ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ[1]
Ἕκαστος τῶν ταλαιπώρων αὐτῶν ἐπισκεπτῶν μας, οἵτινες νομίζετε ὅτι κατεδικάσθησαν ὑπὸ ἀπηνοῦς θεοῦ εἰς αἰωνίαν ἐν τῷ κόσμῳ ἀνακύκλησιν, ἐκτός τῆς ἰδιαζούσης αὐτῷ φυσιογνωμίας, ἔχει πρὸς τούτοις ἰδιάζοντα τρόπον, δι’ οὗ ἐπισήμως δηλοποιεῖ τὴν ἔλευσίν του, ἀντὶ νὰ κοινοποιήσῃ ταύτην διὰ τινος τῶν ἑλληνικῶν ἐφημερίδων. Ἂν ὁ Ἰανουάριος εἰσέρχεται ὡς μεγάθυμός τις Γιάννης Ἁγιάννης[2] ἀφειδῶς σκορπίζων κούκλαις καὶ μποναμάδες εἰς τὰς Τιτίκας του, ἂν ὁ Μάρτιος ἀπέρχεται ὡς γόης Ἀτσίγγανος, προμηθεύων μαγευμένα ἀντιδραστικὰ κατὰ τῶν ἐπηρειῶν τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, ὁ Ἀπρίλιος, ὡς κοκκέτα πρώτης, ἀφειδῶς διασκορπίζουσα τὴν δρόσον, καὶ τὰ ψεύδη της, ὁ Μάϊος ὡς ξετρελλαμένος ἐραστὴς θεατρίνας κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς εὐεργετικῆς της, συγκομίζων κόσμους ὅλους ἀνθοδεσμῶν, ὁ Σεπτέμβριος εἰσορμᾷ, ἐν Ἀθήναις τουλάχιστον, ὡς κατακτητής, ἢ ὡς χολέρα˙ διότι μόνον πόλεμος ἢ ἐπιδημία δύναται νὰ δικαιώσῃ τὴν ἀναστάτωσιν, τὴν βοήν, τὴν κίνησιν τῶν φορτηγῶν καὶ τῶν ἁμαξῶν, τὴν ἀταξίαν, τὴν σπουδήν, τὰ μετακομιζόμενα ἔπιπλα, τὰ κενούμενα σπήτια, τὰ πληρούμενα κάρρα, τὴν γενικὴν μετανάστευσιν.
Ὅθεν ἐκ τῆς μεταναστευτικῆς ταύτης πανηγύρεως τῆς τελουμένης κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας του, καὶ ὑπαγορευομένης μὲν ὑπὸ τῆς ἀνάγκης, ἀλλ’ ὄχι ὀλιγώτερον καὶ ὑπὸ τοῦ συρμοῦ, ὁ Σεπτέμβριος, ὄχι μόνο ὡς φύσις, ὡς πρωτότοκος τοῦ φθινοπώρου, ὡς ὁ μὴν τῆς ἰσημερίας, τῶν τρικυμιῶν, τοῦ τρύγου, καὶ τῆς βροχῆς, ἀλλὰ καὶ πεζότερον, ὡς προμηθευτὴς νέας κατοικίας, παρέχει ἄλλα στοιχεῖα, ἄλλας ἐντυπώσεις, ἄλλον χυμόν, ἢ ἄλλας πλήξεις εἰς τὴν ζωήν. Νέον σπῆτι, νέος βίος. Ἡ οἰκοδέσποινα καταστρώνει μέσα εἰς τὸν νοῦν της νέαν μέθοδον, νέα σχέδια νοικοκυρωσύνης, μὲ τὴν δροσερότητα νεονύμφου, ἀκόμη καὶ ἂν λευκάζουν αἱ τρίχες της, εἰσερχομένη εἰς τὸ γαμήλιον οἴκημα. Ἡ δεσποινὶς σπεύδει νὰ ἐκλέξῃ τὸν κοιτῶνά της, καὶ θὰ εἶναι τόσῳ κομψός, τόσῳ θερμός, τόσῳ ἥσυχος, ἐνῷ τοῦ παλῃοῦ σπητιοῦ ἦτο τόσον ἀνυπόφορος˙ ὁ νέος θὰ εὕρῃ ἴσως κατάλληλον δωμάτιον διὰ τὰς μελέτας του, ὁ ρεμβώδης νεανίας ἕνα κῆπον, ἐφ’ οὗ θὰ ἐπαναπαύῃ τὰς σκέψεις καὶ τὸ βλέμμα του, ἡ φιλοκόσμος νεανὶς ἓν παράθυρον ἀφ’ οὗ θὰ ἐνεδρεύη τοὺς διαβάτας καὶ τοῦ δρόμου τὴν κίνησιν. Ποικίλαι ἀπόπειραι εὐπρεπισμῶν τῆς οἰκίας τίθενται εἰς ἐνέργειαν˙ ἐκεῖνο τὸ ἔπιπλον, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ ἄλλο σπήτι, τόσῳ δυσαρμόστως ἐβάρυνεν, ἐδῶ εὗρε τὴν θέσιν του. Καὶ ἡ ἀγνώριστος ἔτι γειτονιὰ ἔχει ὁποῖον θέλγητρον διὰ τὰς θαλασσοπόρους ἀνεξερεύνητος χώρα τῶν πόλων. Τίς οἶδεν τίνες ὄροι ὑπάρξεως καὶ φαγογλωσσιᾶς τὴν διέπουσιν! ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ παρόντος πᾶσαι αἱ θωπεῖαι, πᾶσα ἡ φιλοξενεία ἐξαντλεῖται εἰς τοὺς νεΰληδας. Πολλάκις εἷς ἔρως, μία ἀφοσίωσις, μία τύχη, βίος ὁλόκληρος ἐξαρτᾶται ἀπὸ μιᾶς μετοικήσεως. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ παραλλαγὴ τῆς σκηνογραφίας δὲν παρουσιάζει πάντοτε ἡδύτητας, καὶ τότε τὸ παλῃὸ σπήτι παραμένει ὡς ἀνάμνησις πατρίδος ἐν γῇ ἐξορίας».
Ὀνολουλοῦ
[1] Κωστής Παλαμάς (Ψευδ. «Ονολουλού»), «ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ», εφημερίδα «ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ», τόμος 4, αριθμ. 561, 1883, σελ. 3. Αποτελεί απόσπασμα ενός ευρύτερου κείμενου, στο οποίο εξυμνείται ο μήνας αυτός σε όλες τις εκφάνσεις τις ζωής, αλλά και ιστορικά, λόγω των γεγονότων της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, τα οποία κατέληξαν στην παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα και τη μετάβαση της ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία.
[2] Ο πρωταγωνιστής (Jean Valjean) του μυθιστορήματος «Οι Άθλιοι» (Les Miserables) του Βίκτωρος Ουγκώ, ο οποίος φυλακίστηκε γιατί έκλεψε ψωμί για να ταΐσει τα παιδιά της αδελφής του.