Πρώτη Σεπτεμβρίου[1]
Αὐτὴ ἡ ἡμερομηνία ἔρχεται πιὰ καὶ φεύγει ἀθορύβως, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζῃ ἁπλῶς τί γινότανε ἄλλοτε εἰς τὰς Ἀθήνας κάθε πρώτη Σεπτεμβρίου.
Ἦτο μέρα ἐργασίας καὶ δόξης γιὰ τοὺς καρραγωγεῖς.
Κάθε Ἀθηναῖος ἤθελε καὶ ἀπὸ ἕνα-δυὸ κάρρα ἐπάνω στὰ ὁποῖα κατὰ τρόπον ἀλλόκοτον ἐφόρτωνε τὰ ἔπιπλα καὶ ξεκινοῦσε διὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ κάρρο, τὸ ὁποῖον θὰ μετέφερε τὸ φορτίον πρὸς τὴν ἄρτι ἐνοικιασθεῖσαν κατοικίαν.
Ἀλλὰ ποιὸς ἦτο ὁ ἀλλόκοτος τρόπος τοῦ φορτώματος;
Πρωτ’ ἂπ’ ὅλα ἡ ἔλλειψις κάθε καλαισθησίας. Τὰ μισοφαγωμένα στρώματα καὶ ἡ σχισμένες κουβέρτες ἔμπαιναν πολλὲς φορὲς χωρὶς κανένα κάλυμμα εἰς τὸ κάρρο, τὸ δὲ δοχεῖον τῆς νυκτὸς εἶχε κατορθώσει εἰς ὅλας τὰς μετακομίσεις τῶν χρόνων ἐκείνων νὰ καταλαμβάνῃ θέσιν περίβλεπτον, ὡς νὰ ἦτο οἰκόσημον οἰκογενειακὸν ποὺ δὲν πρέπει νὰ κρύβεται!
Ὅποιο κάρρο μετακομίσεως καὶ ἂν συνήντας εἰς τὸν δρόμον, θὰ ἔβλεπες αὐτὸ τὸ «σκεῦος» νὰ στέκῃ κατὰ τρόπον «ζερβὸν» σὲ καμμίαν προεξοχὴν τοῦ φορτώματος.
Τὸ δὲ τραπέζι τῆς τραπεζαρίας ἐτοποθετεῖτο ἀνάποδα ἀπάνω ἀπὸ πολλὰ μπαλλότα, δεμένο μὲ δυὸ-τρία ἀσταθῆ σχοινάκια, ἐνῷ στὰ τέσσερα ἀνεστραμμένα πόδια του ἦσαν περασμένες ἡ καρέκλες ἀπὸ τὰ κουφώματα τῆς πλάτης των.
Ἐνῷ δὲ μὲ τέτοια προχειρότητα ὁ ἀκάθαρτος καρραγωγεὺς μὲ τὴν ὑπηρέτρια τῆς ὑπὸ μετακόμισιν οἰκίας προέβαινε εἰς τὴν φόρτωσιν τοῦ κάρρου, τῆς νοικοκυρᾶς παρακολουθούσης καὶ καθοδηγούσης ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἔφθανε καὶ ἡ στιγμὴ τῆς τραγικῆς πλοκῆς τοῦ δράματος!
Κατέπλεε δηλαδὴ τὸ κάρρο τῶν νέων ἐνοικιαστῶν, καὶ ἤρχιζεν ἡ ἐκφόρτωσις εἰσερχομένων ἐπίπλων τὰ ὁποία διεσταυροῦντο μὲ τὰ ἐξερχόμενα!
Μιὰ τέτοια περίπου σκηνὴ ἐνέπνευσεν εἰς τὸν Σουρῆ τὰ ὡραῖα τετράστιχα διὰ τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου:
Κι’ ἔχει ἡ οἰκογένεια ἐκνευρισμὸν μεγάλον
καὶ χάνει ἡ κόρη τὴν μαμὰ κι’ ἐκείνη τὸ παπάκι.
Καὶ μέσα στ’ ἀνακάτωμα σκευῶν κι’ ἐπίπλων ἄλλων
Κατρακυλᾶ ὁ τέτζερης καὶ βρίσκει τὸ καπάκι.
Ἀλλὰ ἂν ἀρχίσωμεν τὴν ἀναδίφησιν τῶν παλαιῶν τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου ἀρχείων θὰ θυμηθοῦμε πάρα πολλά, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἕνα ὡραῖον ἀνέκδοτον τοῦ Ἀναστασίου Γενναδίου.[2]
Τί ἦτο ὁ Γεννάδιος; Ἕνα πνεῦμα σοφόν, ἀνήσυχον καὶ ἀνισόρροπον.
Εἶχε δηλαδὴ καὶ τὰ τρία στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦνταν διὰ νὰ μείνῃ κανεὶς ἀπένταρος ἐφ’ ὄρου ζωῆς.
