Τὸ Καινούργιο Σπῆτι (1903)

Τὸ Καινούργιο Σπῆτι[1]

(Χρονογράφημα τηλεφωνικὸν)

 

Ὥρα 10 π.μ.

― Ντρρρρρρρίν… Ντρίννννν, ντρίννν……

«Καιροί»… «Καιροὶ» εἶνε αὐτοῦ;

― Ντρρρρρρννννν… μάλιστα. Τί ἀγαπᾶτε;

― Ὁ Φιλέας Φόγγ.

― Ἔχω νὰ σᾶς ἀναγγείλω κἄτι πολὺ ἐνδιαφέρον…

― Ἐνδιαφέρον τὸ Πανελλήνιον;

― Ὄχι ἐμένα.

― Ἅ! ἐμπρὸς σᾶς ἀκούω.

― Θαυμάσιο τὸ καινούργιο μου σπῆτι, φίλε μου. Ὅλοι εἴμεθα ἐνθουσιασμένοι. Ὁ πατέρας μου ἐμέτρησε τὰ βήματα ἀπὸ τὸ γραφεῖον του ὡς ἐδῶ καὶ ηὗρε ὅτι εἶνε τόσον κοντά, ὥστε δὲν κουράζεται. Ἡ μητέρα μου βεβαιώνει, ὅτι ἀπὸ τὸ μπαλκόνι μας φαίνεται ὅλη ἡ ὑφήλιος. Μπαλκόνι πρώτης τάξεως. Φαντάσου, ὅτι ὑπάρχουν καὶ λουλούδια ἀπέναντι, φυτὰ θερμοκηπίου μέσα σὲ γλάστρες. Ἀκούεις καλά;

― Θαυμάσια!

― Ἡ γυναῖκά μου μὲ βεβαιώνει, ὅτι τῆς εἶνε περιττὸν νὰ βγαίνῃ ἔξω. Περνᾷ τόσος κόσμος ἀπὸ τὸν δρόμον μας, ὥστε ὁ περίπατος εἶνε περιττός. Ἔπειτα ἡ γυναῖκά μου εἶναι ἐνθουσιασμένη καὶ μὲ τὸν ἥλιο. Τί ἥλιος! Ἀπὸ ὅλαις τῇς μεριαῖς. Διότι παρέλειψα νὰ σοὺ πῶ, ὅτι τὸ σπῆτί μας εἶνε ἀνατολικομεσημβρινοδυτικόν. Διεβιβάσθη σωστὰ ἡ λέξις ἀπὸ τὸ τηλέφωνον;

― Σωστότατα. Μακαρόνι ναπολιτάνικο.

― Ἡ ὑπηρέτριά μου βεβαιώνει, ὅτι ὁ ἀντικρυνὸς μπακάλης εἶνε ὁ εὐγενέστερος μπακάλης Ἀθηνῶν-Πειραιῶς καὶ περιχώρων. Μοῦ ἐξέφρασε μάλιστα τὴν ὑπόνοιαν, ὅτι ὁ μπακάλης αὐτὸς θὰ ἦτο πρὶν βαρῶνος. Τόσον εὐγενὴς εἶνε. Φαντάσου, ὅτι καὶ ἡ γάτα μας…

― Ἔ! τί ἔκαμε ἡ γάτα σας;

― Καὶ αὐτὴ ἐνθουσιασμένη, ἔπιασε ἕνα ποντικό. Αὐτὸ κατ’ ἀρχὰς μοῦ ἔκαμε κακὴν ἐντύπωσιν. Σπῆτι μὲ ποντικούς;… Ἀλλὰ ἡ γάτα μου ὅταν τὸν ἔφαγε ἔδωσε ἕνα κοντσέρτο τόσον θλιβερὸν ὥστε ἐπείσθην, ὅτι ὁ ποντικὸς αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος ποὺ ὑπῆρχε στὸ σπῆτι.

― Ἀποτέλεσμα;

―Μὰ εἶνε ἀνάγκη νὰ σοὺ τὸ πῶ; Πηγαίνω νὰ εὕρω τὸν σποιτονοικοκύρην μου νὰ κάμω συμβόλαιον τουλάχιστον γιὰ εἴκοσι πέντε ἔτη.

