ΤΟ ΚΑΡΡΟΝ (1909)

ΤΟ ΚΑΡΡΟΝ[1]

 

Κινδυνεύει τὸ κάρρον, κινδυνεύει καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἠλεκτρισμόν. Εἴδατε τί ἐπανάστασιν ἔκαμαν οἱ ἁμαξοκαρραγωγεῖς τοῦ Πειραιῶς διὰ τὴν ἐπέκτασιν τῆς γραμμῆς τοῦ ἠλεκτρικοῦ τράμ. Τὴν ἰδίαν ἐπανάστασιν θὰ κάμουν μεθαύριον οἱ ἁμαξοκαρραγωγεῖς Ἀθηνῶν. Εἶνε φυσικὴ διαμαρτυρία ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων τὰ συμφέροντα καταστρέφονται. Εἶνε ἡ διαμαρτυρία, τὴν ὁποία προκαλεῖ κάθε πρόοδος, ἡ ἀντίστασις τὴν ὁποίαν εὑρίσκει εἰς τὸν δρόμον της. Αὐτὸ ἐγένετο πάντοτε καὶ αὐτὸ θὰ γίνεται. Καὶ αὔριον ὅταν θὰ τελειώσουν τὰ ἀεροπλάνα καὶ θὰ γίνουν τῆς μόδας θὰ διαμαρτυρηθοῦν οἱ σωφὲρ καὶ οἱ ὁδηγοὶ τῶν ἠλεκτρικῶν τράμ. Καὶ μεθαύριον ὅταν θὰ κατορθωθῇ νὰ πετᾷ ὁ ἄνθρωπος μὲ δύο μόνον ἐλαφροτάτας πτέρυγας, ὅταν δηλαδὴ θὰ εὑρεθῇ τὸ ἐναέριον ποδήλατον, θὰ διαμαρτυρηθοῦν οἱ ὁδηγοὶ τῶν ἀεροπλάνων. Ἱστορία παλαιοτάτη ἡ ἱστορία αὐτῶν τῶν διαμαρτυριῶν. Καὶ οὔτε ποῦ θὰ λήξει ποτέ. Εἰς κάθε κτύπημα ποὺ δίδετε ἐπάνω εἰς τὸ παλαιὸν καὶ ἑτοιμόρροπον θὰ ἀκούεται καὶ ἕνα «ὢχ» καὶ ἕνας στεναγμὸς βαθύς.

 

∞∞∞∞∞

 

Τώρα κινδυνεύει καὶ τὸ κάρρον. Ἐλᾶτε νὰ τὸ θρηνήσωμεν. Μᾶς εἶνε τόσον συμπαθητικόν, τὸ ὀκνηρώτατον αὐτὸ ὄχημα, τὸ σπανιότατα τρέχον, τὸ συνήθως κυλιόμενον ἀργά, ἀργά, τὸ πάντοτε συρόμενον ἀπὸ ἕνα ἄλογον κουρασμένον. Αἱ Ἀθῆναι ἔχουν ἰδιαιτέρους λόγους νὰ τὸ συμπαθοῦν, διότι καμμία ἄλλη πόλις δὲν ἔχει μίαν ἑορτὴν ὡς ἐκείνην τὴν ὁποίαν βλέπει ἡ πρωτεύουσα τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν ἀποθεώνεται τὸ κάρρον. Ἔπειτα εἶνε αἱ πρωϊναὶ ὧραι, ἡ ἀττικὴ αὐγὴ ποὺ μᾶς ἔρχεται μὲ τὸν ξηρὸν κρότον τοῦ κάρρου ποῦ ἀνεβαίνει πρὸς τὸ λατομεῖον. Καὶ ἔπειτα πάλιν εἶνε ἡ ρόδινη καὶ μελαγχολικὴ δύσις ποῦ ἔρχεται καὶ αὐτὴ μὲ τὸ τραγούδι τοῦ λατόμου ποῦ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ βουνὸν καὶ μὲ τῶν τροχῶν τὸ ἀργοκύλισμα.

Τὸ κάρρο εἶνε μία γραμμὴ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ὁ Ἀθηναῖος ἀγωγιάτης μὲ τὸ κόκκινο ζωνάρι του εἶνε ἀπὸ τοὺς τύπους τοὺς ξεχωριστούς. Μόνον οἱ Ἀθηναῖοι οἱ γνωρίζοντες τὰς Ἀθήνας, ὄχι τὰς Ἀθήνας τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς ὁδοῦ Σταδίου, ἀλλὰ τὰς Ἀθήνας τῆς γειτονιᾶς καὶ μάλιστα τῆς παλαιᾶς ἀθηναϊκῆς γειτονιᾶς ὅπου ἀκόμη ὑπάρχουν σπῆτια μὲ τὴν σιδηρᾶν σφαίραν πίσω ἀπὸ τὴν ἐξώθυραν, ἠμποροῦν κἄτι νὰ αἰσθανθοῦν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀγωγιάτη ὁ ὁποῖος τὰς ὥρας τοῦ ὄρθρου τονίζει τὸ τραγοῦδί του ἐπάνω εἰς τὸν ρυθμὸν τοῦ τροχοῦ τοῦ κυλιωμένου εἰς τὸν ἀνηφορικὸν δρόμον.

Ἀλλὰ ἡ πρόοδος ὅταν πρόκειται νὰ καταρρίψῃ δὲν συνεννοεῖται προηγουμένως μὲ τὴν ποίησιν. Ἀλλοίμονον ἐὰν ὑπῆρχε τοιοῦτος νόμος. Θὰ ἐσώζοντο ἀκόμη καὶ τὰ λεωφορεῖα τῶν Θηβῶν μὲ τὰ ὀκτὼ σκονισμένα ἄλογα. Ἡ πρόοδος κτυπᾷ ἀδιακρίτως. Τώρα καταδιώκει τὸ κάρρον. Καὶ αὔριον ἢ μεθαύριον κάρρα δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον, δὲν θὰ ὑπάρχουν κάρρα. Καὶ μαζῆ μὲ τὸν κόσμον τῶν δυστυχῶν καραγωγέων θὰ ὑποστῇ ζημίας, φεῦ, καὶ ὁ κύκλος τῶν ἀθηναϊκῶν καλλονῶν…

 

Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ

 

[1] Τίμος Μωραϊτίνης (Ψευδ. «Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ»), Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ», 2 Μαρτίου 1909, σελ. 1.