Στὴν παληὰ Ἀθήνα Μετανάσται καὶ ἀπόδημοι τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου (1938)

Στὴν παληὰ Ἀθήνα

Μετανάσται καὶ ἀπόδημοι τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου[1]

                                                                                    Μαλτέζοι καὶ Μανιάτες

 

Ὁ σάλος τῶν μετακομίσεων ἀρχίζει νὰ κοπάζῃ. Ἀλλὰ ὁ σάλος τῶν ἀναμνήσεων, ποὺ κλυδωνίζει κάθε τόσο τὴν ψυχὴ ἑνὸς γέρου φίλου καὶ παληοῦ μουζικάντη ἀπ’ τὴν Γαργαρέττα, τοῦ μπάρμπα Δημήτρη συνεχίζεται. Ὁ παληὸς Ἀθηναῖος δὲν μπορεῖ νὰ χωνέψῃ τὴν κατάργησιν μιᾶς ἱστορικῆς ἡμερομηνίας, ποὺ τόσο ρόλο ἔπαιζε εἰς τὴν ἰδιωτικὴν ζωὴν τῶν περασμένων γενεῶν. Ὁ νοῦς του ἀδυνατεῖ νὰ χωρέσῃ ὅτι μ’ ἕνα διάταγμα ἡ 1η Σεπτεμβρίου ἔχασε τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματά της ποὺ εἶχε ἐξασφαλίσει ἄθικτα καὶ ἀνέπαφα, διὰ μέσου μακρᾶς σειρᾶς ἐτῶν. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ ἀκόμη τὴν βιομηχανοποιημένην εὐταξίαν, μὲ τὴν ὁποίαν γίνονται σήμερα αἱ μετακομίσεις, χάρις εἰς τὰ σύγχρονα μεταφορικὰ μέσα.

Κλείνει τὰ μάτια του καὶ στὴ θέσι τοῦ καμιόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σχηματίζονται κύβοι καὶ πυραμίδες, κῶνοι καὶ παραλληλόγραμμα, συμμετρικὰ καὶ εὐθυγραμμισμένα, ὁραματίζεται τὴν φοῦστα καὶ τὸ κάρρο μὲ τὸν ἀποσκελετωμένο Ἀχαμνόοντα, τοὺς Μαλτέζους χαμάληδες καὶ τοὺς Μανιάτες ἀχθοφόρους. Θυμᾶται τὸν σαματᾶ καὶ τὴν ἀντάρα, τὴν ὀχλοβοὴ καὶ τὸν ἀλαλαγμὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Θυμᾶται τὶς μεταναστευτικὲς πομπὲς τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικοπαίδων, ἄλλων φορτωμένων μὲ ζεμπίλια, ἄλλων μὲ σακκιὰ καὶ ἀλευροτσούβαλα, γεμᾶτα οἰκιακὰ σκεύη ποὺ ἔδιναν εἰς τὴν πόλιν μίαν περίεργον ὄψιν βιβλικῆς ἐξόδου, λὲς καὶ οἱ κάτοικοι εὑρίσκοντο ἐν ἀναμονῇ κανενὸς μεγάλου κινδύνου, ποὺ ἀπειλοῦσε τὸ Ἄστυ. Καὶ ἔρχονται στὸ νοῦ του οἱ στίχοι τῆς Ὀδυσσείας τῆς 1ης Σεπτεμβρίου[2]:

 

Καὶ πάλιν ὁ Σεπτέμβριος, τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια,

 Μαλτέζοι καὶ Μανιάτηδες, φωνὲς καὶ κουβαλίδια,

Τί πάταγος διαβολικός, τί χάος κυκεῶνος

Μετοικεσία γίνεται τῆς νέας Βαβυλῶνος.

………………………………………………………….

 

Ἡ Μοῦσα, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κατεδέχετο νὰ κατέρχεται καὶ εἰς τὸ ἐπίπεδον τῶν πεζῶν ἀσχολιῶν τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δὲν παύει νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς παναθηναϊκῆς αὐτῆς ἀναστατώσεως:

 

Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου, π΄ ὅλοι ἀλλάζουν σπίτια,

            Ποὺ γίνεται μεγάλη ὀχλοβοὴ κι’ ἀντάρα

 Ὅπου στὰ κεραμίδια τρομάζουν τὰ σπουργίτια

            Κι’ ὅπου διασταυροῦνται χαμάληδες καὶ κάρρα

            Στοὺς ἄλλους δὲν γνωρίζω τί αἴσθησι νὰ κάνῃ

            Θυμίζει ὅμως πάντα σ’ ἐμὲ τὸν Δεληγιάννη!…

           