Τὸ ἐπιβλητικόν του ἀνάστημα καὶ τὸ ψηλό του στακτὶ καπέλλο, τὸν εἶχαν καταστήσει εὐτράπελον τύπον τῆς Ἀθηναϊκῆς ζωῆς, κυρίως ἀφ’ ὅτου παρῃτήθη ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον ὅπου ἦτο καθηγητής, γιὰ νὰ μεταβληθῇ εἰς ὑπαίθριον ρήτορα ὑποσχόμενον εἰς τοὺς λόγους του τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἔθνους ἐν ἧ περιπτώσει τοῦ ἐδίδοντο αἱ ψῆφοι ποὺ οὐδέποτε τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐκλογεῖς.
Ὀλιγώτερον ἐνδιαφερόμενος διὰ τὸ Ἔθνος, καὶ περισσότερον ἐνδιαφερόμενος διὰ τὴν τακτικὴν εἴσπραξιν τοῦ ἐνοικίου, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς οἰκίας ἣν κατώκει ὁ Γεννάδιος τοῦ ἐπέβαλε νὰ φύγῃ τὸ πρωὶ μιᾶς πρώτης Σεπτεμβρίου.
Ἐκλήθη πάραυτα ἕνας καρραγωγεύς, καὶ ἐφορτώθησαν ἐπὶ τοῦ κάρρου τὰ πολλὰ βιβλία καὶ τὰ ἐλάχιστα ἔπιπλα τοῦ πρώην καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας.
Καὶ ἤρχισεν ἡ πρὸς τὸ ἄγνωστον ἐκκίνησις, διότι ὁ Γεννάδιος ἐξωσθεὶς ἀποτόμως δὲν εἶχε συμφωνήσει ἄλλο σπίτι.
Ἐπροχώρει πρῶτος αὐτὸς μὲ τὸν αἰώνιον ὑψηλόν του πίλον, καὶ πίσω τὸ κάρρο.
Ἐσταματοῦσε ὅπου ἔβλεπε ἐνοικιαστήριον, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐδέχετο κανεὶς ἰδιοκτήτης διότι ἡ φήμη τοῦ Γενναδίου ὡς «δυστροποῦντος» ἐνοικιαστοῦ ἦτο πανδήμως γνωστή…
Ὅλοι οἱ τότε Ἀθηναῖοι ἐπρόσεξαν τὴν θέαν τοῦ περιπλανωμένου αὐτοῦ κάρρου, τὸ ὁποῖον πολὺ δύσκολα μπόρεσε νὰ εὕρῃ ὁριστικὸν σταθμόν.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι τὰ κάρρα τῶν μετακομίσεων κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἐγίνοντο καὶ ὄργανα ἐγκλημάτων! Ὁ ἐνοικιαστὴς ποὺ χρωστοῦσε πολλὰ ἐνοίκια καὶ ἐφοβεῖτο τὴν κατάσχεσιν τῶν ἐπίπλων καλοῦσε νύκτα τὸν καρραγωγέα, καὶ λίγας ἡμέρας πρὸ τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου. Ἐντὸς μιᾶς ἢ δύο νυκτερινῶν ὡρῶν τὰ ἔπιπλα ἦσαν φορτωμένα, καὶ τὸ κάρρο ἀπήρχετο. Ὁ ἰδιοκτήτης εὕρισκε κενὸν τὴν ἑπομένην τὸ ἀκίνητον…
Πρὸ εἰκοσιπέντε δὲ ἀκριβῶς ἐτῶν, μετεκόμισε κατὰ παρόμοιον τρόπον ἕνας τότε ὑπουργὸς ἐν ἐνεργείᾳ καὶ μάλιστα ὑπουργὸς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν.
Ὁ ἰδιοκτήτης του κατέφυγεν εἰς τὰς ἐφημερίδας καὶ τὸ σκάνδαλον ἔκαμε κατάπληξιν.
Βλέπετε ἡ προπολεμικὴ περὶ ὑπουργῶν ἀντίληψις ἦτο ἄλλη, ὅπως ἄλλη ἦτο καὶ ἡ προπολεμικὴ πρώτη Σεπτεμβρίου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
[1] Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1935, σελ. 2.
[2] Ο Αναστάσιος Γεννάδιος (1840-1911), γιος του Γεωργίου Γενναδίου (1786-1854), επεδόθη νεότατος σε ιστορικές και φιλοσοφικές μελέτες. Μετά τις λαμπρές σπουδές του στο Μόναχο, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διορίσθηκε καθηγητής Ιστορίας. Διακρινόταν από μεγάλη ρητορική δεινότητα και ανέλαβε την αρχισυνταξία της «Αθηνάς». Αναμίχθηκε με την πολιτική, πρωτοστάτησε στην έξωση του Όθωνα και φυλακίσθηκε στον Μεντρεσέ για τα έξαλλα κηρύγματά του. Αργότερα, αντιτάχθηκε και στον Χαρίλαο Τρικούπη. Έγραψε σύντομη ιστορία της Ελλάδος από το έτος 146 π.Χ. μέχρι το 1862.