ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1937)

ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]

 

Ἐβγῆκα στὸ δρόμο καὶ συνήντησα καθ’ ὁδὸν τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἑλλάδος νὰ κινῆται ἐπὶ τροχοφόρων. Τί συμβαίνει; Πολεμικὸς συναγερμὸς τῶν κατοίκων; Ἐκκένωσις τῆς πόλεως; Πανικός; Φυγὴ πρὸ θεομηνίας; Πυρκαΐα; Εἰσβολὴ ἐχθρῶν;

Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εὐτυχῶς. Τάξις καὶ ἀσφάλεια ἀπόλυτος καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα. Κάπου –πολύυυ μακρυὰ– στὴν Κίνα νομίζω ἢ στὴν Ἱσπανία, κάποιοι σκοτώνονται. Ἐδῶ ὅλοι καλῶς ὑγειαίνομεν. Καὶ ὁσάκις κανένας Ἕλλην πηγαίνει προώρως, αὐτὸ γίνεται μόνον διότι τὸν ἐφόνευσε διὰ πελέκεως ἡ σύζυγός του, ἢ ὁ ἐρωμένος της, ἢ ἐπῆγε νὰ κολυμβήσῃ εἰς τὸν Σαρωνικὸν ὕστερα ἀπὸ ἠρωϊκὸν φαγοπότι.

Ὅλη λοιπὸν αὐτὴ ἡ φασαρία μιᾶς πολυπληθοῦς πρωτευούσης ἡ ὁποία κινεῖται ἐπὶ τροχοφόρων μὲ τὰ τσουκαλομπάρντακά της: Εἶναι ἁπλῶς ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου.

Οἱ Ἀθηναῖοι ἀλλάζουν κατοικίαν αὐτὴ τὴ μέρα. Γιατί αὐτὴ τὴ μέρα ἀκριβῶς; Ἔ, ἀπ’ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει τὸ μυστήριον. Καὶ ὅσο καὶ ἂν προχωρήσῃ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἐξερεύνησιν τῶν ἀγνώστων νόμων ποὺ διέπουν τὴν ζωήν, ποτὲ δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς ξεδιαλύνῃ καὶ αὐτὸν ἐδῶ, ποὺ κάνει τοὺς Ἀθηναίους, μόλις ξημερώσῃ ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου, νὰ φορτώνουν τὸ σπιτικό τους σ’ ἕνα βενζινοκίνητον κάρρο καὶ νὰ ξεπορτίζουν πανοικί.

Εἶναι φαντάζομαι, κάποιο ὑπόλειμμα βιολογικῆς κληρονομικότητας αὐτὸ τὸ ἔνστικτον τῆς ἀθηναϊκῆς μετοικεσίας. Κάτι σὰν τὸ ἔνστικτον τῆς μεταναστεύσεως ποὺ κινεῖ ὁμαδικῶς τὰ ἀποδημητικὰ πουλιὰ καὶ τὰ βάζει μπρός, σχηματίζοντα ἀτέρμονα καραβάνια, ν’ ἀφήσουν τὴν κατοικίαν των ὅλα μαζί, τὴν ἴδια μέρα.

Διότι καμμιὰ δικαιολογία καλλίτερης βολῆς δὲν δικαιολογεῖ τὸν Ἀθηναῖον ποὺ ἐκστρατεύει πρὸς κατάληψιν νέας στέγης. Ἡ νέα κατοικία ποὺ τὸν περιμένει, εἶναι ἐξ’ ἴσου ἄβολη ὅσον καὶ αὐτὴ ποὺ ἀφίνει, ὅσον καὶ ἡ ἄλλη, τὴν ὁποίαν θὰ κινήσῃ νὰ καταλάβῃ τοῦ χρόνου, τὴν ἴδια μέρα πάλι, ὅταν θὰ ἔχῃ πλέον ἀνακαλύψει ὅτι αὐτὴ ἐδῶ, ποὺ εὑρῆκε ἐφέτος, εἶναι κακὴ καὶ ψυχρή.

Παρευρέθηκα σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν σκηνή, ἡ ὁποία φαντάζομαι, θὰ ἐπανελήφθη εἰς ἀπείρους ἐκδόσεις.

Δύο ἄνθρωποι, συνάδελφοι ἐργαζόμενοι στὸ ἴδιο γραφεῖο, ἀνταμώνουν ἀμέσως μετὰ τὴν μετακόμισιν στὸ νέο σπίτι.

― Εὑρῆκα λοιπὸν ἐφέτος ἕνα σπιτάκι χάρμα!

― Ἄ, κι ἐγὼ τὸ ἴδιο. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀνακαλύπτω ἕνα τέτοιο κελεποῦρι. Παλατάκι σωστό.

― Χαίρουμαι. Καὶ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο ζήτημα, αὐτὸ τὸ ζήτημα τῆς κατοικίας. Δὲν εἶν’ ἔτσι; Ἐγὼ εἶχα πέσει σ’ ἕνα σπίτι ποὺ μὲ βασάνισε ὅλο τὸ χρόνο. Ἄβολο, ἀνθυγιεινό, κακοχωρισμένο, μὲ ἐγκατάστασι τοῦ νεροῦ ἐλαττωματική, ὑγρό… ἄστα. Εὐτυχῶς ἀπαλλάχτηκα ἀπ’ αὐτὸ τὸ βάσανο.

― Καὶ γὼ σ’ ἕνα τέτοιο περίπου ἐπέρασα τὴ χρονιά μου. Γρίνα ἡ γυναῖκά μου γιὰ τὴν ἄθλια κουζίνα, γρίνα ἐγὼ γιὰ τὴν τραπεζαρία, γρίνα τὰ παιδιὰ γιὰ τὰ ὑπνοδωμάτια, γρίνα ὅλοι μας ἐν χορῷ γιὰ τὴν ἐλαττωματικὴ ἐγκατάστασι τοῦ μπάνιου. Ὅσο γιὰ τὸν προσανατολισμό, κλάφτα. Ὅλο τὸ καλοκαίρι νὰ μᾶς δέρνῃ ὁ ἥλιος καὶ τὸ χειμῶνα οὔτε γιὰ δεῖγμα.

Ἡ συζήτησις ἐξηκολούθησε, ἀλλὰ τὴ σταματῶ ὡς ἐδῶ καὶ προτρέχω στὸ συμπέρασμά της.

Τὸ συμπέρασμα ἦταν μία καταπληκτικὴ ἀποκάλυψις: Ὅτι ὁ ἕνας εἶχε μετακομίσει ἁπλούστατα στὸ σπίτι ποὺ ἄφινε ὁ ἄλλος.

 

ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

 

[1] Στράτης Μυριβήλης, «ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ», 2 Σεπτεμβρίου 1937, σελ. 1.