Καὶ σκέπτομαι καὶ λέγω πὼς ὁ ἀστερισμός του,

            δὲν ἔπρεπε νὰ τύχῃ ἑβδόμη του Ἀπρίλη,

            γιὰ νὰ χαθῇ γιὰ πάντα τὸ χλωμιασμένο φῶς του,

            κι’ ἐλπὶς νὰ μὴ ὑπάρχῃ στὸ μέλλον ν’ ἀνατείλῃ…

            Ἂν πρώτη Σεπτεμβρίου στὴ γῆ ’θελε προβάλῃ

            Μποροῦσε νὰ ξανάβγῃ καμμιὰ φορὰ καὶ πάλι.[3]

 

Ἡ 7η Ἀπριλίου τοῦ 1886 ἦτο ἡμέρα ἀποφρὰς διὰ τὸ δεληγιαννικὸν κόμμα, διότι κατὰ τὰς διεξαχθείσας τότε ἐκλογὰς ὁ «πρωτοκάθεδρος», ὅπως ἀπεκάλουν τὸν μακαρίτη Δεληγιάννη οἱ φίλοι του ἢ ὁ «σουμαδάκιας», ὅπως τὸν προσεφώνουν οἱ ἀντίπαλοί του, ἐτάφη κάτω ἀπὸ σωρὸν μαύρων σφαιριδίων, ὕστερα ἀπὸ τὰ ἀτυχῆ μεθοριακὰ ἐπεισόδια τῆς Κούτρας καὶ τοῦ Γκριτζόβαλη.[4]

Αὐτὰ θυμᾶται ὁ παληὸς μουζικάντης καὶ ἀναστενάζει μελαγχολικά. Ἀναπολεῖ τὸν πάταγον τῶν κάρρων ποὺ διασχίζουν κατάφορτα τοὺς δρόμους, ἀφήνοντα σὲ κάθε ἀνατίναγμα ἴχνη τῆς διαβάσεώς των, πότε καμμιὰ καπελλιέρα, πότε κανένα καρεκλοπόδαρο, πότε κανένα σκεῦος κακεμφάτου χρήσεως. Ὁραματίζεται τοὺς θλιβεροὺς σωροὺς τῶν ἐπίπλων, ποὺ ἔκειντο σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Ἀθήνας, τοὺς Μαλτέζους χαμάληδες –εἶδος περιζήτητον τὴν ἐποχὴν ἐκείνη,– ποὺ ἐστέναζαν ὑπὸ τὸ βάρος τῶν κερκοφόρων πιάνων, τοὺς Μανιάτες ἀχθοφόρους, ἄλλο εἶδος πρώτης ἀνάγκης τὴν 1η Σεπτεμβρίου, ποὺ διεπληκτίζοντο μὲ στρίγκλικα σκουξίματα, τὶς γοερὲς κραυγὲς τῶν οἰκοδεσποτῶν, ποὺ τραβοῦσαν τὰ μαλλιά τους, μπροστὰ σὲ ἐπιδρομὲς Κίμβρων καὶ Τευτόνων.[5] Ἀκούει τὸν κρότον τῶν σκευῶν ποὺ συντρίβονται, τῶν τραπεζιῶν ποὺ ἀκρωτηριάζονται, τῶν καναπέδων ποὺ ἐξαρθροῦνται –πόσο χρήσιμος θὰ ἦτο τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνας ὀρθοπεδικὸς γιατρὸς διὰ νὰ ἐπιβλέπῃ τὶς μετακομίσεις…– τῶν βάζων ποὺ θρυμματίζονται, ἐν μέσῳ τῶν ἀρῶν καὶ τῶν ἀναθεμάτων τῆς κυρίας Πολυτίμης καὶ τῆς κυρίας Ἀρετῆς, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ περισώσουν τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν ἀρτιμέλειαν τῶν οἰκιακῶν των σκευῶν. Ὠρυόμεναι σὲ κάθε ἀκρωτηριασμόν:

― Μπᾶ ποῦ κακοχρονάχῃς!… Νὰ σοὺ κουλαθῇ ἀπὸ τὸν ἀγκῶνα. Φάρμακα νὰ πάρῃς μωρὲ μαγκούφη.

Ἀλλὰ τοῦ Μανιάτη καὶ τοῦ Μαλτέζου τὸ αὐτὶ δὲν ἱδρώνουν ἀπὸ τέτοια μικροπράγματα. Σκονισμένοι, ξεστηθωμένοι, κάθιδροι καὶ ἀναμαλλιασμένοι συνεχίζουν ἀπτόητοι τὸ ἔργον τῆς καταστροφῆς. Βιάζονται νὰ μεταφέρουν καὶ ἀλλοῦ τὸ πεδίον τῆς δράσεώς των. Τοὺς περιμένει ἡ γλῶσσα τῆς κυρίας Κλεοπάτρας καὶ τῆς κυρὰ Πηνειῶς, ποὺ μὲ τὰ χέρια στοὺς γοφούς, ἀναφουφουλιασμένες καὶ φουντωμένες, περιμένουν μὲ καρδιοκτύπι τὴν στιγμὴ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων.

