Εὔθυμα καὶ σοβαρά[1]
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ
Σεπτέμβρης –πρώτη μὲ τὸ καλὸ χθές, καὶ δύο σήμερα, τοῦ μηνὸς- ἐπιστροφὴ στὰ ἴδια, λοιπόν, καὶ κάθε κατεργάρης στὸν μπάγκο του. Ἀπὸ ἀκρογιαλιὲς κι’ ἀπὸ βουνὰ κι’ ἀπὸ προάστια κι’ ἀπὸ χωριά, ὅσοι, τουλάχιστο, εἶχαν τὴν εὐχέρεια νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν κοσμοβριθῆ, κονισαλέα καὶ βασανιστικὴ πρωτεύουσά μας βάζουν μπρὸς γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ –«ραντρὲ» ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ γαλλομαθὴς– καὶ ἄλλοι ἄρχισαν κιόλας καὶ ἐπιστρέφουν.
Σεπτέμβρης… Κυττᾶ τριγύρω του ὁ παλιὸς Ἀθηναῖος –αἰώνιος νοσταλγὸς τοῦ χθὲς– κι’ ἀναστενάζει:
― Χάλασε ἡ Ἀθήνα.
― Χάλασε ἀλλὰ χτίζεται, τοῦ λέω.
― Χτίζεται ἀλλὰ μεταμορφώνεται, μοῦ λέει.
― Μεταμορφώνεται ἀλλὰ ἐκπολιτίζεται, τοῦ λέω.
― Ἐκπολιτίζεται ἀλλὰ παραμορφώνεται, μοῦ λέει.
― Παραμορφώνεται ἀλλὰ μεγαλώνει, τοῦ λέω.
― Μεγαλώνει ἀλλὰ χάνει ἐκείνη τὴν παλιά της γραφικότητα. Κύτταξε γύρω σὲ παρακαλῶ. Βλέπεις πουθενὰ τίποτα ποὺ νὰ σοῦ θυμίζῃ ὅτι ἔφτασε ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου;
Κυττάζω γύρω καὶ τοῦ δείχνω τὸν ἥλιο ποὺ μαλάκωσε, τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ γλύκανε, τὸν ἀττικό μας οὐρανὸ ποὺ ἔχασε τὴν καλοκαιρινὴ γαλάζια του σκληράδα καὶ τοῦ θυμίζω ὅτι κάτω ἐκεῖ στὰ Φάληρα, στὸ Καλαμάκι, στὴν Γλυφάδα καὶ στὴν Βουλιαγμένη ὁ Σαρωνικὸς ἔγινε ἕνα ἁπαλὸ καταγάλανο ἀτλάζι, ἀσάλευτο καὶ ἀκύμαντο, χρῶμα μονάχα, λές, φτιαγμένο ἀπὸ δροσιὰ καὶ φῶς.
― Αὐτὰ ἐν τάξει, μοῦ λέει.
― Ἒμ’ τότε ποιὸ δὲν εἶν’ ἐν τάξει;
― Οἱ… καντρίλλιες!
― Ποιὲς καντρίλλιες, φίλε;
― Τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου. Τῶν μετακομίσεων.
Δὲν θυμᾶσαι; Ἢ μήπως κάνεις τὸν… νεαρό;
Μὴ κάνοντας ποσῶς τὸν νεαρὸ καταλαβαίνω ἀμέσως τί ἐννοεῖ ὁ φίλος καὶ θυμᾶμαι –ὢ τί ὁλοζώντανη εἰκόνα τῆς παλιᾶς ἀθηναϊκῆς πρώτης Σεπτεμβρίου, ποὺ σήκωνε στὸ πόδι ὁλόκληρη τὴν πρωτεύουσά μας καὶ τὴν φόρτωνε στὰ κάρρα, ποὺ πυργωμένα μ’ ἔπιπλα, ὡδεύανε στοὺς δρόμους, στὰ στενά, στὰ κέντρα καὶ στ’ ἀπόκεντρα.
Προανάκρουσμα τῆς γενικῆς Σεπτεμβριανῆς μετοικεσίας τῶν Ἀθηναίων ἦταν τ’ ἀναρρίθμημα καὶ ἀνεξάντλητα ἐνοικιαστήρια –δάσος ὁλόκληρο– δὲν ὑπῆρχε σπίτι, πόρτα, παράθυρο, ποὺ νὰ πρόβαλλε τὸ τυπικὸ σανιδάκι μὲ τὰ κόκκινα γράμματα: ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. Πλουσιόσπιτα, φτωχόσπιτα, καλύβες, μονορόφα, διώροφα καὶ τριώροφα –ἀκόμα καὶ γραφικὲς τρῶγλες τῆς ἐποχῆς– ἀδειάζανε ἀπ’ τὸν παλιὸ ἐνοικιαστὴ καὶ καλοῦσαν τὸν καινούργιο γιὰ ν’ ἀπολαύσῃ ὁ μέλλων ὅ,τι βαρέθηκε κι’ ἐγκατέλειψε ὁ πρώην.
Μὲ τὴν πρώτη τοῦ μηνὸς ἄρχιζε τὸ ἄδειασμα καὶ τὸ φόρτωμα καὶ ἡ πορεία πρὸς τοὺς δρόμους – ἕνα ἀτελείωτο καρρομάνι καὶ φορτηγοαυτοκινητομάνι, μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ μεταφορικὰ μέσα, φορτωμένα μὲ ἔπιπλα, κρεβάτια, τραπέζια, μπουφέδες, καθρέφτες, κουζινικὰ καὶ ἄλλα, κι’ ἐπάνω φορτωμένη ἐπίσης τὴν κοπέλλα τοῦ σπιτιοῦ ἢ τὸν νεαρὸ ἢ τὴν γρηούλα, εὐχαριστημένη καὶ χαρούμενη γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς γειτονιᾶς.