― Τίποτε ἄλλο;

― Τίποτε. Χαίρετε. Ντρρρρρρννν!…

 

∞∞∞∞∞

 

Ὥρα 10 μ.μ.

― Ντρρρρνν!… Γραφεῖον «Καιρῶν».

― Ντρρρρννν! Ποῖος εἶνε;

― Φιλέας Φόγγ.

― Ἄ! λοιπόν. Ἔκαμες τὸ συμβόλαιον;

― Ποιὸ συμβόλαιον; Ἐδῶ εἶνε ἀπελπισία, φίλε μου. Τὸ καινούργιο μας σπῆτι εἶνε φρικτόν. Τὸ χειρότερο ποῦ ὑπάρχει στὰς Ἀθήνας. Φαντάσου ὅτι ὁ πατέρας μου διὰ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του ἕως ἐδῶ ἔκαμε μίαν ὥραν, τριάντα ἑπτὰ πρῶτα καὶ σαράντα ἐννέα δεύτερα λεπτά.

― Πῶ πῶ! Ἔχεις ὅμως αὐτὸ τὸ θαυμάσιο μπαλκόνι ποῦ ἐνθουσίασε τὴν μητέρα σου.

― Κολοκύθια! Ἀπὸ τὸ μπαλκόνι μας φαίνεται μία μάνδρα καὶ ἕν ἀπεριτείχιστον οἰκόπεδον, τὸ ὁποῖον μάλιστα προσφέρει τὰς ταπεινοτέρας ἐκδουλεύσεις εἰς ὅλην τὴν γειτονιά.

― Οὔφ! Καὶ ὅμως ἡ γυναῖκά σου ἐβεβαίωσεν ὅτι ὁ δρόμος εἶνε τόσον περαστικός.

― Πολὺ περαστικός. Ἡ ἴδια ἡ γυναῖκά μου ἐβεβαίωσεν ὅτι ἀπὸ τὰς δέκα τὸ πρωὶ ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν δρόμο μας ἕνας στραγαλατζής, μία γυναῖκα ποῦ πουλεῖ μαστίχα, καὶ ἕνας ἀπόστρατος δεκανεὺς τοῦ πεζικοῦ.

― Ἴ! ἴ! Εὐτυχῶς θὰ εἶνε ἀνατολικομεσηβρινοδυτικὸν καὶ ἑπομένως ὑγιεινὸν τὸ σπῆτί σου.

― Ἄχ, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὑπολογισμοί, φίλτατέ μου, ἔγιναν τὴν ὥραν ποὺ ἦτον συννεφιά. Ὅταν διελύθησαν τὰ σύννεφα ἀπεδείχθη, ὅτι ὁ ἥλιος δὲν καταδέχεται νὰ ἰδῇ αὐτὸ τὸ παλῃόσπητο, οὔτε ἕνα δευτερολεπτὸν τὴν ἡμέρα. Φαντάσου ὅτι τὴν σελήνη τὴν εἴδαμε ἀπὸ ἕνα φεγγίτη τῆς σοφίτας.

― Καὶ ὁ μπακάλης;

― Ὁ προστυχώτερος μπακάλης τῆς ὑφηλίου. Ἡ ὑπηρέτριά μου πρὸ ὀλίγων λεπτῶν τῆς ὥρας ἠναγκάσθη νὰ τοῦ δώσῃ δύο μπάτσους.

― Ὤ! μένει ἡ γάτα σου μὲ τὰ ποντίκια.

― Ποντίκια πλῆθος. Ἡ γάτα μου ἔχει φάει τόσα πολλὰ ὥστε ἔπαθε ἀπὸ γαστρικήν.

― Ὥστε τὸ συμπέρασμα;

― Θλιβερώτατον. Θ’ ἀρχίσω ἀπὸ τώρα νὰ ζητῶ σπῆτι γιὰ τοῦ χρόνου. Χαίρετε…Ντρίνννν….

― Ὑπομονή!…Ντρίννν….

 

Φιλέας Φὸγγ

 

[1] Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ψευδ. «Φιλέας Φογγ»), εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ», 2 Σεπτεμβρίου 1903, σελ. 1.