΛΗΟ ΣΠΙΤΙ», εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 4 Οκτωβρίου 1938, σελ. 1.