ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ[1]
Ἤκουσα ἀθηναῖον λέγοντα μὲ βαθὺν στεναγμόν:
― Εὐτυχισμένη πρώτη Σεπτεμβρίου τῶν προπολεμικῶν χρόνων!
Ἐτόλμησα νὰ τὸν ἐρωτήσω:
― Ἐποθήσατε τὰς μποεμικὰς περιπετείας τῶν περασμένων χρόνων;
Μὲ στεναγμὸν τώρα, ὁ ὁποῖος ἦτο φλογερώτερος ἀπὸ τοὺς πυρίνους παλμοὺς τοῦ Βεζουβίου, μοῦ ἀπήντησε:
― Ναί. Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου δι’ ἡμᾶς τοὺς παλαιοὺς Ἀθηναίους ἦταν ἀναβίωσις.
― Διότι μετεκομιζόμεθα ἀπὸ τὴν μίαν συνοικίαν εἰς τὴν ἄλλην;
― Ἀναφέρεσθε εἰς τὴν ἐξωφάνειαν. Μὲ τὴν μετακόμισιν τῶν ἐπίπλων μας, τῆς γάτας μας καὶ τῆς ὑπηρετρίας μας, -ὑπῆρχον τότε ὑπηρέτριαι μόνιμοι, ὅσον καὶ ἡ ντουλάπα μας, ἡ ὁποία δὲν ἦτο κενή, – συνετελεῖτο κἄποια ψυχικὴ ἀνακούφισις.
― Ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὸν ἐτήσιον σπιτονοικοκύρην μας;
― Βέβαια, σημαντικὴ ἡ παρατήρησίς σας, διότι τὸ νὰ πληρώνῃ κανεὶς ἐπὶ δώδεκα μῆνας τὸ νοῖκι του εἰς τὸ ἴδιον πρόσωπον δὲν εἶνε εὐχάριστος ὑπόθεσις, ἀλλὰ πόσαι ἄλλαι ἀνακουφίσεις μᾶς εὕρισκον. Μὲ δέκα δραχμάς, ποῦ ἐπληρώναμεν εἰς τὸ κάρρο τῆς μετακομίσεως, μᾶς ἐχάριζε νέας φρέσκας ἐντυπώσεις. Ἀνοίγαμε τὸ παραθυρόν μας τὴν ἑπομένην τῆς μεταφορᾶς μας στὸ καινούργιο σπίτι καὶ ἐβλέπαμεν ἄλλον δρόμον, ἄλλα πρόσωπα, ἄλλους γείτονας, ἄλλο μπακάλικον, ἄλλον φοῦρνον, ἄλλο μανάβικο, διαφορετικὸν περιβάλλον.
― Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ὁμοιάζουν πρὸς ἀλλήλους ὅσον καὶ ἡ ροὴ τῶν ὑδάτων. Δὲν ἐγνώρισα ἄνθρωπον διάφορον τοῦ ἄλλου. Ὅλοι φθονοῦν, μισοῦν, κακολογοῦν, σχολιάζουν, κριτικάρουν ἀλλήλους. Οἱ μὲν εἰς τὸ καφενεῖον, οἱ δὲ εἰς τὴν ταβέρναν, ἄλλοι εἰς μέρη ἐργασίας, ἄλλοι εἰς κέντρα διασκεδάσεως ἐντὸς καὶ ἐκτὸς πόλεων, τέλος οἱ πλέον μονομανεῖς εἰς τὰ ἔντυπα, ὅπου κρίνουν ὅλους τοὺς ἄλλους, πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ των.
― Ναί, βρὲ παιδί μου, ἀνεφώνησε ὁ παλαιὸς ἀθηναῖος, ἀλλὰ ἴσα ἴσα ἡ ποικιλία, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ζωῆς, ἔγκειται εἰς τὴν διαρκὴν ἐναλλαγήν, φυσικὰ καὶ εἰς τὴν τοῦ μίσους. Ὅ,τι μὲ πλήττει ἀκριβῶς εἶνε πὼς δὲν μπορῶ νὰ βρῶ πλέον ἄλλους ἀνθρώπους νὰ μὲ σχολιάσουν, νὰ μὲ ζηλέψουν, νὰ μὲ φθονήσουν, νὰ μὲ μισήσουν. Δέκα χρόνια τώρα νὰ ἀδιαφορῇς πρὸς τοὺς γείτονάς σου, νὰ μὴ ξέρῃς κἄν πῶς λέγονται, νὰ ἦσαι ἀφωσιωμένος ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἰδικήν σου ἀθλιότητα καὶ νὰ μὴν ἀπασχολῆσαι μὲ τὴν τῶν ἄλλων, ἐνῷ ἐκεῖνοι προσέχουν ἀπὸ τὸ ἡμικλειστὸν παράθυρον καὶ τὸ βήξιμόν σου, τὸ ξύσιμον τῆς κεφαλῆς σου ἀπέναντι τῶν ἀξιώσεων τοῦ κολοκυνθοπώλου, -ἄ, ὅλα αὐτὰ εἶνε πολὺ ἀνυπόφορα παραπολύ. Καταραμένον ἐνοικιοστάσιον!