Ὅλη ἡ Ἀθήνα ἐπὶ ποδὸς τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου κι’ ὁλόκληρο τὸν μῆνα τῆς Σεπτεμβριανῆς μετοικεσίας. Ἦταν μιὰ συνήθεια ν’ ἀλλάξουν σπίτια ὅλοι – βαρυόταν ὁ καθένας τὴν στέγη ποὺ τὸν φιλοξένησε ἐπὶ ἕνα χρόνο καὶ τῆς ἔβρισκε χίλια κακὰ καὶ ἐλαττώματα.
― Ὤχ, ἀδερφέ, νὰ φύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸ ρημάδι!
Ὅ,τι ὅμως, γιὰ τὸν προηγούμενο ἐνοικιαστὴ ἦταν «ρημάδι» γιὰ τὸν καινούργιον ἀποτελοῦσε μιὰ χαρά:
― Ὤ, τί ὡραῖο σπιτάκι!
Κι’ ἄρχιζε νὰ ξεφορτώνῃ τὰ τζάντζαλα καὶ μάντζαλα γιὰ νὰ σιγυρίσῃ τὴν καινούργια κατοικία – ἔργο τῆς ἀκούραστης λαϊκῆς νοικοκυρᾶς ποὺ ἔπρεπε ἀπὸ τὸ χάος τῆς γενικῆς διάλυσης ν’ ἀνασυνθέσῃ μὲ προσοχὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἐπιμέλεια τὸ σύνολο τῆς ἐπίπλωσης, νὰ στήσῃ τοὺς μπουφέδες, νὰ στερεώσῃ τὰ κουτσὰ τραπέζια, νὰ κρεμάσῃ τοὺς καθρέφτες, τὶς ἐμβρόντητες φωτογραφίες τῶν προπατόρων μὲ τὶς τσιγγελωτὲς μουστάκες, τὶς πετσετοθῆκες μὲ τὰ «Καλημέρα σας» ἢ τὰ «Κι’ αὐτὸ θὰ περάσῃ».
Νέα γειτονιά, νέες γνωριμίες, νέοι γείτονες:
― Καλῶς ὡρίσατε.
― Καλῶς σᾶς βρήκαμε.
― Καλὸ χειμῶνα.
― Καί… παρομοίως σας.
∞∞∞∞∞
Ἕνα χρόνο αὐτὸ καὶ πάλι –τὴν ἐρχομένη πρώτη Σεπτεμβρίου– διάλυση ξανὰ τῶν πάντων καὶ φόρτωμα στὸ κάρρο γιὰ νέα κατοικία καὶ νέους προσανατολισμούς. Δὲν ξέρω, στ’ ἀλήθεια, ἂν σὲ καμμιὰ ἄλλη πόλη τοῦ κόσμου παρουσιαζόταν αὐτὸ τὸ θέαμα τῆς ὁμαδικῆς μετοικεσίας! Τὸ ποσοστὸ τῶν κατοίκων ποὺ εἶχαν δικά τους σπίτια ἦταν ἐλάχιστο κι’ ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι, συνεπῶς, ποὺ ἔμεναν στὴν θέση τους.
Αὐτά μοῦ θύμισε ὁ νοσταλγὸς τῆς παλιᾶς Ἀθηναϊκῆς ζωῆς μὲ τὸ μπάσιμο τοῦ Σεπτέμβρη καὶ ἀναστέναξε ξανά:
― Μεγαλώνει, ποὺ λές, ἡ Ἀθήνα, ἐπαναλαμβάνει, ἀλλὰ χάνει ὁριστικὰ τὸ παλιό της χρῶμα. Ἀγνώριστη κατάντησε σήμερα κι’ ἀγνώριστος ἐπίσης ὁ Ἀθηναϊκὸς Σεπτέμβρης.
― Νοστάλγησες τὰ κάρρα; τὸν ρώτησα. Νοστάλγησες τὸ θέαμα ἐκεῖνο ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὴν πόλη αὐτὴ τὴν κατοικούσανε τσιγγάνοι, πού δὲν ἔχουν ἡσυχία πουθενά;
Θύμωσε ὁ φίλος:
― Δὲν εἶπα αὐτό!
― Ἀλλὰ τί εἶπες;
― Δὲν σοὺ ἀρέσει ἡ γραφικότης!
― Μοῦ ἀρέσει, ἀλλὰ τὸ ἐνοικιοστάσιο ποὺ κατάργησε αὐτὴ τὴν γραφικότητα ἦταν χρησιμότερο, νομίζω. Δὲν νομίζεις;
Ἀλλὰ ὁ φίλος δὲν ἀπάντησε ἐπιμένοντας ἐνδομύχως –προφανῶς– ὅτι χάλασαν ὅλα, χάλασε καὶ ὁ Ἀθηναϊκὸς Σεπτέμβρης.
ΔΗΜ. ΨΑΘΑΣ
[1] Δημήτριος Ψαθάς, «Εὔθυμα καὶ σοβαρά», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 2 Σεπτεμβρίου 1964, σελ. 1.