Οἱ μόνοι ποὺ διατηροῦν τὴν ψυχραιμία τους μέσα στὴν νέα αὐτὴ Βαβυλωνία εἶνε …αἱ σκιαὶ τῶν προγόνων. Ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς οἰκογενειακῆς πινακοθήκης, τὰ κάδρα καὶ τὰ «πολιτραίτα» τῶν κεκοιμημένων περιμένουν μὲ ἀταραξία τὴν στιγμὴ τῆς ἀποκαθηλώσεως. Ἄφωνοι μάρτυρες, ἀλλὰ καὶ ἄγρυπνοι παραστᾶται, παρακολουθοῦν κόρες καὶ ἐγγόνια καὶ δισέγγονα, ποὺ μέσα στὸν πυρετὸ τῆς μετακομίσεως τρὲχουν σὰν ἄλαλοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, κατεβαίνουν σκάλες, ἀνεβαίνουν παράθυρα γιὰ νὰ ξεκρεμάσουν κουρτίνες, τσακώνονται διὰ τὴν σειρὰν προτεραιότητος τῶν διαφόρων σκευῶν, ἱδροκοπᾶνε γιὰ νὰ βγάλουν ἕνα γυριστὸ καρφὶ καὶ ἀφήνουν χάσματα στοὺς τοίχους, ρίχνοντας τὰ σοβαντίσματα. Μὲ τὸ τουρνούρι της καὶ τὸ στοργικὸ μειδίαμα ἡ γιαγιά, μὲ τὸ παπάζι της καὶ τὸ τρυφερὸ χαμόγελο ἡ θεία, μὲ τὴν στολὴν τοῦ ἐθνοφύλακος ὁ ἀρειμάνιος παπποὺς καὶ λοχίου τοῦ πεζικοῦ ὁ βλοσυρὸς θεῖος, ποὺ πῆρε τὸν τίτλο τοῦ ληστοφάγου ἐπὶ κεφαλῆς καταδιωκτικῶν ἀποσπασμάτων, παρακολουθοῦν ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς πινακοθήκης των τὴν πυρετώδη κίνησιν, χωρὶς νὰ προσφέρουν στὸ ἀγκομαχητὸ αὐτὸ ἄλλη βοήθεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εὐλογίες των.

Καὶ ποιὰ δύναμις, ἄλλως τε, θὰ μποροῦσε νὰ χαλιναγωγήσῃ τὸ ἔμβολον τῆς ἀτμομηχανῆς, τὴν γλῶσσαν τῆς κυρὰ Παγώνας, ποῦ ἐξαντλεῖ ὅλα τὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα τοῦ λεξιλογίου της εἰς βάρος τῆς ψυχοκόρης τοῦ σπιτιοῦ;

– Κουνήσου ἀκαμάτρα! Σήμερα βρέθηκε νὰ σὲ πιάσουν τὰ νεραϊδιακά σου καὶ τὰ ἀνασκητίμια σου!….

Καὶ ἡ Παριανὴ ἢ Ἀνδριώτισσα κοπέλλα τρέχει ἔντρομος καὶ περιδεὴς νὰ κουβαλήσῃ τοὺς σοφάδες, τὰ κουτλούκια, τοὺς σολτέδες καὶ τὰ ἄλλα ἀναπαυτήρια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ στενάζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πινακωτῆς, τοῦ σκαφιδιοῦ, τῆς λεκάνης τοῦ ζυμώματος καὶ τῶν ποικιλωνύμων μαγειρικῶν σκευῶν.

 

∞∞∞∞∞

 

Καὶ τὸ βράδυ στὸ καινούργιο σπίτι γίνεται ὁ θλιβερὸς ἀπολογισμὸς τῶν ἀψύχων θυμάτων. Σχίζεται καὶ κομματιάζεται ἡ καρδιὰ τῆς καλῆς νοικοκυρᾶς ὅταν κυττάζοντας στὸν καθρέφτη τῆς ντουλάπας της, βλέπει πρισματικὸ τὸ ἀναμμένο πρόσωπό της. Μὴ γνωρίζοντας τοὺς νόμους τῆς ὀπτικῆς καὶ τῆς στερεομετρίας δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ ὅτι τὸ ράγισμα αὐτό, ποὺ τέμνει διαγωνίως τὸ κρύσταλλο, εἶνε αἰτία τῆς ἀπροσδόκητης αὐτῆς ὀφθαλμαπάτης.