― Ὀπωσοῦν τὸ ἐνοικιοστάσιον σᾶς ἐξησφάλισε μίαν στέγην, εἰς ἐποχὴν μάλιστα, ὅπου οἱ λαοὶ ἐπολέμησαν ὑπὲρ τῶν ἐλευθεριῶν των, συμφώνως μὲ τὰ παρισινὰ βουλεβαρδικὰ καταπότια, τὰ κατάλληλα δι’ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρωπάκους, ἐναντίον τῆς φανταστικῆς γερμανικῆς ἀπολυταρχίας. Καὶ παρεκβατικῶς, εἰς κανὲν μέρος τοῦ κόσμου δὲν ἔζη κανεὶς ἀνετωτέρα, ὅπως εἰς τὴν Γερμανίαν πρὸ τοῦ πολέμου, δι’ ὃ καὶ οἱ ἀμερικανοί, οἱ ἀληθέστεροι λάτρεις τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶνε σεβασμὸς καὶ πρὸς τὸν ἄλλον, κατέκλυζον τὰς δυτικὰς συνοικίας τοῦ Βερολίνου, ἐπιγείους παραδείσους ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸ ἐνοικιοστάσιον λοιπόν, ―
―Στάκτη καὶ μπαρούτι νὰ γίνῃ! Αὐτὸ ἐφόνευσε ὅ,τι πολυτιμότερον ἔχομεν, τὴν ἀνανέωσιν τῶν ἐντυπώσεών μας. Ὤ! αὐτὴ ἡ κυρὰ Δημήτραινα…
― Ἡ σπιτονοικοκυρά σας;
― Τὴν ὑποφέρω περισσότερον καὶ ἀπὸ τὰς ἀράχνας, ποῦ σέβεται εἰς τὸ δωμάτιόν μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ πῶ διὰ τὰς ἄλλας δέκα, πενήντα, ἑκατὸν κυρὰ Δημήτραινας, αἱ ὁποῖαι δέκα χρόνια τώρα καιροφυλακτοῦν τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ γίνονται δεκάδες, ἑκατοντάδες φακοὶ πρὸς τὴν ταπεινήν μου ὕπαρξιν. Τί φορῶ, πῶς βαδίζω, ξυρισμένος, ἀξύριστος εἶμαι, ἀδιάθετος, εὐδιάθετος. Φάροι αὐτοκινήτων τὴν νύκτα, τυφλώνοντες διαβάτας εἰς ἐρημικοὺς δρόμους, δὲν εἶνε δυσμενέστεροι ἀπὸ τὰ λαίμαργα μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς συνοικίας. Δέκα χρόνια σὲ βλέπουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ σὲ χορτάσουν. Μοῦ λέτε τώρα διὰ τὸ ἐνοικιοστάσιον; Ἀλλὰ αὐτὸ ὑπῆρξε ὁ θάνατος τοῦ μοναδικοῦ ἐνδιαφέροντος εἰς τὴν ζωήν, τοῦ δικαιώματος νὰ δύναται κανεὶς νὰ ἔχῃ εἰς κάθε στιγμὴν καὶ ὥραν τὰ φτερὰ τοῦ πουλιοῦ, νὰ φεύγῃ ἀπὸ ἀτμόσφαιραν θειοῦχον καὶ νὰ μετατίθεται εἰς θυμόπνοον περιβάλλον.
― Ἀπὸ τὰ Πετράλωνα εἰς τὴν Κατσιποδοῦ[2]. Ἀπὸ τὴν Σκύλλαν εἰς τὴν Χάρυβδην;
― Ἔστω, ὅτι αἱ συνοικίαι, ὅπως καὶ αἱ πόλεις, τὰς περισσοτέρας φορὰς εἶνε θηλυκοῦ γένους. Ἀλλὰ συμβαίνει μὲ αὐτὰς ὅ,τι καὶ μὲ τὰς γυναίκας. Βασανίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν μίαν καὶ εἰς τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἄλλης δοκιμάζει νέα συναισθήματα, ἐνῷ ὅλαι εἶνε τόσον αἱ ἴδιαι, ὅσον καὶ τὸ ἕνα σιγαρέττον μετὰ τὸ ἄλλο. Ἐνοχλήσεις διαρκεῖς. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶνε ἡ νέα ἐντύπωσις.
― Ἀποτινάξατε τέλος πάντων τὴν τυραννίαν τοῦ ἐνοικιοστασίου. Ἐγκαταλείψατε τὸ θλιβερὸν σπίτι σας, ἔστω καὶ δι’ ἕνα σπήλαιον. Ὡρισμένως θὰ σᾶς παράσχῃ νέας ἐντυπώσεις.
Ἔκυψε τὴν κεφαλὴν μὲ πικρὸν μειδίαμα καὶ εἶπε μὲ ὕφος Μάτερ ’ντολορόζας[3]:
― Φεῦ! τὸ σπίτι τῆς ἐποχῆς μᾶς ἔγινε τυραννία περισσότερον ἀναπόσπαστη καὶ ἀπὸ τὸ κολλὰζ πρὸς γυναίκα. Χίλια βήματα κάμνομεν μακράν της καὶ ἕνα μόνο μᾶς φέρει εἰς τὸ μαρτυρικὸν πλευρόν της.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
[1] Δημήτριος Χατζόπουλος (Ψευδ. «ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ»), «Σκλάβοι Περιβάλλοντος», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1922, σελ. 1.
[2] Κατσιπόδι ή Κατσιποδού, περιοχή του σημερινού Δήμου Δάφνης, ανάμεσα στο Δουργούτι και το Μπραχάμι.
[3] Stabat Mater Doloroza (Η πονεμένη μητέρα στεκόταν): Καθολικός ύμνος του 13ου αιώνα. Ο τίτλος του προέρχεται από τους αρχικούς στίχους του και ο μεσαιωνικός αυτός ύμνος αναφέρεται στο μαρτύριο της Παναγίας, της μάνας που παρακολουθεί τη Σταύρωση.