ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ[1]
Κάθε συνοικία ἔχει καὶ ἰδιαίτερον ρυθμὸν καὶ ἡ νέα μας συνοικία, ὅπου μᾶς ἐκύλισεν ἡ συνήθεια τῆς ἐτήσιας μετοικεσίας, ἔχει τὸν ἰδικόν της, ἔχει τὸ τραγοῦδί της. Εἶνε, λοιπόν, ἀλήθεια πῶς ἡ κεντρική οὐσία ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων εἶνε μελωδία καὶ πῶς ὅλοι καὶ ὅλα μᾶς πληροφοροῦν μὲ ἤχους ὅτι ὑπάρχουν; Τὸ καθένα καὶ ὁ καθένας μὲ τὸ ἰδικόν του μουσικὸν χρῶμα; Καὶ ἀπὸ τὸ παληό μας σπίτι περνοῦσαν γαϊδάροι, φορτωμένοι μὲ αὐγουλάτα σταφύλια καὶ μὲ ροδίτες, καὶ ὁ μανάβης τραγουδοῦσε τὴν δροσιάν τους, τὸ χρῶμά τους καὶ τὴν ἀκρίβεια τους. Ἀλλὰ ἐδῶ τὸ τραγούδι τοῦ μανάβη ἔχει ἰδικήν του μελωδίαν καὶ ἡ ἁλυσίδες τῆς ζυγαριᾶς, ποῦ κρέμονται ἀπὸ τὰ σταφυλοφορτωμένα καλάθια κροταλίζουν σὰν σεῖστρα, καὶ τὸ γκάρισμα τοῦ γαϊδάρου πάλλεται ἀπάνου εἰς πρωτοτύπους συνθέσεις.
Καινούριοι ἦχοι μᾶς ἐξυπνοῦν ἐδῶ τὴν αὐγὴν καὶ τὴν νύχτα καινούριοι ἦχοι σωπαίνουν καὶ μᾶς ἀποκοιμίζουν. Αὐτὸς ποῦ πωλεῖ στάμνες, λεκάνες καὶ γάστρες ὑψώνει πρὸς τὰ παράθυρά μας νέους τόνους καὶ ἡ γρηούλα, ποῦ πωλεῖ μαστίχαν καὶ μοσχολίβανο καὶ ὁ στραγαλατζῆς καὶ ὁ κουλουριτζῆς καὶ ὁ καβουρνιάρης μᾶς στέλλουν νέους ἤχους. Καὶ τὰ πεζοδρόμια ἀντηχοῦν διαφορετικά κάτου ἀπὸ τὰ πόδια τῶν διαβατῶν καὶ ἀλλοιῶς βογκάει ὁ δρόμος στὸ πέρασμα τῶν βαρυφορτωμένων κάρρων καὶ καινούριοι ἦχοι ζοῦν στοὺς τριγμοὺς τῶν παραθύρων, ποῦ τὰ τραντάζει τὸ πέρασμα τοῦ τράμ. Καὶ ἡ καμπάνες τῆς ἐνορίας τραγουδοῦν σὲ καινούριους σκοπούς τὰ τραγούδια τῶν ὄρθρων καὶ τῶν ἑσπερινῶν καὶ ἡ εὐλογίες τῶν ἤχων των κεντοῦν στὸ γαλάζιο τοῦ αἰθέρος ἰδιόρρυθμα σχήματα.
Ἀλλοιῶς κτυποῦν ἐδῶ τὰ ρόπτρα τῶν θυρῶν καὶ τὰ αὐγινὰ τῶν παραθύρων ἀνοίγματα καὶ τὰ βραδυνά των ράθυμα κλασίματα ξυπνοῦν νέους ἤχους στοὺς τοίχους καὶ στοὺς παραστάτες. Ἄλλοι ἄνθρωποι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω καὶ πλάγι μας, ἄλλοι ἦχοι καὶ ἄλλος ρυθμὸς γύρα μας. Ἡ παιδικὲς φωνὲς ἀνεβαίνουν σὲ ἀλλοιώτικες μουσικὲς σάλες καὶ τὰ κλάϊματά τους καὶ τὰ γέλια τους καὶ ἡ χαρές τους κτυποῦν στὰ ἀκουστικά μας τύμπανα μὲ διαφορετικὰ δάκτυλα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν παιδιῶν τῆς παλαιᾶς μας συνοικίας. Νέα κεφαλάκια προβάλλουν στὰ χαμηλὰ παράθυρα καὶ στὴς θύρες τῶν αὐλῶν κι’ ἄλλοι ἦχοι τρέμουν στὰ συχνοπέραστα πεζοδρόμια. Καὶ ἡ λαντέρνα, ποῦ ἔρχεται κάθε μεσημέρι καὶ κάθε ἀπόγευμα ἐκεῖ εἰς τὴν γωνίαν τοῦ δρόμου, ἔχει ἰδικές της παρατονίες καὶ ὅταν βρέχῃ ἀλλοιῶς ἀντηχοῦν ἡ στάλες τῆς βροχῆς στὴς στέγες τῶν σπιτιῶν καὶ στοὺς τσίγκους τῶν ὑποστέγων καὶ τὰ ρεῖθρα ροχθοῦν καινούρια ἀνακρούσματα. Καινούριοι ἦχοι μᾶς ἐξυπνοῦν ἐδῶ τὴν αὐγήν, νέοι ἦχοι συνοδεύουν τὴν ἀποθέωσιν τῆς ἡμέρας, ἀλλοιώτικοι ρυθμοὶ λικνίζουν τὰ σκότη τῆς νυκτός. Οὔτε μιὰ στέγη, οὔτε μιὰ καπνοδόχη, οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δέν μᾶς ἐνθυμίζει τὴν παλαιὰν συνοικίαν μας, οἱ ἦχοι ὅλοι καινούριοι, καὶ διαφορετικοί οἱ ρυθμοί. Χαμηλότερα καὶ ψηλότερα σπίτια, πειὸ ταπεινές ἢ πειὸ ὑπερήφανες θύρες, ἄλλοι ἄνθρωποι, κοντώτεροι ἢ ψηλότεροι, ἄρτιοι ἢ ἀνάπηροι, πειὸ γεροὶ ἢ πειὸ ἄρρωστοι, μὲ ἄλλους πόνους, μὲ ἄλλα ὄνειρα μὲ διαφορετικὲς ἀγωνίες, μὲ ἄλλα μάτια καὶ μὲ ἄλλα χείλη, ἀποτελοῦν ἄλλη πολυόργανην ὀρχήστρα γύρα ἀπὸ τὰ ἀναλόγια τῆς ζωῆς. Εἰς κάθε συνοικίαν καὶ διαφορετικὴ ὀρχήστρα ἀνακρούει τὴν μουσικὴν τῆς κεντρικῆς οὐσίας τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων ποῦ τὴν ἀποτελοῦν. Καὶ ἐκεῖνο, ποῦ λέγομεν μορφὴ τῆς συνοικίας, δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ μελωδία τῆς συστάσεώς της.
ΜΠΡΑΝ
[1] Στάμος Μπράνιας (ψευδώνυμο «ΜΠΡΑΝ»), «ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 6 Σεπτεμβρίου 1915, σελ. 1.