Ὁ ἁμαξᾶς ποὺ θὰ ἔλθῃ νὰ πληρωθῇ τὴν ἄλλη ἡμέρα θὰ ἀκούσῃ… τὰ ἐξ ἁμάξης:

― Ἂμ γι’ ἀραπατζῆς ἔκανες ἐσὺ χριστιανέ μου ἢ γιὰ ‘κλησάρης!…

― Τί νὰ σοῦ κάνω κυρά μου… Τζαμούζικο[6] εἶνε τὸ ἄλογο καὶ προγκάει.

Τὸ λιπόσαρκο τετράποδο, ποὺ μόλις μποροῦσε νὰ πάρῃ τὰ πόδια του, ἔπαιρνε ὄψιν θυμοειδοῦς βουκεφάλου, ἀραβικοῦ κέλητος ἢ ἐπιβήτορος τῆς Ἀνδραβίδας.[7] Ἔτσι ἐξηγεῖτο τὸ στερεοσκοπικὸ μυστήριο ποὺ ἔκρυβε μέσα του ὁ καθρέφτης τῆς κυρὰ Παγώνας.

Καὶ νὰ συλλογισθῇ κανεὶς ὅτι τὸ ἴδιο βράδυ, σὰν σαρκασμὸς καὶ σὰν εἰρωνεία, ὕστερα ἀπὸ τέτοιους κλύδωνες καὶ τέτοιους σάλους ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ στενοσόκακο, περιπαθὴς καὶ ρωμαντικὸς ὁ στόνος τοῦ τροβαδούρου:

 ν γαλήνιος κοιμσαι…

 

Ἀλλὰ ποῦ νὰ τὴν βρῇ τὴν γαλήνη, ὕστερα ἀπὸ τόσες συγχύσεις καὶ τόσες ταραχές, τὸ σπλάχνο τῆς οἰκογενείας, ἡ μοναχοκόρη τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ εἶχε χάσει τὸ κουτὶ μὲ τὴν κριναρόπουντρα καὶ εἶδε χίλια κομμάτια τὸ βάζο μὲ τὸ ‘φταμόρφι καὶ τὸ μπουκάλι μὲ τὴν ἀζουρέα καὶ τὴν ρεζεντά!… Μὲ τί καρδιὰ νὰ βγῇ στὸ παράθυρο νὰ περιμαζέψῃ τὴν δαντελλωτὴ νυχτικιά της καὶ ν’ ἀνοίξῃ δειλὰ-δειλὰ τὶς γρίλλιες γιὰ νὰ ρίξῃ στὸν ἐρωτευμένο κανταδόρο τὸ καναβουράτο γαρύφαλλο ἢ νὰ τοῦ ψιθυρίσῃ κανένα τρυφερὸ λόγο!…

 

Α. ΦΟΥΦΑΣ

 

[1] Α. Φούφας, «Μετανάσται καὶ ἀπόδημοι τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου», εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 7 Οκτωβρίου 1938, σελ. 3.

[2] Στο σημείο αυτό ο Α. Φούφας παρέθεσε το έμμετρο που είχε δημοσιεύσει ο Γεώργιος Σουρής στο «Ημερολόγιον Σκόκου» το 1889.

[3] Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», 4 Σεπτεμβρίου 1888, σελ. 3. Υπογράφεται από το ψευδώνυμο «Ignotus».

[4] Η Κούτρα είναι η υψηλότερη κορυφή των ζαρκινών ορέων. Αποτέλεσε σημαίνον σημείο της ελληνικής οροθετικής γραμμής και έγινε γνωστή λόγω του ατυχήματος που συνέβη εκεί στο 5ο ελληνικό Τάγμα Ευζώνων κατά τις ελληνοτουρκικές συμπλοκές του Μαΐου 1886. Στη διάρκεια αυτών, οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά της Κούτρας, την οποία κατείχε το ελληνικό Τάγμα Ευζώνων. Κατάφεραν να τραυματίσουν θανάσιμα τον Διοικητή του Τάγματος και να καταλάβουν την Κούτρα, αιχμαλωτίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού τάγματος. Το Γκριτζόβαλι είναι το σημερινό Βοτανοχώρι, μικροσυνοικισμός της κοινότητας Αργυροπουλίου της επαρχίας Τιρνάβου του Νομού Λαρίσης.

[5] Κελτικές φυλές που μετανάστευσαν ανατολικά και εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία.

[6] Τζαμούζα, η βουβάλα, με ρίζα στην τουρκική λέξη camus = βούβαλος.

[7] Αναφέρεται στα άλογα της φυλής Ανδραβίδας, δημιούργημα διασταύρωσης των ντόπιων αλόγων με άλογα Φράγκων Ιπποτών και κατά την Τουρκοκρατία με αραβικά άλογα. Η πλούσια ιστορία και η εξέλιξη της φυλής σώζονται μέχρι σήμερα από τοπικούς φορείς.